Πέρασε λίγος καιρός ἀπό τότε πού ψηφίστηκε ὁ, περί οὗ
πολύς λόγος, νόμος. Τώρα πού καταλάγιασε κάπως ὁ θόρυβος πού προκλήθηκε, εἶναι
μιά καλή στιγμή νά καταθέσουμε νηφάλια τήν γνώμη μας.
Ἐν πρώτοις, συγχαίρουμε τούς ἐκλεγμένους ἐκπροσώπους
τοῦ λαοῦ μας πού καταψήφισαν συνειδητά τόν ἐπαίσχυντο νόμο. Ὡς βαπτισμένοι
χριστιανοί γνωρίζουν ὅτι αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Συνεπῶς
φέρθηκαν ὡς γνήσια τέκνα τῆς Μητρός τους.
Θλιβόμαστε, ὅμως, γιά ὅλους ἐκείνους τούς Βουλευτές πού ψήφισαν ὑπέρ τοῦ νόμου αὐτοῦ, καθώς καί γιά ὅσους μέ τήν ἀποχή τους ἀπέφυγαν νά ἐμποδίσουν τήν ψήφισή του. Θλιβόμαστε παράλληλα καί γιά τά κυβερνητικά στελέχη, πού ἐνῶ θά μποροῦσαν νά ἐκφράσουν τήν ἀντίθεσή τους στόν ἀντίθεο νόμο, δέν τό ἔπραξαν. Ἀσφαλῶς καί οἱ ἐπιλογές τους αὐτές ἀντιμάχονται τόν νόμο τοῦ Θεοῦ καί τούς ἀποξενώνουν ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποξένωση αὐτή θά ὑφίσταται ὅσο αὐτοί θά παραμένουν στήν ἐσφαλμένη θέση τους. Ἡ δική μας στάση ἀπέναντί τους ὑπαγορεύεται ἀπό τό «Σύνταγμα» τῆς Ἐκκλησίας, τό ἱερό Εὐαγγέλιο, ὅπου ἐκεῖ ἐκφράζεται τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὀφείλουμε, λοιπόν, νά πράξουμε αὐτό πού προτείνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν Α΄ ἐπιστολή του πρός Κορινθίους (κεφ. 5, 1-13). Ὁ Ἀπόστολος εἶχε ζητήσει ἀπό τήν ἐκεῖ τοπική Ἐκκλησία νά ἀπομονώσει φιλανθρώπως καί παιδευτικῶς τόν ἁμαρτάνοντα, μέχρι αὐτός νά ἀνανήψει καί νά ὁδηγηθεῖ στή μετάνοια.