Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΟΣΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ 25 - 01 - 2025


 10η Ὁμιλία Γέροντος Χρυσοστόμου εἰς τούς Μακαρισμούς τοῦ Κυρίου

Σάββατο, 25/1/2025  -  ΟΙ ΜΑΚΑΡΙΣΜΟΙ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Καί νά ἡ καλή μας Σύναξη μας βρίσκει νά συναθροιζόμαστε ἀφοῦ ὑποδεχθήκαμε τό νέο ἔτος, τό ὁποῖο καί εὐχόμαστε νά μᾶς γεμίζει μέ θεῖες θεοφάνειες καί αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή μας ὥστε νά παίρνουμε εὐκαιρίες πνευματικοῦ ἀναβαπτισμοῦ στόν καθημερινό ἀγώνα μας. Ὅλη αὐτή τήν περίοδο πού πέρασε ζήσαμε ὅλες τίς ἑορτές τοῦ ἁγίου Δωδεκαημέρου. Ζήσαμε ἔντονα τήν Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέσα στό μεγαλεῖο αὐτῶν τῶν ἑορτῶν. Ὁ Χριστός κατέρχεται στή γῆ καί μᾶς ἀναβιβάζει ἐμᾶς στόν οὐρανό. Καί ἔτσι ὁ ἄνθρωπος παύει νά ὀνομάζεται πιά δοῦλος ἀλλά ἀποκτά τήν υἱοθεσία, γίνεται ὑιός Θεοῦ. Ὅπως εἴχαμε ἀκούσει καί στόν Ἀπόστολο τῶν Χριστουγέννων: «Ὥστε οὐκ ἔτι εἶ δοῦλος, ἀλλ᾿ υἱός· εἰ δέ υἱός καί κληρονόμος Θεοῦ διά Ἰησοῦ Χριστοῦ». Ὁ σκοπός τῆς σάρκωσης τοῦ Χριστοῦ, πού παίρνει μορφή ἀνθρώπινη μέσα σέ σπλάγχνα παρθενικά καί ἀμώμητα δέν εἶναι κανείς ἄλλος παρά μόνον «ἵνα θεόν τόν Ἀδάμ ἀπεργάσηται». Ἔτσι καταργεῖται τό κράτος τοῦ θανάτου μέ τήν σάρκωση τοῦ Θεοῦ Λόγου καί ἑνώνεται ἡ ἀνθρώπινη φύση μέ τήν θεία φύση στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θνητός ἄνθρωπος ἀποκτᾶ τά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί γίνεται θεοειδής, κατά χάριν Θεός καί συγκληρονόμος Χριστοῦ. Τό ἔτος πού μᾶς πέρασε ἀσχοληθήκαμε μ᾿ αὐτή τήν υἱοθεσία πού ἐπαγγέλεται ὁ Χριστός στούς πιστούς ἀκόλουθούς Του, ἑρμηνεύοντας τούς Μακαρισμούς τοῦ Κυρίου. Ἔτσι μιᾶς καί τούς ἑρμηνεύσαμε μέ ὁδηγό τούς ἁγίους πατέρες μας, σήμερα θά κάνουμε μιά γρήγορη ἀνασκόπηση αὐτῶν. Ἄς ξεκινήσουμε λοιπόν:

Ὁ πρῶτος μακαρισμός μᾶς λέει: «Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν».

Μέ τόν πρῶτο μακαρισμό ὁ Χριστός μακαρίζει αὐτούς πού εἶναι ταπεινοί. Οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι δέν εἶναι ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν σώας τάς φρένας ἀλλά εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἔχουν   φρόνημα ταπεινό καί ἡ διάνοιά τους εἶναι συντετριμμένη. Εἶναι οἱ ἄνθρωποι πού συναισθάνονται ὅτι ἀπέχουν ἀπό τήν ἀρετή, ὅτι ἔχουν ἀδυναμίες τίς ὁποῖες κοιτάζουν νά περιορίζουν περιμένοντας πότε ὁ Θεός, «ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει καί οἰκτιρμοῖς» νά τούς στολίσει μέ τήν θεία Χάρη Του. Ὅπως οἱ πτωχοί ὑλικῶν ἀγαθῶν συναισθάνονται τήν φτώχεια τους καί ἀγωνίζονται μέ κάθε μέσο νά ξεφύγουν ἀπό αὐτή, ἔτσι καί οἱ ταπεινοί νοιώθουν τήν πνευματική πτωχεία τους ἀφοῦ συνεχῶς φέρνουν μπροστά τους τά ἀδύναμα σημεῖα τους καί τίς ἐλλείψεις τους. Αὐτή ἡ κατάσταση δέν εἶναι ἀφύσικη ἀλλά εἶναι μιά εἰλικρινής ἀναγνώριση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Νικόδημος ἔλεγε «ὅτι ἡ ταπεινή γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι ἀνωτέρα ἀπό τήν γνῶσιν ὅλων τῶν ἐπιστημῶν, ἀνωτέρα καί ἀπό τήν χάριν τῆς θαυματουργίας, ἀκόμη καί τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν». Οἱ ταπεινοί ἄνθρωποι εὔκολα παραδέχονται τό σφάλμα τους καί δέν προβάλλουν δικαιολογίες, βλέπουν ὅλους τούς ἀνθρώπους καλύτερους ἀπ᾿ αὐτούς καί ἔτσι δέν κατακρίνουν κανένα συνάνθρωπό τους. Εἶναι ὑπομονετικοί ὅταν τούς ἐξευτελίζουν ἤ τούς περιφρονοῦν καί ὅταν τούς ἐπαινοῦν δέν χαίρονται ἀλλά λυποῦνται. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μιά ἀρετή πού ἀναφέρεται στήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό ἀλλά καί στήν σχέση του μέ τόν συνάνθρωπό του γι᾿ αὐτό ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ὀνομάζει «θεμέλιον καί μήτηρ καί ρίζα καί τροφός καί σύνδεσμός τῶν ἀγαθῶν». Ἡ ὑπερηφάνεια ἄλλωστε ἔκανε τούς ἀγγέλους δαίμονας ἐνῶ ἡ ταπείνωση θά μποροῦσε νά ξανακάνει τούς δαίμονας ἀγγέλους ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. 

«Ἐάν κτησώμεθα τήν ταπεινοφροσύνη καί ταύτην ἐνθρονίσωμεν ἐν τῇ καρδίᾳ ἡμῶν, ἔχομεν τό πᾶν· διότι φέρει μεθ᾿ ἑαυτῆς ἅπαντα τόν χορόν τῶν ἀρετῶν. Ὅπου ἀληθής κατά Χριστόν ταπείνωσις, ἐκεῖ καί ἅπασαι αἱ ἀρεταί. Ταύτην ἐκζητήσατε ὅπως ὑψωθῆτε ἀπό γῆς πρός οὐρανόν» μᾶς βεβαιώνει ὁ ἅγιος τοῦ 20ου αἰώνα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος.

Ἔτσι ὁ Κύριος δίνει ὑπόσχεση ὅτι ἡ Βασιλεία Του ἀνήκει στούς ταπεινούς, ἀφοῦ μέ τήν ταπείνωση ἔχουν ἐγκαταστήσει τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ ἐντός τῆς καρδιᾶς τους καί γι᾿ αὐτό προγεύονται τήν μακαριότητα καί τήν εὐτυχία τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ μέσα τους.

Δεύτερος μακαρισμός ἔρχεται στήν συνέχεια ὁ ἑξῆς: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται». Ὁ Χριστός ὀνομάζει ἐδῶ μακάριους, δηλαδή εὐτυχισμένους, πλήρεις ἀπό θεία ἀγαλλίαση, αὐτούς τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι πενθοῦν. Ἐδῶ ὁ Κύριος μ᾿ αὐτόν τόν μακαρισμό ξεχωρίζει καί διαφοροποιεῖ τό πένθος. Δέν ἀσχολεῖται μέ τό κατά κόσμον πένθος, τό ὁποῖο ἔρχεται στούς ἀνθρώπους μέσα ἀπό τά δυσάρεστα γεγονότα τῆς ζωῆς, ἀπό τίς διάφορες θλίψεις, ἀρρώστιες, δυστυχίες ἤ ἀποτυχίες. Αὐτός ὁ θρῆνος προέρχεται ἀπό τήν ὀλιγοπιστία μας, τήν πληγωμένη ὑπερηφάνειά μας, ἀπό τόν ἀχαλίνωτο θυμό μας, ἀπό ἀνικανοποίητες καί μάταιες ἐπιδιώξεις, ἀπό τήν τραυματισμένη αὐτοεκτίμηση. Ἀλλά ἀντιθέτως ἐπικεντρώνεται στό κατά Θεόν πένθος πού ὀφείλουμε νά καλλιεργοῦμε ἐφόσον ἁμαρτάνουμε. Γι᾿ αυτό τόν λόγο οἱ ἀθλούμενοι στόν στίβο τῆς κατά Χριστόν ἄσκησης δέν στενοχωριούμαστε γιά τίς πτώσεις μας, ἀλλά θλιβόμαστε ζώντας μέ τήν προσδοκία νά ἐπανακτήσουμε τήν θεία Χάρη πού ἀπολέσαμε, ἐπίσης θλιβόμαστε γιά τό Θεό πού λουποῦμε. Ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στεναχωρούμενοι». Αὐτό τό πένθος, τό κατά Θεόν, δίνει καί ἐπιφυλάσσει τήν χαρά. Χαρά πού διαρκεῖ, χαρά πού δημιουργεῖ στόν ἄνθρωπο παράκληση. Βέβαια, ὅπως μᾶς λέει τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ μας γιά νά ἔλθει αὐτή ἡ εὐφροσύνη πού μακαρίζεται ἀπό τόν ἴδιο τόν Σωτήρα, θά πρέπει νά προηγηθοῦν τά καθαρτήρια δάκρυα ἔτσι ὥστε νά νικηθεῖ ἡ ἁμαρτία. Ἀκοῦμε τόν Κύριό μας νά μᾶς λέει, «μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε». Αὐτή ἡ λύπη πού ἐπευφημεῖ, μᾶς διασαφηνίζει καί πάλι ὁ ἀπόστολος Παῦλος πῶς ξεχωρίζει ἀπό τήν κατά κόσμον λύπη λέγοντας τά ἑξῆς: «ἡ γάρ κατά Θεόν λύπη μετάνοιαν εἰς σωτηρίαν ἀπεργάζηται, ἡ δέ τοῦ κόσμου λύπη θάνατον κατεργάζεται».

Συνεχίζουμε μέ τόν ἑπόμενο μακαρισμό ὁ ὁποῖος μᾶς λέει, «μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοί κληρονομήσουσιν τήν γῆν».

 Ἡ πραότητα εἶναι ὁ πραγματικός χῶρος πού ἀναπαύεται καί θέλει νά κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μόνο σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡσύχιος καί πρᾶος καί διατηρεῖ ζωντανό μέσα του τόν θεῖο φόβο μήπως ἔχει λυπήσει τόν Κύριο συγκαταβαίνει τελικά τό Πανάγιο Πνεῦμα καί σκηνώνει ἐντός του ὅπως μᾶς λέει ὁ προφήτης Ἠσαΐας: «Ἐπί τίνα ἐπιβλέψω, ἀλλ᾿ ἤ ἐπί τόν πρᾶον καί ἡσύχιον καί τρέμοντά μου τούς λόγους;». Ὁ πρᾶος ἄνθρωπος δέν ταράζεται ἀπό τά ὅποια λυπηρά συμβάντα τοῦ τυγχαίνουν, οὔτε ἐπαίρεται καθόλου μέσα ἀπό τά διάφορα εὐχάριστα γεγόνοτα πού τοῦ φανερώνει ἡ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι δέν ἐλπίζει στίς δικές του δυνάμεις. Εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀληθινά μακάριος καί εὐτυχισμένος διότι ἔχει στραφεῖ μ᾿ ὅλη τήν χαρά τῆς ψυχῆς του στόν Χριστό. Ἀπό τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ἔχει μάθει ὅτι γιά νά μοιάσει μ᾿ Αὐτόν καί γιά νά εἶναι πνευματικά ἀναπαυμένος θά πρέπει νά εἶναι πρᾶος καί ταπεινός. Γι᾿ αὐτό ἀκοῦμε στό ἱερό Εὐαγγέλιο νά μᾶς λέει ὁ Χριστός «μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ ὅτι πρᾶος εἰμί καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ καί εὐρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν». Ὁ ζυγός τοῦ Κυρίου εἶναι εὔκολος καί τό φορτίο τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος εἶναι ἐλαφρύ, διότι μέ τήν ταπείνωση καί τήν πραότητα ἔρχεται αὐτή ἡ γαλήνη καί αὐτή ἡ χαρά πού δίδονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα.

Οἱ ἄνθρωποι πράγματι πού ἔχουν ἀγωνισθεῖ νά ἀποκτήσουν τήν πραότητα εἶναι μακάριοι, εἶναι ἀληθινά εὐτυχισμένοι. Κι ὅπως εἶπε ὁ Κύριος, αὐτοί θά κληρονομήσουν τήν γῆ. Ὅταν δέ λέει ἐδῶ ὁ Χριστός «γῆ» δέν ἐννοεῖ κάποιο συγκεκριμένο κομμάτι γῆς ἀπό αὐτά τά γήινα καί πρόσκαιρα κομμάτια της. Οὔτε οἱ πρᾶοι προσδοκοῦν στήν κληρονομιά πρόσκαιρων ἀγαθῶν. Ἀλλά ὅπως μᾶς λέει καί ὁ προφητάναξ Δαβίδ «πιστεύω τοῦ ἰδεῖν τά ἀγαθά Κυρίου ἐν γῆ ζώντων», οἱ πραεῖς ἔχουν τήν ἐλπίδα καί λαχταροῦν τήν γῆ πού βασιλεύει ὁ Χριστός, ἐπιθυμοῦν τήν γῆ τῶν ζώντων. Μέ τήν λέξη «γῆ» θέλει νά μᾶς προσδιορίσει κάτι συγκεκριμένο, κάτι χειροπιαστό. Δέν ὑπόσχεται κάτι τό ἀνύπαρκτο καί ἐξωπραγματικό ἀλλά δίνει τήν ἔγκυρη βεβαιότητα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν. Αὐτή ἡ γῆ μπορεῖ κάλλιστα νά ὀνομασθεῖ καί ἡ ἐντός ἡμῶν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στήν συνέχεια ὁ τέταρτος μακαρισμός μᾶς λέει «μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται». Ἐδῶ ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτούς πού πεινοῦν καί διψοῦν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ διότι αὐτοί θά χορτάσουν ἀπό τά ἐπηγγηλμένα ἀγαθά. Μέ ἄλλα λόγια αὐτός ὁ μακαρισμός ἑρμηνεύεται ὡς ἑξῆς: ἐκεῖνοι πού διψοῦν καί πεινοῦν ἀκόρεστα γιά τήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους, ὅσοι πάσχουν καί ἀγωνίζονται γιά αὐτήν τήν ἐπικράτηση θά δικαιωθοῦν ἀπό τόν Θεό.

Οἱ ἄνθρωποι θά μποροῦν νά ὀνομασθοῦν μακάριοι μόνον ὅταν ἀψηφήσουν τά πάντα καί δοθοῦν ὁλοψύχως στήν ἐπικράτηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ στήν ζωή τους. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀληθινά εὐτυχισμένοι διότι κυριαρχοῦν πάνω στίς γήινες ἐπιθυμίες καί προσδοκοῦν τόν οὐρανό. Ἡ θεία Χάρη τούς ὁδηγεῖ στήν κατάσταση νά ἐπιζητοῦν τήν θεία δικαιοσύνη καί ὄχι τήν ἀνθρώπινη. Ἡ πείνα καί ἡ δίψα εἶναι αὐτή ἡ ἔμπονη ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ μέ ζῆλο πού δέν κορρένυται, πού δέν ὁλοκληρώνεται ποτέ, ἀφοῦ ὁ Θεός δέν ἔχει τέλος.

Ἀληθινά μακάριοι εἶναι στήν πραγματικότητα αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἐμφοροῦνται μέ τόν διακαῆ πόθο νά γίνουν μέτοχοι τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, αὐτοί πού μπορεῖ νά τούς λείπουν τά ὑλικά ἀγαθά διότι ἔχουν βάλει ἄλλες προτεραιότητες στήν ζωή τους. «Ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν καταφρονεῖ τῶν φθειρομένων».  Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄδειοι ἀπό θεωρίες, ἀπό μεγάλη ἰδέα γιά τόν ἑαυτό τους, ἡ ὁποία τρέφει τό πάθος τῆς ὑπερηφανείας. Στέκονται γυμνοί καί νηστικοί ἀπό κάθε κοσμική ἐπιθυμία ταπεινώνοντας ἔτσι τόν ἑαυτό τους μπροστά στόν Θεό. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι ἔχουν τήν πείνα καί τήν δίψα νά τρέφονται μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, μέ τά λόγια τῶν ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅπως μᾶς λέει ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο: «οὐκ ἐπ᾽ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ᾽ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ».

Ὁ πέμπτος μακαρισμός μᾶς λέει «μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται».  Ἡ Ἁγία Γραφή σέ πολλά σημεῖα μᾶς διδάσκει ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἐλεήμων. «Ἐλεήμων ὁ Κύριος καί δίκαιος καί ὁ Θεός ἡμῶν ἐλεεῖ».  Ἤ ἀκοῦμε στό Εὐάγγελιο τήν φωνή τοῦ Κυρίου νά μᾶς λέει «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθώς καί ὁ πατήρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστί». Ἡ ἐξομοίωση τοῦ ἀνθρώπου νά ὁμοιάσει μέ τόν Θεόν εἶναι μιά πρόσκληση πού μᾶς δίδει ὁ ἴδιος ὁ Θεός νά γίνουμε θεοί κατά χάριν καί νά ὁμοιοθοῦμε μ᾿ Αὐτόν. Ὅπως λέει καί ἡ Γραφή: «Ἐγώ εἶπα θεοί ἐστέ καί υἱοί Ὑψίστου πάντες».

Οἱ χριστιανοί λοιπόν πρέπει νά στρεφόμαστε πρός τό χρέος τῆς ἐλεημοσύνης ὡσάν νά προσφέρουμε στόν ἴδιο τόν Χριστό. «Ἐφ᾿ ὅσον ἐποιήσατε ἑνί τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοί ἐποιήσατε», μᾶς λέει στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος καί ὅπως λέει καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος : «Θεός γάρ ἦν ὁ διά πτωχῶν λαμβάνων». Ἐξάλλου μέ τήν ἐλεημοσύνη δείχνουμε τήν εὐγνωμοσύνη μας πρός τόν Θεό ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε τόν μονογενῆ του Υἱό «εἰς τό σταυρωθῆναι» δίδοντας μας ἔτσι πλούσιο τό ἄφατο ἔλεός Του. Ἐφόσον σκεφτόμαστε τίς ἄπειρες εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς, εἴτε τίς ἀξίζουμε, εἴτε ὄχι, μποροῦμε μέ συμπάθεια νά στρεφόμαστε πρός τόν κάθε ἀδελφό μας, τούς κατά Θεόν ἀδελφούς μας πού εἶναι ὅλοι δυνάμει «συγκληρονόμοι τῆς αἰωνίας ζωῆς».

Στήν συνέχεια ὁ ἕκτος μακαρισμός λέει «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται». Δηλαδή εἶναι μακάριοι ὅσοι ἔχουν καθαρή καί ἀμόλυντη καρδιά, διότι αὐτοί θά δοῦν πραγματικά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ.  Αὐτό καταλαβαίνουμε ὅτι δέν μπορεῖ νά πραγματοποιηθεῖ ἔτσι ἁπλά ὅπως τό ἀκοῦμε. Δέν εἶναι ἐφικτό νά Τόν δοῦμε μέ τούς σωματικούς ὀφθαλμούς μας. Ὁ τρόπος πού μπορεῖ νά γνωρίσει κανείς καί νά ἀντικρίσει τόν Κύριο εἶναι ἐντός τῆς καρδίας του διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Διότι «ὁ ἀόρατος τῇ φύσει, ὁρατός ταῖς ἐνεργείαις γίνεται» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Ὁ Κύριος δέν μπορεῖ νά ψηλαφηθεῖ ὡς μιά ἀνώτατη ὕπαρξη ὁ ἄφατος κατά τήν οὐσία ἀλλά καθορᾶται ἐντός τῆς καρδίας τοῦ πιστοῦ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Ἡ καρδιά εἶναι τό κέντρο τοῦ ἐσωτερικοῦ πνευματικοῦ κόσμου τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πυρήνας ὅλων τῶν ψυχοσωματικῶν δυνάμεών του. Εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος» ὅπως μᾶς λέει ὁ Ἀπόστολος, ὁ «ἔνδον ἄνθρωπος» κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης. Μέσα ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι τό κέντρο τῶν νοήσεων, συναισθημάτων καί βουλήσεων μπορεῖ κανείς νά εἶναι εἴτε ἀκάθαρτος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἀφοῦ ἔχει προηγουμένως παραδώσει τόν ἑαυτό του στήν ἁμαρτία εἴτε ἐάν ἀγωνίζεται νά εἶναι καθαρός ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ἐάν ἔχει καρδιά ἄπλαστο καί ἀπονήρευτο, κατέχει τήν ἁπλότητα, τήν ἀφέλειαν, τήν ἀθωότητα. Τότε ὁμοιάζει τόσο πολύ μέ τά ἄκακα παιδιά,  τά ὁποῖα προσπαθεῖ νά μιμηθεῖ γιά νά ἐμπραγματώσει τόν λόγο τοῦ Κυρίου «Ἐάν μή στραφῆτε καί γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν».

Ὁ ἕβδομος μακαρισμός μᾶς λέει Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται». Ἐάν ἡ θέα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο μεγάλο καί σπουδαῖο ἀγαθό, τό ὁποῖο εἴδαμε στόν προηγούμενο Μακαρισμό, τό νά γίνει ὅμως κανείς παιδί τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα δώρημα τόσο ὑψηλό καί μεγάλο ἀφοῦ μᾶς ἀξιώνει τῆς υἱοθεσίας τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κάνει δηλαδή παιδιά τοῦ Θεοῦ, υἱούς κατά Χάριν Αὐτοῦ. Ἐδῶ φανερώνεται ἡ σωτηριώδης πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους. Μᾶς δείχνει περίτρανα πόσο πολύ μᾶς ἠγάπησεν ὁ Θεός καί πῶς μᾶς περιμένει πότε θά προστρέξουμε πάλι κοντά Του.  Τί μπορεῖ νά βρεθεῖ ἀντάξιο αὐτῆς τῆς δωρεᾶς τοῦ Θεοῦ;

Eἰρηνοποιός εἶναι πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει ἀποκτήσει ἐντός του τήν ἐσωτερική εἰρήνη, ἔχει γαληνεύσει τίς ἐσωτερικές κινήσεις τῆς ψυχῆς του. Μόνον αὐτός δύναται νά δώσει καί στόν πλησίον του ἐξ αὐτῆς. Καί τί τοῦ δίνει; Τοῦ παρέχει αὐτή τήν ἀγαπητική διάθεση προσφορᾶς κάθε ἀγαθοῦ συναισθήματος πού διώχνει μακριά τά ἀντίθετα τῆς εἰρήνης τά ὁποῖα εἶναι τό μῖσος, ἡ ὀργή, ὁ θυμός, ἡ ἀκαταστασία, ὁ φθόνος, ἡ ὑποκρισία, ἡ ταραχή. Γι᾿ αὐτό δέν ἀρκεῖ ὁ εἰρηνοποιός νά εἶναι μόνον φίλος τῆς εἰρήνης, ἤ νά εἶναι πρᾶος καί ὑποχωρητικός. Ἀλλά εἶναι αὐτός πού ἀποφεύγει τήν φιλονεικία καί πασχίζει νά ἐγκαταστήσει τήν εἰρήνη ἐκεῖ ἀπ᾿ ὅπου ἔχει φυγαδευθεῖ. Μ᾿ ἅπλά λόγια εἶναι αὐτός πού δίνει Χριστό.  Ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ: «Ἀπόκτησε, χαρά μου, τό πνεῦμα τῆς εἰρήνης καί τότε χιλιάδες γύρω σου θά βροῦν τή λύτρωση».  

Ἡ εἰρήνη, λοιπόν, δέν ἐννοεῖται ὡς μιά ἔννοια πού ἔρχεται ὅταν θά πάψουν νά ὑπάρχουν σ᾿ ὅλη τήν γῆ ἐμπόλεμες καταστάσεις. Στήν πνευματική ζωή εἶναι ἄλλη ἡ διάσταση τῆς εἰρήνης τοῦ Θεοῦ. Διότι ἡ εἰρήνη ἔρχεται ἀπό τόν «ἄρχοντα τῆς εἰρήνης», ὅπως τόν ἀποκαλεῖ ὁ Προφήτης Ἠσαΐας ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ἀπό τόν Χριστό πηγάζει ἡ εἰρήνη καί αὐτοί πού συνδέονται μαζί Του γίνονται κάτοχοι τῆς ἀληθινῆς εἰρήνης. «Εἰρήνην ἀφίημι ὑμῖν, εἰρήνην τὴν ἐμὴν δίδωμι ὑμῖν», μᾶς λέει ὁ Κύριος στό Εὐαγγέλιο καί μᾶς κάνει μετόχους τῆς δικῆς Του εἰρήνης, ὄχι τῆς εἰρήνης ὡς μιᾶς ἰδεολογίας μέ τήν κοσμική ἔννοια. Γιατί ὅπως μᾶς λέει ὁ ἀπόστολος «Αὐτός ἐστιν ἡ εἰρήνη ἡμῶν».  Γι᾿ αὐτό οἱ ἐργάτες τῆς εἰρήνης ἐργάζονται γιά τόν ἐρχομό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ ἐντός τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων. Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἀνθρώπινες διαστάσεις οἱ ὁποῖες ἔχουν ἰδιότητες πλασματικές, ψεύτικες καί παροδικές. «Ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», μᾶς λέει ὁ Κύριος καί σ᾿ ἄλλο σημεῖο συνεχίζει νά μᾶς λέει ὅτι «οὐ καθὼς ὁ κόσμος δίδωσιν, ἐγὼ δίδωμι ὑμῖν».

Ἡ ἀμοιβή πού κερδίζουν οἱ ἄνθρωποι οἱ εἰρηνοποιοί εἶναι νά ἐξομοιώνονται καί νά υἱοθετοῦνται κατά Χάριν ἀπό τόν Θεό ὡς τέκνα Αὐτοῦ.

Ὁ ὄγδοος μακαρισμός ἔρχεται στήν συνέχεια νά μᾶς πεῖ «Μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν».  Οἱ ἄνθρωποι πού ἀσκοῦν τήν δικαιοσύνη, δηλαδή ὅσοι ἐργάζονται τά ἔργα τῆς ἀρετῆς, ἔρχεται κάποια στιγμή πού θά διωχθοῦν. Θά διωχθοῦν γιά τά πιστεύω τους, γιά τά ἔργα τους, γιά ὅλη τήν ζωή τους. Ὁ Κύριος μᾶς τό φανερώνει ξεκάθαρα μέσα ἀπό τό Εὐαγγέλιο: «Εἰ ἐμέ ἐδίωξαν καί ὑμᾶς διώξωσιν...». Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος μᾶς παρηγορεῖ μ᾿ αὐτό τόν μακαρισμό ἐπαγγέλοντάς μας τίς μέγιστες ἀνταποδόσεις, πού εἶναι ἡ κληρονομιά τῆς Βασιλείας Του. Αὐτός ἦταν ὁ πρῶτος πού ὑπέμεινε τόσα παθήματα καί εἰδικότερα τόν σταυρικό θάνατο καί ἔτσι μᾶς γίνεται παράδειγμα ὑπομονῆς καί ἀντοχῆς ὅταν διωκόμαστε γιά τά ἔργα τῆς δικαιοσύνης.«...Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν.». Καί συνεχίζει νά μᾶς ἐπεξηγεῖ τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο γιά τά ἔργα τοῦ σκότους τά ὁποῖα ἐνεργεῖ ὁ διάβολος: «ἠγάπησαν οἱ ἄνθρωποι μᾶλλον τὸ σκότος ἢ τὸ φῶς, ἦν γὰρ πονηρὰ αὐτῶν τὰ ἔργα. Πᾶς γὰρ ὁ φαῦλα πράσσων μισεῖ τὸ φῶς καὶ οὐκ ἔρχεται πρὸς τὸ φῶς, ἵνα μὴ ἐλεγχθῇ τὰ ἔργα αὐτοῦ». Αὐτή εἶναι ἡ αἰτία πού ὁ Χριστός μισήθηκε καί μισεῖται ἀπό τούς ἀνθρώπους, τούς μή ἔχοντας καλή προαίρεση. Ἐξάλλου «ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται» καί γι᾿ αὐτό ὁ διάβολος ψάχνει συνεργούς στά ἔργα ἐνάντια στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία καταφρονεῖ καί ἀπεχθάνεται. Τά ἔργα πού προέτασσε ὁ Κύριος δέν μποροῦσαν νά γίνουν ἀποδεκτά ἀπ᾿ αὐτούς πού ζοῦσαν μακριά ἀπό τόν Θεό. Αὐτοί εἶχαν ἄλλα φρονήματα, εἶχαν διαφορετικές πεποιθήσεις ἀπ᾿ αὐτές πού ὁ Ἴδιος εὐαγγελιζόταν.  

Σ᾿ αὐτούς πού διώκονται χάριν τοῦ ὀνόματός Του ὁ Κύριος δωρίζει πλούσια ἀγαθά κάνοντάς τους μέτοχους τῆς οὐράνιας Βασιλείας Του. Σ᾿ αὐτούς βρίσκει ἔμπρακτη ἐφαρμογή ὁ προφητικός λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ὁ ὁποῖος λέει στήν Β΄ Πρός Τιμόθεον ἐπιστολή του: «Πάντες οἱ θέλοντες εὐσεβῶς ζῆν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διωχθήσονται».

Ὁ ἔνατος καί τελευταῖος μακαρισμός μᾶς λέει «Μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καί διώξωσι καί εἴπωσι πᾶν πονηρόν ρῆμα καθ᾿ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ. Χαίρετε καί ἀγαλλιᾶσθε ὅτι ὁ μισθός ὑμῶν πολύς ἐν τῷ οὐρανοῖς».

Σ᾿ αὐτόν τόν μακαρισμό ὁ Κύριος μακαρίζει αὐτούς πού διώκονται γιά τήν πίστη τους στόν Χριστό ἀλλά εἰδικεύεται πρός αὐτούς οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦν τό ὄνομα Του. Εἶναι ὅλοι αὐτοί οἱ ὁποῖοι διώκονται, δυσφημοῦνται καί συκοφαντοῦνται χάριν τῆς πίστεώς των εἰς τόν Χριστόν. Αὐτοί οἱ ὁποῖοι διατηροῦν ἀμείωτη τήν παρρησία τους καθότι ἔχουν φρόνημα θαραλλέο καί ἄκαμπτο.  Ἔτσι μ᾿ αὐτόν τόν μακαρισμό, ὁ Κύριος μᾶς χαράσσει ἕναν δρόμο πού δέν εἶναι βέβαια εὔκολος γιά ὅλους μας, εἶναι ὅμως ἀπαραίτητος καί ἀναγκαῖος. Εἶναι αὐτός ὁ δρόμος τῆς ὁμολογίας τοῦ Ἁγίου ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἀπόστολοι, οἱ ἅγιοι οἱ ὁποῖοι ὁμολογοῦσαν τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιό Του, ἀντιμετώπιζαν δεσμωτήρια, φυλακές, ξίφη καί βασανιστήρια. Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ «Καί μή φοβηθεῖτε ἀπό τῶν ἀποκτεννόντων τό σωμα, τήν δέ ψυχή μή δυναμένων ἀποκτεῖναι», ἰσχυροποιεῖ τίς ἀντοχές τους καί τούς κάνει νά μήν φοβοῦνται καθόλου τόν σωματικό θάνατο διότι ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι τόσο ψηλαφητή στήν ζωή τους.  Κανείς ἀπ᾿ αὐτούς δέν κάμπτεται, ἀλλά μένουν σταθεροί στό ἱερό χρέος τῆς ὁμολογίας.

Μαζί μέ τούς διωγμούς ὁ διάβολος ὡς ἀρχηγέτης τοῦ κακοῦ μπορεῖ νά διεγείρει καί ψυχικά μαρτύρια. Ἐπειδή οἱ ὀπαδοί τοῦ Κυρίου ὑπερασπιζόμενοι τήν ἀλήθεια ἔχουν φρόνημα γεμᾶτο ἀνεξικακία καί φιλαδελφία, οἱ διῶκτες τους ὑποκινούμενοι ἀπό τόν διάβολο, χρησιμοποιοῦν «πᾶν πονηρόν ρῆμα» κατ᾿ αὐτῶν, ψευδόμενοι ἐλπίζοντας νά τούς καθυποτάξουν. Ὥστε μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ἐνεργοποιοῦν τό μυσαρό ἔργο τῆς συκοφαντίας ὡς φοβερό ὅπλο ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἄνθρωποι πάλι πού συκοφαντοῦν ὁμοιάζουν μέ τόν διάβολο ὁ ὁποῖος πάντοτε σπέρνει διαβολές, καθότι αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος συκοφάντης κατά τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτό, ὅταν κανείς ὀνειδίζεται, διώκεται καί συκοφαντεῖται διά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ φθάνει σέ ὕψη ἀρετῆς καί ἀγωνίζεται νά ὁμοιάσει μέ τόν Χριστό ὁ ὁποῖος «λοιδορούμενος οὐκ ἀντελοιδώρει καί πάσχων οὐχ ἠπείλει». Ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει γίνει ξένος μέ τόν κόσμο καί μέ τό φρόνημα αὐτοῦ, τό ὁποῖο εἶναι ἡ ἁμαρτία, διότι ὁ Κύριος τόν «ἐξέλεξεν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» καί ἔτσι φθάνει στό μεγάλο χάρισμα νά πάσχει γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.

***

Μέσα στό ἔτος πού μᾶς πέρασε εἴδαμε τούς Μακαρισμούς αὐτούς τοῦ Κυρίου. Εἶναι αὐτό τό σωτήριο ἄγγελμα τοῦ Θεοῦ πρός τούς ἀνθρώπους γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στήν προπτωτική κατάσταση πού εἴχαμε καί χάσαμε μετά τήν παράβαση, τήν πτώση καί τήν ἕξωση ἀπό τόν παράδεισο τῆς τρυφῆς ὅπου ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε μαζί μέ τόν Θεό. Ἔτσι γινόμαστε μέτοχοι τῆς διδασκαλίας τοῦ Χριστοῦ. Γινόμαστε μέτοχοι τῆς διδασκαλία τοῦ Κυρίου ὅπως τήν παρέδωσε στούς ἀποστόλους καί ἔτσι γινόμαστε κι ἐμεῖς μαθητές Αὐτοῦ καί ἀκόλουθοι. Ἡ μακαριότητα πού ἀναλύσαμε καί εἴδαμε πόσο πολύ ταιριάζει στά ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ καί συναισθανθήκαμε τήν δική μας ἀνάγκη γιά ἐπιστροφή στόν Θεό ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία ζεῖ ἀκόμη μέσα μας καί δέν μᾶς ἀφήνει νά φθάσουμε σ᾿ αὐτή τήν μακαριότητα πού ἐπαγγέλεται ὁ Κύριος, διότι εἴμαστε ἄνθρωποι τρεπτοί, ἐπιρρεπεῖς στά πάθη τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς.

Ὅλες οἱ ἀρετές πού μακαρίζονται ἀπό τόν Κύριο εἶναι ὡσάν συνεχόμενες βαθμίδες τίς ὁποῖες ἀνερχόμαστε ἀνεβαίνοντας μιά πνευματική ἀνάβαση. Ἀνεβαίνοντας κανείς τήν πρώτη πού εἶναι ἡ ταπεινοφροσύνη σιγά-σιγά ἑλκύεται καί στίς ὑπόλοιπες. Θέτοντας αὐτήν ὡς βάση ἀφοῦ ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀρετῶν προχωρεῖ στήν πραότητα, στό πένθος, στήν πείνα καί δίψα γιά τήν δικαιοσύνη, στήν ἐλεημοσύνη, στήν καθαρότητα, στήν εἰρήνη, στήν ὑπομονή στούς διωγμούς καί στά μαρτύρια καί στό τέλος κερδίζει ὁ πιστός τό ἄφθαρτο στεφάνι τῆς οἰκειώσεώς του μέ τό ἀγαθό, πού εἶναι ὁ ἴδιος Θεός. Στήν πραγματικότητα γινόμαστε μέτοχοι τῶν καρπῶν καί χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὅπως μᾶς τά παραδίδει ἡ Ἐκκλησία ὡς κιβωτός τῆς σωτηρίας μας. Ἔχοντας αὐτήν τήν διαβεβαίωση ἀπό τόν Κύριο θά προγευόμαστε ἀπό αὐτή τήν ζωή τόν ἀρραβώνα καί τήν δωρεά τῆς Βασιλείας του, ἀφήνοντας νά ἐφαρμόζεται ὁ λόγος τοῦ Κυρίου «ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἐντός ὑμῶν ἐστί» ἀγωνιζόμενοι νά φθάσουμε νά  γίνουμε οἰκεῖοι μέ τόν Θεό ὁ ὁποῖος μᾶς προτρέπει «ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί».

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου