Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης
Έχω
δει ψυχές που αδικήθηκαν, αλλά υπέμειναν την αδικία με καλούς λογισμούς και
τους έλουσε η Χάρις σ’ αυτήν την ζωή.
Πριν
από πολλά χρόνια με είχε επισκεφθή ένας ευλαβής Χριστιανός, απλός και
καλοκάγαθος, και με παρακάλεσε να ευχηθώ να φωτίση ο Χριστός τα παιδιά του,
όταν ενηλικιωθούν, να μην γογγύσουν κατά των συγγενών για την μεγάλη αδικία που
τους είχαν κάνει, και μου διηγήθηκε την υπόθεση.
Όπως
είδα, ο άνθρωπος αυτός ήταν πραγματικά άνθρωπος του Θεού. Ήταν ο μεγαλύτερος
αδερφός από πέντε παιδιά της οικογενείας του και μετά τον αιφνίδιο θάνατο του
πατέρα τους συμπαραστάθηκε σαν καλός πατέρας στα αδέρφια.
Εργάσθηκε
σκληρά, απέκτησε και άλλη περιουσία, κτήματα κ.λπ. και αποκατέστησε τις δυο
αδερφές τους. Παντρεύτηκαν και τα μικρότερα αδέρφια του, πήραν όλα τα καλά
κτήματα, ελαιώνες κ.λπ. Και σ’ αυτόν άφησαν τα άχρηστα, τα άγονα, κάτι
αμμουδιές.
Στο
τέλος παντρεύτηκε και αυτός και απέκτησε τρία παιδάκια. Ήταν ηλικιωμένος φυσικά
και σκεφτόταν τα παιδιά του, όταν μεγαλώσουν, μήπως καταλάβουν την αδικία και
γογγύσουν. Μου έλεγε:
«Εγώ
δεν στενοχωριέμαι για την αδικία, γιατί διαβάζω το Ψαλτήρι. Ένα Κάθισμα το
απόγευμα και δυο Καθίσματα πριν ξημερώση. Σχεδόν το έμαθα απ’ έξω το Ψαλτήρι.
Κανένας Ψαλμός δεν λέει ότι οι άδικοι έκαναν προκοπή. Ενώ τους δικαίους
τους σκέφτεται ο Θεός. Εγώ, Πάτερ μου, δεν λυπάμαι τα κτήματα που
έχασα, αλλά λυπάμαι τα αδέρφια μου που χάνουν την ψυχή τους.»