Κάπου στη Νότιο Αμερική ζούσε ένας
δούλος χριστιανός που υπηρετούσε στα χωράφια του άπιστου κυρίου του.
Όλοι οι σύντροφοί του τον χλεύαζαν
για την πίστη του, ακόμη και αυτός ο κύριός του δεν άφηνε ευκαιρία που να μην
εκδηλώσει το μίσος του για την βαθιά πίστη του δούλου του.
Μια μέρα ο κύριος αυτός βγήκε στο
δάσος να κυνηγήσει και πήρε μαζί του και τον δούλο του. Σε μια στιγμή για να
τον πειράξει, του λέει:
«Δε μου λες, πως συμβαίνει εμέ να μη
με πειράζει ποτέ ο διάβολος, ενώ συ που είσαι πιστός έχεις τόσους πολλούς
πειρασμούς; Γιατί να πειράζεται πιότερο ο χριστιανός από έναν άπιστο;».
Πριν ο δούλος προφτάσει να απαντήσει, ένα κοπάδι αγριόπαπιες πέταξε μπροστά τους. Ο κύριος σήκωσε το όπλο, σημάδεψε και πυροβόλησε.