Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Μπαμπά, τί γιορτάζουμε σήμερα; ...

 Λάμπρος Λιάπης


...ρώτησε ένα αγοράκι που ανέμιζε μηχανικά μια μικρή πλαστική Ελληνική σημαία την ώρα της παρέλασης.

Ο μπαμπάς πήρε αγκαλιά το αγοράκι ώστε εκείνο να βλέπει καλύτερα και του ψιθύρισε ότι θα του απαντήσει στο σπίτι, όταν γυρίσουν.

Η παρέλαση τέλειωσε, τα αγήματα αποχώρησαν, τα εμβατήρια σίγασαν, οι μπάντες ξαποσταίναν, οι φωτογράφοι αποσύρθηκαν και ο κόσμος έσπευδε να πιάσει στασίδι σε καφετέριες και ταβέρνες.

Ο μπαμπάς με τον γιο γύρισαν σπίτι. Εκεί το αγόρι αφού έβγαλε τα καλά του και φόρεσε τη φόρμα του, έτρεξε και υπενθύμισε στο μπαμπά την ερώτηση.

Εκείνος πήγε στο γραφείο του κι έβγαλε από έναν φάκελο μια φωτογραφία. Την έκρυψε διακριτικά στον κόρφο του και πήρε το αγόρι αγκαλιά στην πολυθρόνα.

- Πριν κάποια χρονιά, πολύ πριν γεννηθείς κι εσύ αλλά κι εγώ ακόμα, κάποιοι ξένοι αποφάσισαν να κατακτήσουν τον κόσμο. Μόνο που το αποφάσισαν μόνοι τους. Και θέλησαν να το κάνουν με όπλα. Σκοτώνοντας όσους αντισταθούν. Έτσι λοιπόν έστελναν απεσταλμένους σε διαφορά κράτη ζητώντας τους να παραδοθούν. Έστειλαν και στην Ελλάδα έναν τέτοιον. Ο απεσταλμένος αυτός γύρισε πίσω με έναν φάκελο που έγραφε μια λέξη με τρία γράμματα.

ΟΧΙ.

Ένα ΟΧΙ που σφηνώθηκε στα μυαλά των στρατιών του κόσμου και βάλθηκαν να κλείσουν τα στόματα αυτών που το υπερασπίστηκαν.

Μάταια.

Άλλωστε, η Ελλάδα ανέκαθεν γεννούσε Έλληνες.

Και, δεν πολεμάνε οι Έλληνες σαν ήρωες μα οι ήρωες πολεμάνε σαν Έλληνες.

Αυτό νευρίασε πολύ τους επίδοξους κατακτητές. Αποφάσισαν να εξαφανίσουν από τους χάρτες τη χώρα μας. Γι’ αυτό έστειλαν τις στρατιές του κόσμου ολάκερου. Ιταλούς, Βουλγάρους, Αλβανούς, Γερμανούς. Και μας πολεμούσαν με λύσσα.

Όσο έβλεπαν ότι οι Έλληνες δεν έπεφταν, τόσο λυσσούσαν. Και τόσο θέριευαν την επίθεση. Στα χιονισμένα βουνά. Στις ταραγμένες θάλασσες. Στις ανεμοδαρμένες κορυφές. Στο μπλε του ουρανού μας. Μας χτυπούσαν παντού. Κι εμείς τί ήμασταν; Μια χούφτα λαός. Αν βγάλεις τους γέροντες, τις γυναίκες και τα παιδιά, τί έμενε; Εδώ όμως ήταν το λάθος τους. Υπολόγισαν χωρίς όλους αυτούς. Στον πόλεμο αυτόν πήραν μέρος όλοι παιδί μου. Οι γέροντες κράτησαν όπλο. Οι γυναίκες φρόντιζαν τους πολεμιστές. Πολλές από αυτές πολέμησαν πιο γενναία κι από άντρα. Τα παιδιά έκλεβαν ό,τι μπορούσαν και το έδιναν στους δικούς μας. Και οι άντρες μας…

Οι άντρες μας σ’ αυτόν τον ατέλειωτο χειμώνα στάθηκαν όρθιοι μπροστά στον θάνατο. Τον έφτυσαν στα μούτρα και φώναξαν μια λέξη που αντήχησε στα πέρατα της γης.

«ΑΕΡΑ»» φώναξαν και σείστηκε το σύμπαν. Κι ακούστηκε και στα έγκατα του Άδη και τρόμαξαν οι εχθροί.

219 μέρες γράφουν τα βιβλία αντιστάθηκαν τα παλικάρια αυτά. Χωρίς φαγητό, χωρίς νερό, χωρίς όπλα πολλές φορές, χωρίς ρούχα ζεστά, χωρίς πολεμοφόδια, χωρίς ανάσα. Κι έπαιρναν στη πλάτη τους λαβωμένους κι έτρεχαν στα χιονισμένα βουνά της Πίνδου να σώσουν ό,τι μπορούσε να σωθεί. Και να ξαποστάσουν μια σταλιά. Και μετρά πάλι στα χιόνια, με παγωμένα χέρια και πόδια να δαγκώνουν τα χείλη τους και να προσπαθούν να πείσουν τον εαυτό τους ότι δεν έπαθε κρυοπαγήματα, δεν είναι ματωμένοι, δεν είναι ετοιμοθάνατοι. Γιατί αν το πίστευαν αυτό τότε ο εχθρός θα έφτανε στις γυναίκες και τα παιδιά τους. Σε εμάς.

Και σκοτώθηκαν πολλοί. Ούτε ένας μάταια όμως. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν σκοτωμένο. Κάθε σπίτι έχει κι από έναν ηρώα. Κάθε σπίτι έχει έναν λόγο να θρηνεί. Και τον ίδιο ακριβώς λόγο να υπερηφανεύεται.

Κι έτσι εμείς οι Έλληνες έχουμε όλοι σχεδόν από μια τέτοια φωτογραφία (βγάζει την φωτογραφία και την δείχνει στο αγόρι).

Το αγόρι αφού την επεξεργάστηκε για μερικά δευτερόλεπτα, σκύβει και φιλάει την κενή στολή.

- Μπαμπά η στολή αυτή ήταν του παππού, του μπαμπά σου δηλαδή;

- Ναι παιδί μου, του παππού απάντησε βουρκωμένος ο μπαμπάς.

- Μπαμπά, κατάλαβα τί γιορτάζουμε σήμερα. Μόνο που δεν ξέρω αν είναι μέρα χαράς ή λύπης. Δεν μου αρέσει ο πόλεμος. Παίρνει τους ανθρώπους και αφήνει τις στολές.

Ο πατέρας έσφιξε στην αγκαλιά το αγόρι και φίλησε ευλαβικά κι εκείνος την στολή.

Την στολή που φιλοξενεί την ψυχή της Ελλάδας.

Χρονιά πολλά Ελλάδα.

ΠΗΓΗ aixmi

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου