Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Ἔνας χρόνος στήν αἰωνιότητα...

Γέροντος Χρυσοστόμου Β΄  Καθηγουμένου τοῦ Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου: λόγος ἐπιμνημόσυνος εἰς τόν ἀοίδιμον Πατέρα ἡμῶν Χρυσόστομον

 

Μακάριοι οἱ ἄμωμοι ἐν ὁδῷ, οἱ πορευόμενοι ἐν νόμῳ κυρίου.

Μακάριοι οἱ ἐξερευνῶντες τά μαρτύρια αὐτοῦ,

ἐν ὅλῃ καρδίᾳ ἐκζητήσουσιν αὐτόν.


 Ἡ ἑορτή τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας» ὁρόσημο γιά τό  Ἱερό Κοινόβιο

Μέ ἰδιαίτερη τιμή σᾶς καλοσωρίζουμε στό Ἱερό Κοινόβιο Ὁσίου Νικοδήμου, μετόχιο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους. Σήμερα εἶναι ἡ ἑορτή τῆς ἐφεστίου εἰκόνος τοῦ Καθολικοῦ μας, τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας», ἡ ὁποία μάλιστα εἶναι τό πρῶτο ἀντίγραφο πού ἐξῆλθε τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἡ Παναγία μας, ὅπως κάποτε ἔσωσε τό Βατοπαίδι, ἔτσι καί σήμερα μᾶς προτρέπει: μήν ἀνοίγετε τήν πόρτα τῆς ψυχῆς σας στήν ἀπιστία, στή βλασφημία πρός τά θεῖα, στόν φόβο τοῦ θανάτου καί στήν ἀθεΐα, θά πάθετε μεγάλο κακό.

Καί φέτος, ὅπως καί πέρυσι, ὁ καλός μας Γέροντας δέν ἑορτάζει μέ τή σωματική του παρουσία τήν ἱερά αὐτή Πανήγυρη «τῆς Μάνας μας», ὅπως τρυφερά ἀποκαλοῦσε τήν Κυρία Θεοτόκο. Συνεορτάζει ὅμως τήν ἑορτή της στόν οὐρανό καί συγχαίρει μέ τούς Ἀρχαγγέλους, τόν ὅσιο Νικόδημο, τόν ὅσιο Σίμωνα τόν Μυροβλύτη, τόν ὅσιο Μάξιμο τόν ὁμολογητή, τόν ὅσιο Μάξιμο τόν Γραικό. Ὅλοι μαζί πρεσβεύουν στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ καί στήν Κυρία τῶν Οὐρανῶν, τήν Παναγία μας, καί παρακαλοῦν τόν Θεό νά εὐλογεῖ καί νά ἐλεεῖ ἐμᾶς τούς ταπεινούς δούλους του. Ἡ θεολογία καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο, μᾶς διαβεβαιώνουν πώς ὁ Γέροντας παρευρίσκεται μέ μυστικό τρόπο καί τώρα ἐδῶ μαζί μας...

Μέσα στό Μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας πού μόλις τελέσαμε, συναντηθήκαμε μέ τόν Χριστό μας. Γιά μιά ἀκόμη φορά ὁ Χριστός μας ὑπῆρξε ὁ τελεστής τοῦ μεγίστου ἐπί γῆς Μυστηρίου τῆς θείας Λειτουργίας διά τῶν χειρῶν τῶν ἱερέων, ἀλλά ὑπῆρξε καί ὁ τελούμενος, ὁ θυσιαζόμενος, προκειμένου νά προσφερθεῖ σέ ὅλους ἐμᾶς τούς πιστούς. Γιά νά κάνει τό αἷμα μας Αἷμα Του καί τό σῶμα μας Σῶμα Του διά τῆς μεταλήψεως τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Συναντηθήκαμε ἐπίσης μυστικά μέ τίς ψυχές καί ὅλων τῶν κεκοιμημένων πιστῶν –καί τοῦ καλοῦ μας Γέροντα βεβαίως–, τά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἐμνημονεύθησαν στήν ἁγία Πρόθεση. Ὅλες μαζί οἱ ψυχές ζώντων καί κεκοιμημένων πού ἐμνημονεύθησαν στήν ἁγία Πρόθεση, εὑρίσκοντο μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο μαζί μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου μας. 

Ἔτσι, σιγά σιγά, ἐφθάσαμε σέ τούτην τήν ὥρα τῆς χαρμολύπης...

Ἡ ἀνακύκληση τοῦ χρόνου μᾶς ἔφερε στό ὁρόσημο αὐτό τῆς ἑορτῆς τῆς Παναγίας τῆς «Παραμυθίας». Ἀπό τοῦδε καί στό ἑξῆς γιά τό μοναστήρι μας ἡ σημερινή ἡμέρα δέν θά εἶναι μόνον ἐπέτειος τῆς Πανηγύρεως τῆς Παναγίας. Θά εἶναι καί ἐπέτειος τῆς ἀνόδου τῆς ψυχῆς τοῦ Γέροντα στόν οὐρανό, τῆς ὁριστικῆς πολιτογράφησεώς του στά κατάστιχα τῆς ἄνω Βασιλείας καί τῆς ἔναρξης τοῦ οὐράνιου μοναχολογίου μέ πρῶτο, ὅπως πάντα, τόν Γέροντα. Ἡ λέξη «μνημόσυνο» συνήθως παραπέμπει στό πένθος, στήν κατάνυξη, στήν περισυλλογή· καί ὄντως ἔτσι εἶναι. Νοιώθουμε παράλληλα πώς ἑορτάζουμε τά προοίμια μιᾶς καταστάσεως πού σιγά-σιγά ἀνατέλλει –μέσα στήν καρδιά μας ἀσφαλῶς–, ἡ ὁποία μᾶλλον προσιδιάζει στόν χρόνο πρό τῆς ἀπονομῆς ἐπάθλου σέ ἕναν ὀλυμπιονίκη. 


Λοιμός στήν Αἴγυπτο – πῶς τόν ἀντιμετώπισαν οἱ χριστιανοί

Καί δέν εἶναι ἄκαιρο τούτη τή στιγμή νά θυμηθοῦμε μιά παλιά ἱστορία. Κάποτε σέ ὅλη τήν Αἴγυπτο καί στά μοναστήρια τοῦ ἁγίου Παχωμίου πού ἀριθμοῦσαν δέκα χιλιάδες μοναχούς εἶχε ἐνσκήψει φοβερή θανατηφόρος ἐπιδημία. Ἐξαιτίας αὐτῆς ἀπέθανε πλῆθος μοναχῶν καί ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Παχώμιος. Τήν ὥρα πού ὁ θάνατος ἐθέριζε λαϊκούς καί μοναχούς, οἱ μοναχοί τοῦ  ἁγίου Παχωμίου φορώντας λευκούς χιτῶνες  ἐλιτάνευαν καί ἔλεγαν μέ εὐγνώμονα ψυχική διάθεση: «ὁ οὐρανός ἄρχισε τήν συγκομιδή».

Καί ὁ καλός μας Γέροντας, ἐν μέσῳ δύσκολων συνθηκῶν πού διαρκοῦν μέχρι σήμερα, ἐκλήθη ὡς καλός καρπός ἀπό τόν οὐράνιο Γεωργό γιά νά ἐναποτεθεῖ εἰς τόν οὐράνιο σιτοβολώνα ἄχρι τῆς Παλιγγενεσίας. Ζοῦμε πράγματι σέ χαλεπούς καιρούς καί φαίνεται ὅτι ὁ οὐρανός ἔχει ἀρχίσει τήν συγκομιδή τῶν ἐκλεκτῶν εἰς τήν ἄνω Βασιλεία.

Ἐνθυμούμεθα ἀκόμη ὅτι ὁ Γέροντας, πολύ πρίν ἐνσκήψει αὐτή ἡ δοκιμασία, σέ ἀνύποπτο χρόνο εἶχε ζητήσει ὡς χάρη ἀπό τόν Θεό νά μή «φύγει» κάποιο παιδί του πρίν ἀπό τόν ἴδιο. Ἔλεγε χαρακτηριστικά: «Νά μήν δώσει ό Θεός νά δῶ κάποιο παιδί μου νά κλείνει τά μάτια»... Καί πράγματι ἔτσι ἔγινε...

Ἄς ξετυλίξουμε τώρα τό ὑφάδι τοῦ λόγου καί ἄς ποῦμε κάποια λόγια γιά τόν καλό μας Γέροντα, λόγια ἀληθινά, ψυχωφελῆ καί ἴσως γιά κάποιους πρωτόγνωρα. Οὐδέποτε ἐξήραμε τά χαρίσματα τοῦ Γέροντα ὅσο ζοῦσε στόν παρόντα βίο. Γνωρίζουμε ὅτι δέν ἦταν ἀρεστό στόν Γέροντα νά τόν ἐπαινοῦν. Αὐτά πού θά ποῦμε σήμερα δέν βλάπτουν τήν ψυχή του ἐκεῖ στίς οὐράνιες ἀψίδες ὅπου τώρα βρίσκεται ἀσφαλισμένη ἀπό τόν ἰό τῆς κενοδοξίας. Ἀντίθετα ὠφελοῦν ὅλους ἐμᾶς πού ἀκόμη ἀγωνιζόμασθε στόν στίβο τῆς παρούσης ζωῆς. Ἄς μᾶς συγχωρέσει πού θά ποῦμε κάποια πράγματα γι᾿ αὐτόν, πού ἐνδεχομένως νά ἐκληφθοῦν ὡς ἐπαινετικά, ἐνῶ ἁπλῶς εἶναι ἡ ἀλήθεια τῶν πραγμάτων. 

 

Παλαιοδιαθηκικά ἀναγνώσματα

Πιστεύουμε ταπεινά ὅτι ἡ ψυχή τοῦ Γέροντά μας βρίσκεται στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Ἀπό κάποιους πού ἔχουν κοσμικό φρόνημα ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτοῦ καί ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα. Κι ὅμως, ὁ ἀοίδιμος Γέροντας Χρυσόστομος ἐστίν ἐν εἰρήνῃ. Ἐκοιμήθη πλήρης ἐλπίδος ἀθανασίας. Πρός ὥρας δοκιμάσθηκε, ἀλλά πάρα πολύ εὐεργετήθηκε. Ἡ κεφαλή του ἐκοσμήθη μέ μαρτυρικό στεφάνι. Ὡς πρώτη προτεραιότητα εἶχε πάντα τόν Θεό. Ἔκανε πράξη κάθε του λόγο. Ἔλεγε: «Δέν θά ζήσουμε σάν τά ποντίκια. Ἀνώτερη καί ἀπό τήν ὑγεία εἶναι ἡ ἐλευθερία καί ἡ πίστη στόν Χριστό. Γιά μᾶς φάρμακο ζωῆς αἰωνίου, ἀναιρετικό τῆς ἁμαρτίας καί ἀντίδοτο τοῦ θανάτου, εἶναι τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ». Ὁ Θεός τόν δοκίμασε μέ πειρασμούς καί τόν βρῆκε ἄξιο νά συγκαταλεχθεῖ στούς υἱούς Του. Τόν δέχθηκε ὡς ὁλοκάρπωμα θυσίας.  

Οἱ δίκαιοι ζοῦν αἰωνίως μαζί μέ τόν Θεό καί ἡ ἀνταμοιβή δίνεται σ᾿ αὐτούς ἀπευθείας ἀπό τόν Κύριο. Τούς φροντίζει ὁ Κύριος. Φρονοῦμε πώς καί ὁ Γέροντάς μας, διά τό πλῆθος τῆς ἀγάπης πού εἶχε πρός τόν Θεό ἀλλά καί γιά τό πλῆθος τῆς ἀγάπης πού εἶχε ὁ Θεός γιά τόν Γέροντα, ἀνήκει πλέον σέ αὐτούς πού ζοῦν αἰωνίως κοντά Του. Οἱ Ἅγιοι θά λάβουν ἀπό τά χέρια τοῦ Κυρίου τήν ἔνδοξη Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, τό βασιλικόν διάδημα τοῦ αἰωνίου κάλλους. Ἔχουμε τήν πεποίθηση ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι ἤδη στεφανωμένος μέ τό διάδημα τῆς νίκης ἐκ χειρός τοῦ Κυρίου.

Ὁ δίκαιος ἐάν ἀναχωρήσει πρόωρα ἀπό τήν παροῦσα ζωή, θά βρεθεῖ σέ ἀνάπαυση, ἀναφέρεται στή Σοφία Σολομῶντος. Καί ἐμεῖς πραγματικά αἰσθανθήκαμε πώς ἦταν πρόωρη ἡ ἀναχώρηση τοῦ Γέροντα. Ὁ Γέροντας ἦταν ἀκμαῖος, εἶχε μέσα του ζωή. Τό σεβαστό γῆρας δέν εἶναι τό πολυχρόνιον οὔτε μετριέται μέ ἀριθμό ἐτῶν. Τά ἄσπρα μαλλιά εἶναι ἡ σύνεση καί ἡ μεγάλη ἡλικία εἶναι ὁ ἀνεπίληπτος βίος. Ὁ Γέροντάς μας διακρινόταν καί ἀπό τά λευκά μαλλιά ἀλλά καί ἀπό τήν σύνεση. Εὐαρέστησε τόν Θεό καί ἀγαπήθηκε ἀπό Αὐτόν. Ἐνῶ ζοῦσε μεταξύ ἁμαρτωλῶν, δέν παρασύρθηκε ἀπό τήν ἁμαρτία καί μετετέθη στούς οὐρανούς. Ἡρπάγη, ἔφυγε πρόωρα, ἀδόκητα ἀπό ἀνάμεσά μας, προκειμένου ἡ προσευχή του νά εἶναι τώρα πιό ἀποτελεσματική ἀπό ἐκεῖ ψηλά, ὥστε ἡ κακία καί ἡ ἁμαρτία νά μήν ἀλλάξει τή δική μας σύνεση καί φρονιμάδα ἤ νά μήν ἀπατήσει δόλος τήν ψυχή μας.

Ἡ Σοφία Σολομῶντος μᾶς προειδοποιεῖ ὅτι ἡ ἕλξη πού ἀσκεῖ ἡ φαυλότητα εἶναι δυνατόν νά διαφθείρει, νά ἀμαυρώσει τά καλά καί ὁ ρεμβασμός τοῦ νοῦ σέ ἄτοπες ἐπιθυμίες εἶναι δυνατόν νά διαστρέψει ἀκόμη καί τόν ἄκακο νοῦ. Αὐτά στή συγκεκριμένη περίπτωση ἰσχύουν γιά μᾶς τούς περιλειπομένους. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ εὐάλωτοι. Γιά χάρη μας ἀναχώρησε ὁ Γέροντας, γιά νά προλάβει νά μεσιτεύσει πρός τόν Χριστό μας ἐκ τοῦ σύνεγγυς, ὥστε εἰ δυνατόν κανείς ἀπό ἐμᾶς νά μήν χάσει τό βραβεῖο τῆς ἄνω κλήσεως. Ἔφθασε ὁ Γέροντας στήν τελειότητα μέσα σέ μικρό χρονικό διάστημα, σάν νά ἔζησε πολλά ἔτη. Ἦταν ἀρεστή στόν Κύριο ἡ ψυχή του, γι᾿ αὐτό ἔσπευσε ἡ ἴδια νά φύγει ἤ μᾶλλον ὁ Θεός ἔσπευσε νά τήν πάρει μέσα ἀπό τήν πονηρή ἐποχή μας. Ὅμως οἱ ἄνθρωποι οἱ ἔχοντες κοσμικό φρόνημα, ὅταν εἶδαν τήν πρόωρη ἐκδημία του, δέν κατανόησαν τήν αἰτία της, δέν ἀναρωτήθηκαν γιά ποιό λόγο ἀνηρπάγη ὁ Γέροντας. Δέν γνώριζαν ὅτι ὁ Θεός παρέχει τήν χάρη Του καί τό ἔλεός Του σέ ἐκείνους πού ἐξέλεξε, ὅτι ἐπισκέπτεται μέ εὔνοια τούς ὁσίους καί τούς ἀφοσιωμένους σέ Αὐτόν. 

Ἡ μνήμη σου, Γέροντα, συνοδεύεται μέ ἐγκώμια καί ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ κατέρχεται ἐπάνω στήν κεφαλή σου. Εἶσαι εὐτυχής, Πατέρα μας, πού ἀπό μικρός ἀξιώθηκες νά γνωρίσεις τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Εἶσαι μακάριος, ἐπειδή ἁπλόχερα σοῦ δόθηκε ἀπό τόν Θεό φρόνηση καὶ σύνεση. Εἶσαι μακάριος, διότι ἐφύλαξες τάς ὁδούς τοῦ Κυρίου.

 

Διδάγματα ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Γέροντα

Εἶναι γεγονός, ἀδελφοί μου, ὅτι μέσα ἀπό αὐτήν τήν δοκιμασία μας γίναμε περισσότερο φιλάνθρωποι στόν πόνο τοῦ πλησίον. Ἐπειδή δοκιμάσαμε πειρασμό, δυνάμεθα νά βοηθήσουμε αὐτούς πού διέρχονται πειρασμό. Μέχρι τότε, ὅταν κάποιος ζητοῦσε προσευχή γιά τόν ἴδιο ἤ γιά ἄλλον πού κινδύνευε, μνημονεύαμε τό ὄνομα στήν ἁγία Πρόθεση καί στήν Παράκληση καί προσευχόμασταν καί οἱ ἴδιοι. Ὁ Θεός παραχώρησε νά γευθοῦμε καί  ἐμεῖς οἱ ἴδιοι τόν πόνο. Πάθαμε καί μάθαμε. «Τά θεῖα παθαίνονται, δέν μαθαίνονται», λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες. Μποροῦμε πλέον νά συμμετάσχουμε ἐμπειρικά στόν πόνο τοῦ συνανθρώπου καί νά ἀρθρώνουμε λόγους παρηγορίας καί ἐνίσχυσης στόν πονεμένο, σέ αὐτόν πού ἡ καρδία του σπαράσσεται, ἐπειδή ἔχασε προσφιλές πρόσωπο. Νά ἐκφράσουμε λόγους βγαλμένους ἀπό τήν πείρα πού θά τόν βοηθήσουν νά σηκώσει τόν σταυρό του. 

Ἐξοικειωθήκαμε λοιπόν ὥς ἕνα βαθμό μέ τό μυστήριο τοῦ θανάτου, τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα, ἄχρι τῆς Δευτέρας Παρουσίας. Εἰσερχόμενοι καί ἐξερχόμενοι ἀπό τόν ναό γιά τίς ἱερές Ἀκολουθίες ἔχουμε πάντα ἐνώπιόν μας τό μνῆμα τοῦ Γέροντά μας. Ἐκεῖ μέ πολλή ἀγάπη καί σεβασμό σκύβουμε, προσκυνοῦμε καί παίρνουμε εὐχή, ὅπως παίρναμε εὐχή ὅταν τόν εἴχαμε μαζί μας σέ τούτη τή ζωή. Τό μνῆμα εἶναι προσφιλής μας τόπος ὅλες τίς ὧρες τῆς ἡμέρας ἀλλά ἀκόμη καί τῆς νύχτας. Εἶναι γιά μᾶς ἕνας μικρός κῆπος τῆς Ἐδέμ, ἕνας χῶρος γαλήνης, εἰρήνης, καταλλαγῆς καί ἀνοικτῆς ἐπικοινωνίας μέ τούς οὐρανούς καί μέ τόν καλό μας Γέροντα. Τό μνῆμα φέρνει στή μνήμη μας τά διδάγματα, τούς λόγους καί τίς ὑποθῆκες τοῦ Γέροντα, τίς ὁποῖες προσπαθοῦμε καί ὀφείλουμε νά τηροῦμε. 

Κάθε φορά πού ἀντικρίζουμε τόν τάφο σου, πεφιλημένε μας Πατέρα, μέσα στό στῆθος ἡ καρδιά μας πάλλεται «μεγάλῃ τῇ φωνῇ» κρά­­ζοντας: «μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς».

Καί παίρνουμε μυστικά τήν ἀπάντηση πού λίγες μόλις μέρες πρίν φύγεις –προφητικά σχεδόν– μᾶς εἶχες πεῖ: «Νά ξέρετε ὅτι δέν πρόκειται νά σᾶς ἀποχωρισθῶ, γιατί ἀληθινά εἰς τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει “ἐδῶ” καί “ἐκεῖ”. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἄν φύγω», μᾶς εἶπες, «θά σᾶς εὐλογῶ ἀπό τούς οὐρανούς».

Ἐκπληρώνεται ἔτσι αὐτό που εἶχες γράψει στή διαθήκη σου, καλέ μας Πατέρα. Μᾶς προέτρεπες: «Παιδιά μου, σᾶς θέλω κοντά μου. Κάθε βράδυ θέλω νά βρίσκεσθε κοντά μου καί νά σκέπτεσθε τίς συνάξεις καί τίς συμβουλές πού σᾶς ἔδωσα καί τήν ἡμέρα νά προσπαθεῖτε νά κάνετε πράξη τά λεγόμενά μου». 

Ὥστε, σεβαστέ μας Γέροντα, σέ σένα βρῆκε ἀληθινά ἐκπλήρωση τό γραφικό λόγιο: «ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει».

 Ἐσύ ὁ ἴδιος μᾶς τό ἐπαναλάμβανες τακτικά, προετοιμάζοντάς μας σιγά σιγά γιά τοῦτες τίς στιγμές.

Ποτέ μέχρι πρίν ἀπό τήν ἐκδημία τοῦ Γέροντά μας δέν εἶχε ἐξοικειωθεῖ τόσο πολύ ἡ ζωή μας μέ τόν θάνατο. Ὁ Γέροντας μέσα ἀπό αὐτήν τή δοκιμασία μᾶς δίδαξε καί αὐτό. Ἡ προσμονή τῆς συναντήσεως μαζί του μᾶς κάνει νά ἔχουμε πλέον μιά ἄλλη θεώρηση τοῦ θανάτου. Μᾶς ἔχει γίνει, τρόπον τινά, πιό οἰκεῖος. Ἡ νέκρωση τοῦ γεώδους φρονήματος καί ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ὁδός διά τῆς ὁποίας ἔχουμε σέ αὐτή τήν ζωή τήν εὐκαιρία νά συναντήσουμε «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» τόν Χριστό, τήν Παναγία, τούς Ἀγγέλους καί τούς Ἁγίους καί μαζί τόν καλό μας Γέροντα. Μέ τόν χωρισμό τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα πραγματοποιεῖται ἡ προσωπική συνάντηση τῆς ψυχῆς μέ τόν Θεό.

 Κάθε μέρα πού περνᾶ λοιπόν μᾶς φέρνει πιό κοντά στή μεγάλη συνάντηση μέ τόν Χριστό, στή μεγάλη συνάντηση μέ τόν Γέροντα, ἄν βεβαίως ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς οἱ ταπεινοί τῆς ἐκ δεξιῶν παραστάσεως. 

Βιώνουμε ἤδη ἐμπειρικά αὐτά πού ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας.

 

 Ἀντίφωνα ἀπό τό  Ἐξοδιαστικόν

Σωτήρα καί Κύριε τῆς ζωῆς μας, οἱ ἐπαγγελίες Σου τίς ὁ­ποῖες μάτι δέν εἶδε καί αὐτί δέν ἄκουσε καί στήν καρδιά ἀνθρώπου δέν ἀνέβηκαν, ξεπερνοῦν κάθε ἀνθρώπινη προσδοκία. Εὐδόκησε λοιπόν ὥστε ὁ Γέροντάς μας πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας καί ἦλθε κοντά Σου νά τύχει τῆς γλυκείας μετοχῆς τούτων καί χάρισέ του τήν αἰώνιο ζωή. Μά πάλι διερωτώμεθα, ἄν ἀπό αὐτήν τήν ζωή ὁ μεταστάς ἤδη γευόταν αὐτές τίς εὐλογίες, ἄραγε θά τίς στερηθεῖ στήν αἰώνια καί ἀληθινή;

Στήν τελευταία μας σύναξη, ὅταν πλέον νοσοῦσε σοβαρά, μᾶς εἶχε ἀποκαλύψει πώς ἀπό μικρό παιδί βίωνε τέτοιες οὐράνιες εὐλογίες στή ζωή του.

Χριστέ μου, φώτισε μέ τό φῶς, τήν λάμψη καί τήν ὀμορφιά τοῦ προσώπου Σου τόν καλό μας Γέροντα πού ἔφυγε ἀπό κοντά μας πρός Ἐσένα, τοποθετώντας τον σέ δροσερό λειμῶνα, στά ὕδατα τῆς δικῆς Σου τελείας καί θείας ἀναπαύσεως, στούς ἐπιθυμητούς κόλπους τοῦ προπάτορα Ἀβραάμ. Ἐκεῖ πού ὁ μεταστάς μπορεῖ νά δεῖ τό φῶς Σου καθαρά καί ἐκεῖ πού πηγάζουν οἱ πηγές τῆς καλοσύνης. Ἐκεῖ πού χορεύουν καί χαίρονται μέ πολύ μεγάλη ἀγαλλίαση οἱ χοροί τῶν Δικαίων γύρω ἀπό τήν δική Σου ἀγαθότητα. Ἔχοντας κατατάξει τόν ἀγαπημένο μας Γέροντα μαζί μέ αὐτούς, χορήγησέ του τό μέγα Σου ἔλεος.

Χάρισέ του φωτισμό ἀπό τήν ὡραιότητα τοῦ κάλλους Σου. Νά ἀπολαμβάνει καί νά χαίρεται καθαρότερα τῆς γλυκείας καί εὐχάριστης συναναστροφῆς μαζί Σου. Ἐκεῖ πού γύρω ἀπό τόν θρόνο Σου χορεύουν ἄγγελοι καί οἱ δῆμοι τῶν Ἁγίων τόν κυκλώνουν ἁρμονικά. Μαζί μέ αὐτούς δώρησε στόν καλό μας Πατέρα τήν ἀνάπαυση καί τό μέγα Σου ἔλεος.

Ὡς βασιλέας ὑπέγραψες τήν ἐλευθερία μας, Χριστέ μας, μέ ἐρυθρά χρώματα, ἀφοῦ αἱμάτωσες τά δάκτυλά Σου καί τά κοκκίνισες στό αἷμα Σου. Γι᾿ αὐτό καί ἐμεῖς τώρα μέ πίστη σέ ἱκετεύουμε, συναρίθμησε τόν Γέροντά μας μέ τούς πρωτοτόκους Σου. Τόν ἀγάπησες ἐνῶ ἦταν ἀκόμη μικρό παιδάκι καί τόν κάλεσες νά ποιμάνει τά πρόβατά Σου. Ὑπακούοντας στό θέλημά Σου, ὅλη ἡ ζωή του ἦταν μία εὐώδης θυσία πρός Ἐσένα, γι᾿ αὐτό ἀξίωσέ τον νά ἐπιτύχει τῆς χαρᾶς τῶν Δικαίων Σου.


 Ὁ Γέροντας ζεῖ αἰωνίως ἐν Χριστῷ. Ζεῖ μέσα μας.

Ἀδελφοί μου, ὁ φιλόσοφος βίος τοῦ μοναχοῦ λέγεται καί εἶναι μελέτη θανάτου. Ζήσαμε τόν θάνατο ἀπό κοντά, ἤρθαμε πρόσωπο πρός πρόσωπο μέ αὐτόν. Κάποιο βράδυ, λίγο πρίν φύγει ὁ Γέροντας, εἶπε: «Κάθε βράδυ μπορῶ νά γράψω ἕνα βιβλίο Θεολογίας. Προθάλαμος τῆς Θεολογίας εἶναι ὁ τάφος. Πρέπει νά ἀντικρίσεις τόν θάνατο, γιά νά νοιώσεις τήν ζωή. Τό κρεβάτι τοῦ πόνου εἶναι τό καλύτερο σχολεῖο».

Ἐνώπιον τοῦ μνήματος εὑρισκόμενοι, ἀπευθυνθήκαμε υἱϊκά πρός τόν κεκοιμημένο Γέροντά μας. Ἐπαναλάβαμε καί ἐμεῖς τήν ἴδια ἐρώτηση πού ἔκανε πρός τόν Ἀκάκιο, τόν κεκοιμημένο ὑποτακτικό, ὁ Γέροντάς του (τό περιστατικό ἀναφέρεται ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος). Ρωτήσαμε λοιπόν: 

-Σεβαστέ μας, Γέροντα, ἀπέθανες;  

Καί ἐκεῖνος, δείχνοντας πόση παρρησία ἔχουν οἱ γνήσιοι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ καί σέ αὐτήν τή ζωή ἀλλά πολύ περισσότερο μετά θάνατον, ἔδωσε ἀπόκριση μέσα στήν καρδιά μας: «Πῶς εἶναι δυνατόν, παιδιά μου, νά πεθάνει ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι ἐργάτης τῆς ἀρετῆς, πού ἀγαπᾶ τόν Θεό καί κάνει ὑπακοή στό θέλημά Του;». 

«Ὁ τὸν λόγον μου ἀκούων καὶ πιστεύων τῷ πέμψαντί με, ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ εἰς κρίσιν οὐκ ἔρχεται, ἀλλὰ μεταβέβηκεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν», εἶπεν ὁ Κύριος. Καί «ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ κάν ἀποθάνῃ ζήσεται».

Σεβαστέ μας Γέροντα, μετὰ τή ἐκδημία σου μᾶς βεβαίωσες μέ πολλές ἀποδείξεις ὅτι εἶσαι πράγματι ζωντανός ἐν Χριστῷ.

Ναί, διά γεγονότων καί δι᾿ ἔργων θαυμαστῶν ἕνα χρόνο τώρα μᾶς διαβεβαιώνεις ὅτι ζεῖς ἐν Χριστῷ καί ὅτι δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πού ἀγάπησε καί διακόνησε τόν Θεό νά χαθεῖ στό σκοτάδι τοῦ θανάτου. Πόσες φορές οἱ ἀπαντήσεις πού δίνουμε σέ πιστούς δέν τούς ἐντυπωσιάζουν καί δέν μᾶς λένε: «αὐτό ἀκριβῶς μοῦ εἶπε καί ὁ Γέροντας ὅταν πρό καιροῦ τόν ρώτησα τό ἴδιο πράγμα, αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀπάντηση μοῦ ἔδωσε καί ἐκεῖνος»!

Ὅπως ὁ ἀπόστολος Παῦλος μαρτυροῦσε ὅτι «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός», ἔτσι καί ἐμεῖς οἱ ταπεινοί ὑποτακτικοί τοῦ Γέροντος μαρτυροῦμε πώς ζεῖ ἐν ἡμῖν ὁ Γέροντας. Ἀναγνωρίζουν οἱ ἀδελφοί καί οἱ πιστοί πώς «ἔτσι ἔλεγε ὁ Γέροντας (ὅπως λέτε τώρα ἐσεῖς), ἔτσι ἔκανε ὁ Γέροντας (ὅπως κάνετε τώρα ἐσεῖς)». Καί αὐτό ἀπό ἐμᾶς ἐξέρχεται αὐθόρμητα καί ὄχι προμελετημένα. Τό ψαλμικό «Προορώμην τόν Κύριον ἐνώπιόν μου διά παντός» ἔχει γίνει σ᾿ ἐμᾶς «Προορώμην τόν Γέροντα ἐνώπιόν μου διά παντός»...


Ὁ Γέροντας πρότυπο ὑπομονῆς, δοξολογίας καί ἀνδρείας

Ἀγαπημένε μας Πατέρα,

Σέ βλέπαμε σαράντα χρό­­νια νά μετέρχεσαι ἐνσυνεί­δητα τό διακόνημα τοῦ Γέροντα. Ὕστερα τό ἐναπέθεσες ἥ­συχα ἥσυχα, τό ἀπεκδύθηκες, γιά νά δώσεις τήν τελευταία πνευματική σου πάλη ἐπί γῆς, γιά νά κανονίσεις τά τῆς μεταβάσεώς σου στόν οὐρανό. Ἀποκαλυπτόταν στά μάτια μας, πίσω ἀπό τό οἰκεῖο πρόσωπό σου, τό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου πού ἀγάπησε ἀπό νεότητος τόν Θεό, πού διψοῦσε διακαῶς τόν Θεό, τοῦ ἀνθρώπου πού εἶχε ἕναν μόνον σκοπό, νά φθάσει τόν Θεό, νά παλέψει μέ τόν Θεό γιά νά κερδίσει τόν Θεό, ὅπως ὁ Ἰακώβ, νά ἀποκτήσει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὑπομένοντας τά πάντα. Ἀποκάλυψες στά μάτια μας τήν βαθιά ἀγωνιστικότητά σου, τήν μεγάλη ὑπομονή καί τήν ἀπέραντη ἐμπιστοσύνη σου σέ Ἑκεῖνον. Ὕστερα ἀπό σαράντα χρόνια ἡγουμενίας καί ὁλοκληρωτικῆς ἀναλώσεως ὑπέρ τῶν παιδιῶν σου ἀποδύθηκες σέ ἕναν ἰδιαίτερο, προσωπικό ἀγώνα.

Δέν γόγγυσες κατά τή δοκιμασία σου, δέν ζήτησες τίποτε, τόν Θεό μόνον ζήτησες. Ἐνθυμούμεθα μιά μέρα πού μόλις εἶχες μεταλάβει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων –ἀσθενής ὤν– στό κελλί σου, πού ἀνεφώνησες κατασυγκινημένος: «Εὐωδίασε ὅλος ὁ ὄροφος. Τί καταστάσεις ζῶ! Ἦλθε ὁ Χριστός!». Καί ὕστερα σέ πῆραν τά δάκρυα. 

Ὅτι τόν Θεό μόνον ζητοῦσες καί τίποτε ἄλλο, μᾶς τό ἐπιβεβαίωσες ὅταν πλέον εἶχες συνειδητοποιήσει ὅτι «τό τέλος ἐγγύς». Μᾶς εἶπες τότε στήν τελευταία μας σύναξη: «Δέν ζήτησα τίποτε, τόν Χριστό μας μόνον ζήτησα. Καί νά ξεύρετε ὅτι ὅσος πόλεμος καί νά γίνει, ὅσος πόλεμος καί νά γίνει, ἕνα νά γνωρίζετε, ὅτι τελικά τοῦ Θεοῦ θά γίνει. Καί νά μή φοβούμεθα. [...] Δέν ὑπηρετοῦμε τό ἔργο μας, ἀλλά τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Δόξα σοι ὁ Θεός, ὅ,τι καί νά γίνει· ὅ,τι καί νά γίνει, δόξα τῷ Θεῷ. “Καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”. Τά παιχνιδάκια τῶν μωρῶν τοῦ κόσμου αὐτοῦ μᾶς δοκιμάζουν. Καιρό εἴχαμε νά δοῦμε μαρτύρια, ἐξορίες... Ἴσως ὁ Θεός ἐπιτρέψει νά ᾿ρθοῦνε κι αὐτά». 

Μέ νεανική ἀνδρεία ἀντιμετώπισες τίς διάφορες δοκιμασίες σ᾿ ὅλη σου τή ζωή. Μιά ἀκόμη παραχώρησε στό τέλος ὁ Θεός, γιά νά σέ λαμπρύνει ἔτι περισσότερο. Καί ἀντεπεξῆλθες νικηφόρα, ἀφήνοντας τήν παροῦσα ζωή, ὅπως ὅλοι οἱ μάρτυρες, κερδίζοντας ὅμως τήν ἀληθινή ζωή, τήν αἰώνια, κοντά στόν Χριστό, ὅπως ὅλοι οἱ μάρτυρες, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ προφῆτες, οἱ κοινοβιάρχες, οἱ ὅσιοι, οἱ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Θεός ὑπέδειξε στό πρόσωπό σου ἕνα πρότυπο ὑπομονῆς γιά μᾶς, ἕναν ἄνθρωπο πού ὑπέφερε ἀγόγγυστα δοξολογώντας τόν Θεό. 

Ἀδελφοί μου, πολλά ἀκόμη ὄμορφα καί θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή τοῦ Γέροντά μας θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε. Θά βρεῖτε κι ἄλλα ὅταν θά ἀναγνώσετε τό τευχίδιο εἰς μνήμην τοῦ Γέροντα πού θά σᾶς διανεμηθεῖ στό τέλος ὡς εὐλογία καί ἐνθύμιο τῆς ἐδῶ παρουσίας σας.

 

Ὀ Γέροντας ὡς Κτήτωρ καί πνευματικός πατήρ

Πολυσέβαστε Γέροντα, 

«Ἄνερ ἐπιθυμιῶν τῶν τοῦ πνεύματος, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ καί πιστέ θεράπον», ἡ ζωή σου ὅλη ἦταν εὐωδία Χριστοῦ. Ζοῦσες πάντοτε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στήν ἁγνή καρδιά σου. Εἶχες προσωπική ἐπικοινωνία μαζί Του. Βίωνες καθημερινά τήν δοξαστική χαρά τοῦ Παραδείσου. Σήκωσες τόν σταυρό τοῦ Χριστοῦ ἀπό μικρό παιδάκι. Πόθησες τήν ἀγγελική πολιτεία. «Χίλιες φορές νά γεννιόμουν, χίλιες φορές μοναχός θά γινόμουν», ἔλεγες. Ὑπῆρξες ἀλείπτης μοναχῶν. Ἡ Παναγία σοῦ ἔστειλε πολλές ψυχές, γιά νά τίς γυμνάσεις πνευματικά καί νά τίς προσφέρεις ὁλοκαύτωμα στόν Υἱό της καί Θεό μας. Ἔλεγες: «Στό μοναστήρι ἐρχόμαστε ἐπειδή ἀγαποῦμε τόν Θεό ἤ γιά νά μάθουμε νά ἀγαποῦμε τόν Θεό. Κέντρο τῆς ζωῆς μας εἶναι ὁ Χριστός». Ἤθελες ἐμεῖς οἱ μοναχοί νά ζοῦμε «ἐπί τῆς γῆς» ὡς οἱ ἄγγελοι «ἐν οὐρανῷ» ἀσκώντας τήν παρθενία, τήν ἀκτημοσύνη καί τήν ὑπακοή.

Ἀγάπησες ὅσο τίποτε ἄλλο τήν θεία Λειτουργία καί δίδασκες ὅτι εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Ἀπό τῆς ἱδρύσεώς του τό μοναστήρι μας δέν ἔμεινε δίχως θεία Λειτουργία. Ἤθελες ὅλοι μαζί «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ» νά ψάλλουμε καί νά ὑμνοῦμε τόν Θεό. Ἔλεγες ὅτι ἡ θεία Λειτουργία συνεχίζεται μέσα μας ὅλη τήν ἡμέρα μέ τήν νοερά προσευχή. Ὅτι πρέπει νά πυρπολεῖται ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μας ἀπό τήν μονολόγιστη εὐχή «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με». 

Ζοῦσες καί ἀνέπνεες Ὀρθοδοξία. Στά θέματα τῆς Πίστεως ἤσουν ἀνυποχώρητος. Ὀρθοτομοῦσες πάντοτε τόν λόγο τῆς ἀληθείας πού πολλές φορές ἦταν «τομώτερος ὑπὲρ πᾶσαν μάχαιραν δίστομον». Πίσω ἀπό κάθε λόγο σου ὑπεκρύπτετο τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Λόγος σταθερός καί ἀμετάβλητος, ἐρειδόμενος ἐπάνω στήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου καί στή θεολογία τῶν ἁγίων Πατέρων. Λόγος «χθές καί σήμερον ὁ αὐτός». Κάθε ρῆμα σου εἶχε πάντα μιά σταθερή στόχευση· τόν Οὐρανό. Ὅλο σου τό εἶναι συνέτεινε ἀκλινῶς πρός τά ἄνω. 

Διαποίμανες πλήθη ψυχῶν ἐγκύπτοντας στήν κάθε μία ἀπό αὐτές προσωπικά κατά τό μυστήριο τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Σμίλευες τόν Χριστό μέσα στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων. Συγκαλοῦσες συνάξεις τῶν πνευματικῶν σου τέκνων, μοναχῶν καί λαϊκῶν, γιά νά τούς διδάξεις τά «δικαιώματα τοῦ Θεοῦ». Γιά νά τούς βοηθήσεις νά ἀνέλθουν ἀπό τό «κατ᾿ εἰκόνα εἰς τό καθ᾿ ὁμοίωσιν», νά ἀφήσουν τήν γῆ καί νά ἀνεβοῦν στόν οὐρανό.  Ἤσουν πατέρας, ὁδηγός, διδάσκαλος, ἰατρός τῶν ψυχῶν μας. Ἤσουν φίλος τῶν Ἁγίων καί ὅλοι οἱ  Ἅγιοι ἦταν φίλοι σου.

Χαιρόσουν μέ τήν θυσιαστική διακονία τῶν Πατέρων πρός τόν Θεό καί τούς  ἀδελφούς. Δίδασκες ὅτι τό «εὐλόγησον, συγχώρησον, νά ᾿ναι εὐλογημένο» ἀντικατοπτρίζει τό γνήσιο ἦθος τοῦ μοναχοῦ. Εἶχες κληρονομήσει ἀπό τούς μικρασιάτες γονεῖς σου τήν ἀρχοντική, γενναιόδωρη, ἀνατολίτικη φιλοξενία, τήν ὁποία καθιέρωσες ἀπό τήν ἀρχή καί στά δύο μοναστήρια καί ἁπλόχερα τήν πρόσφερες πρός τούς προσκυνητές. 

Στήν μεγαλειώδη πρόταση τοῦ Θεοῦ νά συνεργαστεῖς μαζί Του γιά τή σωτηρία ἀνεκτίμητων ψυχῶν, ἀπάντησες μέ τό «Ἰδού ὁ δοῦλος Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά σου». Ἡ Ἁγία Τριάδα ἀναπαύθηκε μέσα σου. Αὐτή ἦταν πού σοῦ ἔδωσε τήν σπάνια καί ἔκτακτη χάρη πού δίνεται στούς Κτήτορες. Χάριτι Θεοῦ οἰκοδόμησες δύο μοναστήρια, δύο φροντιστήρια ψυχῶν. Μολονότι νεοσύστατα, θείᾳ νεύσει συγκεντρώθηκε σ᾿ αὐτά πλῆθος ἁγίων λειψάνων. Τά μοναστήρια αὐτά ἔγιναν οὐρανός χάρη σέ σένα πού ὅλη σου τήν ζωή τήν ἄφησες στά χέρια τοῦ Θεοῦ, πού κατηύθυνες κάθε πνοή, κάθε ἐπίνοια καί ἔφεσή σου στόν Θεό. 

« Ἕνας κτήτωρ δέν εἶναι ἐπίγειος οἰκοδόμος, εἶναι οὐράνιος, καί ἑπομένως κτίστης εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός», ἔλεγε σέ μιά ὁμιλία του ὁ μακαριστός Γέροντας Αἰμιλιανός. «Τά μοναστήρια δέν γίνονται ἀπό ἀνθρώπους». «Ἐάν μὴ Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες». Μόνο μέ πέτρες καί κεραμίδια δέν κτίζεται ἕνα μοναστήρι. Χρειάζεται κάτι πολύ περισσότερο. Ἐσύ, Γέροντα, μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τή βαθιά σου πίστη ἔκτισες ὄχι ἕνα ἀλλά δύο μοναστήρια. Μέσα σέ σαράντα χρόνια μέ  τόν ἱδρῶτα τῶν Πατέρων καί τό «κεράκι τοῦ κόσμου», ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγες, ἀνοικοδόμησες ἐκ τοῦ μηδενός δύο ἱερά καθιδρύματα. Καί ἔτσι ἔγινε τό «θαῦμα»! Αὐτό ὁμολογοῦσε μέ ἀληθινό ἐνθουσιασμό καί ἔκπληξη ὁ μακαριστός μητροπολίτης πρώην Πολυανῆς καί Κιλκισίου κυρός Ἀμβρόσιος.

Εἶχες πλήρη ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοια τοῦ σοφοῦ καί ταπεινοῦ ἐφόρου τῆς Μονῆς μας, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου. Πολλές φορές ὁ Ἅγιος ἔδειξε μέ θαυμαστό τρόπο τήν εὔνοιά του σέ σένα καί τήν ἀδελφότητα, μέ ἀποκορύφωμα τήν θαυμαστή ἐπιστροφή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου του.

«Πολλές καταστάσεις ἤρθανε στή ζωή μου», μᾶς εἶχες πεῖ πεφιλημένε μας Γέροντα. «Ὄχι γιατί ἤθελα κάτι ἐγώ, ἀλλά γιατί κάτι ἤθελε ὁ Θεός. Ὅλα ἤτανε μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός μέ μένα τόν πανάθλιο ἑτοίμασε καί συνεχίζει τό σχέδιό Του. Νά ξέρετε ὅτι αὐτή ἡ ἀγάπη πού δείχνετε δέν εἶναι δική σας, εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού περνάει μέσα ἀπό σᾶς καί μοῦ δείχνει πόσο ἐδικαιώθηκα εἰς τό νά κάνω ὑπακοή στό θέλημά Του (σ.σ.: καί νά συστήσω τίς δύο ἀδελφότητες). Ὑπομονή, δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα γιά τόν καθένα σας χωρίς νά τό γνωρίζετε!». Ὅλα αὐτά ἀσφαλῶς καί εἶναι γνωρίσματα τῆς κτητορικῆς χάρης πού ἀφθόνως ἐπιδαψίλευσε ὁ Θεός στήν ψυχή σου... 

«Ἐπιλείψει γάρ με διηγούμενον ὁ χρόνος» ἐάν συνεχίσω, Γέροντά μου, νά ὁμιλῶ γιά τίς ἀρετές, τά χαρίσματα, τίς ὑποθῆκες πού ἄφησες στά πνευματικά σου τέκνα...

Πολυσέβαστε μας Πατέρα, ὑποκλινόμαστε στήν ἁγία ζωή σου. Ἀσπαζόμαστε καί ἀκολουθοῦμε τίς ἱερές διδασκαλίες σου, εὐχόμενοι νά σέ εὐαρεστήσουμε. Ἤσουν, εἶσαι καί θά εἶσαι ἡ καρδιά τῶν μοναστηριῶν μας πού δέν θά σταματήσει ποτέ νά χτυπᾶ. Ἀντικρίζω τούς πατέρες καί τίς ἀδελφές καί στά μάτια τους βλέπω νά καθρεφτίζεται ἡ δική σου ματιά. Μοῦ χαμογελοῦν καί βλέπω τό δικό σου χαμόγελο. Παντοῦ προβάλλει ἡ δική σου μορφή, ὅλα θυμίζουν ἐσένα. Συγχώρησέ μας, ὅπως πάντα τό ἔκανες, γιά ὅσα σέ πικράναμε, ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως. Κλίνουμε εὐλαβικό γόνυ στό μαρτύριό σου, καταφιλοῦμε τούς «τύπους τῶν ἥλων». Χαιρετίζουμε τήν νικηφόρα ἄνοδο τῆς ψυχῆς σου στόν οὐρανό. 

Παρακαλοῦμε τήν ἀγάπη σου καί πάλι, ἵνα «μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς». Καί ἤδη βλέπουμε ἐναργῶς πώς τηρεῖς τήν ὑπόσχεσή σου, ὅτι δέν θά μᾶς ἀποχωριστεῖς ποτέ καί ὅτι θά μᾶς εὐλογεῖς ἀπό τούς οὐρανούς, γιατί «στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει “ἐδῶ” καί “ἐκεῖ”. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία», ὅπως μᾶς εἶχες πεῖ. Σοῦ ζητοῦμε ταπεινά νά μεσιτεύεις στόν Θεό γιά ἐμᾶς τά παιδάκια σου καί γιά ὅλον τόν κόσμο, ὥστε, ὅταν ἔλθει καί γιά μᾶς ἡ ὥρα τῆς «οὐρανίου συγκομιδῆς», νά μήν κατακαοῦμε ὡσάν ἄχυρο, ἀλλά νά εὑρεθοῦμε κι ἐμεῖς «σῖτος καθαρός» καί νά συναχθοῦμε στόν ἴδιο οὐράνιο σιτοβολώνα μαζί σου. 

Χριστέ μας, 

Μέσα στό φῶς τοῦ προσώπου Σου καί στήν γλυκύτητα τῆς ὡραιότητός Σου, τόν Γέροντά μας, πού Ἐσύ ἐξέλεξες, ἀνάπαυσέ τον ὡς φιλάνθρωπος. 

Σέ ἱκετεύουμε, Χριστέ μας, κατάταξε τόν μεταστάντα Γέροντά μας στά σκηνώματα τῶν Ἁγίων σου, στίς ἀκήρατες μονές σου. 

Ὅσο γιά μᾶς, «κάν θέλουμε σῶσε μας, κάν δέν θέλουμε, σῶσε μας», εὐχαῖς καί πρεσβείαις τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου καί τοῦ πατρός καί Γέροντος ἡμῶν Χρυσοστόμου.

Ἀμήν, γένοιτο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου