Τό ἡμερολόγιο ἑνός παιδιοῦ (Ἀπόσπασμα ἀπό ἐπίκαιρο διήγημα)
Ἀντώνης Σαμαράκης
23 Ἀπριλίου 1945 – πρωΐ
Ἔχω τά γενέθλιά μου σήμερα. Ἔκλεισα
τά δεκαπέντε καί μπῆκα στά δεκάξι. Ἡ μαμά γιόρταζε τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης.
Γιόρταζε –ὁ παρατατικός ἔχει νόημα ἐδῶ. Γιατί ἡ μαμά ἔχει κάνει
κάτι, μά κάτι πολύ ἀπίθανο: ἔχει πεθάνει.
Ὁ μπαμπᾶς λέει, ἤμουνα πολύ μικρός
τότε, ὅταν ἦρθε ξαφνικά σπίτι μας αὐτός ὁ θάνατος. Καθόλου δέν τήν
θυμᾶμαι τή μαμά. (...)
24 Ἀπριλίου 1945
Ξέρω νά γράφω. Ἔτσι λένε μερικοί.
Καί δέν ἔχουνε ἄδικο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μπορῶ νά χύνω στό χαρτί
τίς σκέψεις μου μέ πολλή εὐκολία. (...) Ἀπό μικρός εἶχα πολλές σχέσεις
μέ τά βιβλία. Ἄς εἶναι καλά ὁ μπαμπᾶς κι ἡ βιβλιοθήκη του! Ποτέ του
δέν μ᾿ ἐμπόδισε νά διαβάσω ὅ,τι ἔπεφτε στά χέρια μου. Ὦ, ὁ μπαμπᾶς
μου εἶναι σπουδαῖος μπαμπᾶς! Στή βιβλιοθήκη του ποζάρουνε τά μεγαλύτερα
ὀνόματα τῶν αἰώνων: Νίτσε, Χαῖκελ, Μπύχνερ, Φρόϋντ, Σοπενχάουερ.
Τί νά πεῖς τώρα γιά τά βιβλία τους! Περίφημα, ἐξαίσια, καταπληκτικά.
Καί βέβαια πού δέν εἶναι Καινή Διαθήκη
αὐτά τά βιβλία! Σέ καλό μου! Ποῦ πήγα καί τό θυμήθηκα αὐτό τό πρᾶμα!
Τήν Καινή Διαθήκη, θέλω νά πῶ. Δηλαδή δέν τή θυμήθηκα πρῶτος ἐγώ. Ὁ
Ἀντρέας τή θυμήθηκε πρῶτος. Μ᾿ αὐτόν εἴμαστε πρῶτα ξαδέρφια,
παιδικοί φίλοι, καί συμμαθητές. Στήν ἡλικία εἴμαστε τό ἴδιο. Μά ὄχι
καί στά μυαλά. Τά δικά του εἶναι γιά κλάματα! Τί λέτε πώς ἔκανε προχτές
στά γενέθλιά μου; Μοῦ ἔφερε, δῶρο, ἕνα βιβλίο τυλιγμένο σέ χαρτί,
καί δεμένο μέ κόκκινο σπάγγο. Εἶπα κι ἐγώ, θἆναι κανένα βιβλίο τῆς
προκοπῆς.
Τό δῶρο τοῦ Ἀντρέα ἤτανε μιά
Καινή Διαθήκη, παλιά ἔκδοση, ντυμένη μέ μαλακό μαῦρο δέρμα. Πφ!
Κι εἶχε ἕνα ἀθῶο ὕφος ὁ κύριος Ἀντρέας τή στιγμή πού μοῦ πρόσφερνε
τό δῶρο του!
– Πέτρο, μοῦ εἶπε, σοῦ ἔφερα αὐτό.
Δέν περιγράφεται τί γέλια πού κάναμε
μέ τόν μπαμπᾶ, ἀνοίγοντας ἀργότερα, τό πακετάκι τοῦ Ἀντρέα. Ἕνα ἀπ’ τά δυό: ἤ
πολύ βλάκας εἶναι ὁ ξαδερφούλης, ἤ πολύ χιουμορίστας.
Γοῦστο εἶχε ὁ μπαμπᾶς. Πῆρε μιά
λαβίδα – ξέχασα νά τό γράψω παραπάνω: ὁ μπαμπᾶς εἶναι γιατρός παθολόγος –
τήν ἀπολύμανε πρῶτα σέ οἰνόπνευμα, κι ὕστερα τσάκωσε ἀπ’ τ’ αὐτί τόν ἐνοχλητικό
ἐπισκέπτη.
– Πέτρο, μοῦ εἶπε. Τό νοῦ σου στά
μικρόβια! Αὐτή τή στιγμή σέ γλυτώνω ἀπό ἕνα τρομερό καί φοβερό μικρόβιο.
– Μερσί, μπαμπᾶ, τοῦ εἶπα.
Κρατώντας πάντοτε τό δῶρο τοῦ Ἀντρέα
μέ τή λαβίδα τό πέταξε σ’ ἕνα κασόνι ὁ μπαμπᾶς, ἀνάμεσα σέ πολλά παλιόχαρτα κι ἄλλα
ἄχρηστα πράματα, καί σέ βρώμικα πανιά.
28 Ἀπριλίου 1945
Αὐτό τό ἐπεισόδιο μέ τήν Καινή
Διαθήκη δείχνει καθαρά τίς σχέσεις τῆς οἰκογενείας μου – ἐμένα καί τοῦ μπαμπᾶ –
μ’ αὐτό τό βιβλίο, καί μέ τόν πρωταγωνιστή του. Πραγματικά ἡ θέση πού τοῦ ἔχουμε
δώσει εἶναι ἐκεῖ πέρα, μαζί μέ τά διάφορα ἄχρηστα, στό κασόνι. Μποροῦμε νά
κάνουμε τή ζωή μας καί χωρίς αὐτόν.
30 Ἀπριλίου 1945
Στή βιβλιοθήκη τοῦ μπαμπᾶ βρίσκεται ἕνα βιβλίο. Μικρό εἶναι, μά ἔχει μεγάλη σημασία. Τό βιβλίο λέγεται «Ὁ Ἀντίχριστος». Ὁ συγγραφέας του λέγεται Φρειδερῖκος Νίτσε. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι τό πιό ἀγαπημένο τοῦ μπαμπᾶ. Καί γιά μένα εἶναι τό ἴδιο. Σκέφτουμαι, καμιά φορά, τί ρόλο ἔχει παίξει αὐτό τό βιβλίο στή ζωή τῶν δυό μας. Ἄρχισα νά τό αἰσθάνομαι αὐτόν τόν καιρό: ὁ «Ἀντίχριστος» δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα βιβλίο. Εἶναι κάτι πιό πολύ. Εἶναι ἕνα ζωντανό πλάσμα. Μιά ὕπαρξη πού ζεῖ, κυκλοφορεῖ πλάϊ μας, κυβερνάει τό σπίτι μας. Στήν οἰκογένειά μας εἴμαστε τρία πρόσωπα: ἐγώ, ὁ μπαμπᾶς κι ὁ Ἀντίχριστος.
10 Μαΐου 1945
Τήν περασμένη Κυριακή εἴχαμε πάει μέ
τόν μπαμπᾶ περίπατο στόν Κῆπο. Ὄμορφα ἤτανε ἐκεῖ πέρα. Ἄνοιξη... Σέ κάποια
στροφή πέσαμε πάνω σέ κάποιον φίλο τοῦ μπαμπᾶ. Εἴχαμε νά τόν δοῦμε
καιρό.
– Ὦ, ὦ, τόν κύριο Πέτρο, εἶπε ὁ φίλος
τοῦ μπαμπᾶ μέ θαυμασμό. Τώρα πού ἔβαλες μακριά παντελόνια, ἄς ἐλπίσουμε ὅτι θ’ ἀρχίσεις
νά νοιώθεις τή ζωή, μικρέ μου κύριε...
Στό δρόμο βουΐζανε στ’ αὐτιά μου τά
λόγια τοῦ φίλου τοῦ μπαμπᾶ: ... θ’ ἀρχίσεις νά νοιώθεις τή ζωή.
Ἀκοῦς! Καί τοῦ εἶπα «εὐχαριστῶ» τοῦ ἀναιδέστατου.
Μά τί νόμισε δηλαδή; Ὅτι δέν ἔχουμε νοιώσει τίποτα ἀπ’ τή ζωή ἐμεῖς;
Κάνετε λάθος, κύριέ μου. Ὁ Πέτρος δέν
θ’ ἀρχίσει καθόλου νά νοιώθει τή ζωή γιατί... γιατί ἔχει παραπολύ προχωρήσει
στό νοιώσιμο τῆς ζωῆς. Σχεδόν κοντεύει νά τελειώσει. Ἄν ἐλείπανε ὥς τώρα τά
μακρυά παντελόνια, ἤτανε ὅμως τόσα καί τόσα. Τά βιβλία τοῦ μπαμπᾶ. Ὁ Φρόϋντ. Ὁ
Χαῖκελ. Ὁ μπαμπᾶς ὁ ἴδιος. Ὁ Ἀντίχριστος. Πρό παντός αὐτός.
11 Μαΐου 1945
(...) Σκέφτουμαι: ἄς ὑποθέσουμε ἕναν ἐπίμονο
ἄνθρωπο, πού θέλει ὁπωσδήποτε νά μάθει τί ἀκριβῶς ἔχω νοιώσει ἐγώ ἀπ’ τή ζωή.
Λοιπόν; Δέν ξέρω. Αὐτό πού ξέρω ἐγώ εἶναι ὅτι ἐκεῖνο πού ἔχω νοιώσει ἀπ’ τή ζωή
ἐγώ εἶναι... ἐγώ. Μ’ ἄλλα λόγια, ὁ ἑαυτός μου εἶναι τό σημαντικότερο γεγονός
γιά μένα. (...) Εἶπε κανένας πώς εἶμαι ἐγωϊστής; (...)
30 Ἰουνίου 1945
Ἄν εἶπε κανένας πώς εἶμαι ἐγωϊστής ἔκανε
λάθος. Τὄχω σίγουρο πώς δέν εἶμαι ἐγωϊστής μήτε τόσο δά. Γιατί, ἄν ἤμουνα, θά
αἰσθανόμουνα τήν ἀνάγκη νά κάνω αὐτό πού πάει γυρεύοντας ὁ ξάδερφός μου ὁ Ἀντρέας.
Τό πρωΐ μοῦ εἶπε:
– Ξέρεις, Πέτρο... αὐτό τό καλοκαίρι
θά προσπαθήσω νά πετύχω κάτι σπουδαῖο. Νά ταπεινωθῶ μέσα μου.
Ἐλᾶτε τώρα καί πεῖτε μου. Ποιός αἰσθάνεται
τήν ἀνάγκη νά γίνει καλά; Ὁ ἄρρωστος. Μιά καί δέν αἰσθάνουμαι τήν ἀνάγκη γιά
ταπείνωση καί τά παρόμοια, εἶμαι ἐγωϊστής, ἤ δέν εἶμαι; Ἀπάντηση: δέν εἶμαι.
(...)
10 Αὐγούστου 1945
Εἶχα συζήτηση μέ τόν Ἀντρέα. Ἐπιμένει
στίς ἰδέες του. Δηλαδή πρέπει ν’ ἀλλάξουνε πολλά στή ζωή μας. Βρίσκεται, λέει,
πολλή φτώχεια στή ζωή μας. Φτώχεια ὑλική, ἠθική, φτώχεια πνευματική. Γιά τόν
Ἀντρέα ἡ Καινή Διαθήκη εἶναι ὁ μοναδικός τρόπος νά διορθωθεῖ τό κακό. Θέλει ν’ ἀφιερώσει
τή ζωή του γιά νά ἐφαρμοστεῖ ὁ Λόγος τοῦ Χριστοῦ στήν πράξη. Στήν καθημερινή
ζωή.
11 Αὐγούστου 1945
Ἀδύνατο νά συμφωνήσω μέ τόν Ἀντρέα. Αὐτός
ξεκινάει ἀπ’ τό ἀξίωμα: «πρέπει ν’ ἀλλάξει ἡ ζωή μας». Μά ἐγώ εἶμαι συντηρητικός
ἐδῶ πέρα. Πολύ καλά στέκεται ἡ ζωή μας ἔτσι δά. Ὅλα εἶναι πολύ καλά. Ἡ ζωή. Οἱ
ἄνθρωποι.
12 Αὐγούστου 1945
Ὄμορφη πού εἶναι ἡ ζωή!
8 Σεπτεμβρίου 1945
Σέ λίγο ἀνοίγουνε τά σχολεῖα. Ἀκόμη αὐτός
ὁ χρόνος κι ἔπειτα... ἀντίο σχολεῖο, ἔπειτα! Λέω νά δώσω ἐξετάσεις στό Πολυτεχνεῖο.
Χημικός – μηχανικός.
18 Σεπτεμβρίου 1945
Αὐτός ὁ Ἀντρέας! Ἤρεμος, ἤρεμος
πού εἶναι! Τά μάτια του εἶναι γιομάτα κάτι... πῶς νά τό γράψω; Νά, κάτι σάν
φῶς. Χμ! ἔχει γοῦστο νά τό κατάφερε κεῖνο τό «σπουδαῖο» τοῦ καλοκαιριοῦ: νά
ταπεινωθεῖ μέσα του. Τόν τρελλό! (...)
30 Ὀκτωβρίου 1945
Ἐλευθερία! Τοῦ χρωστῶ πάρα πολλά τοῦ
μπαμπᾶ. Καί πάνω ἀπ’ ὅλα τοῦ χρωστῶ πού μ’ ἔκανε ἐλεύθερο ἄνθρωπο. Ἡ λέξη αὐτή,
«ἐλευθερία», εἶναι ἀπ’ τίς πιό συνηθισμένες τοῦ μπαμπᾶ. «Ἐλεύθερη ζωή» εἶναι
ἡ πρώτη-πρώτη συνταγή στούς ἀρρώστους του. Ἀπό πολύ μικρός τήν ἐδοκίμασα αὐτή
τήν «ἐλευθερία». Σάν ἕνα πουλί πού τ’ ἀφήνουνε ἐλεύθερο στήν πόρτα τοῦ κλουβιοῦ
του, νά πετάξει μακριά, ψηλά, χαμηλά, παντοῦ...
Ἔτσι ἔκανε μαζί μου ὁ μπαμπᾶς.
– Ζῆσε! μοῦ εἶπε... Καί ἔζησα.
5 Δεκεμβρίου 1945
Ὄμορφη πού εἶναι ἡ ζωή! Τό ξανάγραψα
αὐτό στίς 12 Αὐγούστου. (...)
3 Φεβρουαρίου 1946 –μεσημέρι
Ὅλο τό πρωΐ ἔλειπε ὁ μπαμπᾶς. Βρῆκα
τήν εὐκαιρία νά σκαλίσω τό γραφεῖο του. Δέν ἤτανε ἡ πρώτη φορά πού τὄκανα αὐτό.
Κεῖ πού πασπάτευα τά χαρτιά του – τσάκ! ἕνα μυστικό συρτάρι ἄνοιξε μπροστά
μου. Κάποιο ἐλατήριο θά εἶχα πατήσει δίχως νά τό νοιώσω. Δέν ντρέπουμαι νά τό πῶ:
βάλθηκα νά ψάχνω βιαστικά στό συρτάρι. Ἔνοιωθα μέσα μου κάτι – διαίσθηση; – ὅτι
κάτι σπουδαῖο θἄβρισκα ἐκεῖ μέσα.
Τό βρῆκα! Ἕνα γραμματάκι
κιτρινισμένο ἀπ’ τήν πολυκαιρία. Χρονολογία: δεκάξι χρόνια πίσω ἀπό σήμερα. Ἔγραφε
ὅτι πῆρε τά μάτια της νά φύγει μακριά του, ἡ μαμά. Μά δέν τήν εἶχε δασκαλέψει
ὁ ἴδιος νά τά κοροϊδεύει ὅλα στή ζωή, νά ζητάει μέ κάθε τρόπο τήν «ἐλευθερία»;
Αὐτά ἔγραφε ἡ μαμά.
–ἀπόγεμα
Ὥστε δέν ἔχει καθόλου πεθάνει τόσο
νέα ἡ καημένη ἡ μαμά!
23 Φεβρουαρίου 1946
Μποροῦσα νά ὑποψιαστῶ ὁ,τιδήποτε,
παρά ὅτι μοῦ εἶχε πεῖ ψέματα ὁ μπαμπᾶς. Δέν τοῦ εἶπα τίποτα γιά τήν ἀνακάλυψή
μου. Ὁρκίστηκα ὅμως νά μήν εἶμαι πιά
βέβαιος γιά τίποτα, γιά κανέναν. (...)
1 Ἀπριλίου 1946
Σήμερα εἶναι ἡ γιορτή τοῦ μπαμπᾶ.
Μήπως δέν μοῦ εἶχε πεῖ ψέματα;
13 Ἀπριλίου 1946
Περίεργο! Ἀπ’ τόν καιρό πού ἀνακάλυψα
τούς ἀνθρώπους, πού ἄρχισα νά τούς αἰσθάνουμαι γύρω μου κακούς καί ὕποπτους ὅλους,
αἰσθάνουμαι τήν ἴδια μοναξιά πού ἔνοιωθα καί πρίν. Τότε πού εἶχα τήν ἰδέα πώς εἶμαι
ὁ μοναδικός κάτοικος τῆς γῆς.
23 Ἀπριλίου 1946
Ἔχω τά γενέθλιά μου σήμερα. Μπῆκα στά
δεκαεφτά. Ποῦ ἡ περσινή χαρά!
30 Ἀπριλίου 1946
Ἄρχισα νά φοβᾶμαι. Ὅλα καί τό καθετί.
Τούς ἀνθρώπους. Τό «μέλλον». Φοβᾶμαι ὅταν κατεβαίνω μιά σκάλα. Ὅταν περνάω ἀπ’
τό ἕνα πεζοδρόμιο στ’ ἀπέναντι.
10 Μαΐου 1946
Σκέφτουμαι τό θάνατο. Ἀστεῖο δέν εἶναι
νά σκέφτεσαι τόν θάνατο καί νά εἶσαι δεκαεφτά χρονῶ;
11 Μαΐου 1946
Τόν σκέφτουμαι σάν μιά περιπέτεια.
Τρελλαίνομαι γιά περιπέτειες αὐτή τήν ἐποχή.
16 Μαΐου 1946
Ἔχω ἕνα φλόμπερ (περίστροφο). Δικό
μου εἶναι. Δέν τραβάει καί πολύ μακρυά, μά ὅσο γιά κοντά κάνει τή δουλειά του.
Τί, μονάχα ὁ Τόμ Μίξ κι ὁ Μπόμπ Στήλ τοῦ «Ροζικλαίρ» ἐπιτρέπεται νἄχουνε πιστόλια;
Ἤ, μονάχα ὁ μπαμπᾶς; Γιατί ἔχει ἕνα πιστόλι στό τρίτο ἀριστερά συρτάρι τοῦ
γραφείου του ὁ μπαμπᾶς. Τό ξέρω αὐτό.
10 Ἰουνίου 1946
Πέφτω. Βουλιάζω ὁλοένα καί πιό βαθιά
μέσα στήν «ἐλευθερία» τοῦ μπαμπᾶ. Σά νά μέ τραβάει ἀπ’ τά πόδια κάποιος, ἕνα
παράξενο ὑποκείμενο μέ ψαλλιδισμένη οὐρά καί κόκκινη γλωσσίτσα.
10 Ἰουλίου 1946
Τέλειωσε τό σχολεῖο. Πῆρα τ’ ἀπολυτήριό
μου κι ἄρχισα νά διαβάζω γιά τό Πολυτεχνεῖο. Μά ὅλ’ αὐτά μέ πολύ κόπο.
18 Ἰουλίου 1946
Μέ ρώτησε προχτές ὁ Ἀντρέας τί νόημα
βρῆκα στή ζωή μου.
– Πές μου ἐσύ πρῶτα, τοῦ εἶπα.
– Ἀγωνίζομαι, μοῦ εἶπε.
– Ἐγώ βρῆκα διαφορετικό νόημα ἀπ’ τό
δικό σου, τοῦ εἶπα. Δέν τοῦ ξεκαθάρισα ποιό. Γιατί δέν εἶχα βρεῖ κανένα νόημα
στή ζωή μου. Μά δέν ἤμουνα τόσο κουτός νά τοῦ τό μαρτυρήσω.
19 Ἰουλίου 1946
«Ἀγωνίζομαι». Τί πάει νά πεῖ «ἀγωνίζομαι»;
Δέν εἶχα ὑπ’ ὄψιν μου ὅτι ξέρει ξένες γλῶσσες ὁ Ἀντρέας.
27 Αὐγούστου 1946
Ζέστη. Κρυώνω. Σά νἄχω ἀφήσει μιά
πόρτα ἀνοιχτή. Ποῦ; Μέσα μου;
4 Σεπτεμβρίου 1946: Πέφτω.
6 Σεπτεμβρίου 1946: Πέφτω.
8 Σεπτεμβρίου 1946: Πέφτω. (...)
21 Ὀκτωβρίου 1946
Μπῆκα στό Πολυτεχνεῖο. Τό γράφω σάν
νά γράφω «μπῆκα στόν κινηματογράφο». Μήτε μ’ ἀγγίζει κἄν αὐτό πού ἤτανε τ’ὄνειρό
μου. Πάει καιρός πού τὄχω κόψει αὐτό τό ἐλάττωμα: νά κάνω ὄνειρα.
13 Νοεμβρίου 1946
Βρέχει. Μέσα μου βρέχει πιό πολύ.
Βρέχει λύπη, μοναξιά ἀπελπισία, κι ἄλλες παρόμοιες βροχές.
17 Νοεμβρίου 1946: Γιά τί ζῶ;
18 Νοεμβρίου 1946: Γιά τί νά ζῶ;
19 Νοεμβρίου 1946: Ἀφῆστε με!
19 Δεκεμβρίου 1946: Πέφτω.
20 Δεκεμβρίου 1946
Μπούμ! Ἔπεσε κι ὁ μπαμπᾶς. Γλύστρησε
κι ἔπεσε. Μέ λίγα λόγια: καταστροφή. Ἡ περιουσία μας γίνηκε καπνός στίς «ἐπιχειρήσεις»
τοῦ μπαμπᾶ. Τά χάσαμε ὅλα. Ἀκόμη καί τή λαβίδα πού... Τόν βλέπω νά παραπατάει.
Δέν εἶναι μεθυσμένος. Εἶναι ἀπελπισμένος.
21 Δεκεμβρίου 1946
Κάθεται ἐκεῖ, ἀντίκρυ μου, ὁ μπαμπᾶς.
Τόν κοιτάζω. Κατεβάζει τά μάτια του σά νά μέ ντρέπεται. Σά νά μοὔχει κάνει
κακό.
Μέ κοιτάζει. Κατεβάζω τά μάτια μου σά
νά τόν ντρέπομαι. Σά νά τοὔχω κάνει κακό.
22 Δεκεμβρίου 1946
Σκέφτουμαι ἕνα θάνατο γιά τούς δυό
μας. Δέν μπορῶ νά σκεφτῶ ὅτι ὁ μπαμπᾶς δέν ἔχει δικαίωμα γιά ἕνα θάνατο. Οἱ
δρόμοι μας εἶναι παράλληλοι, μά θά συναντηθοῦνε κάπου ἐκεῖ, στό σημεῖο:
θάνατος. Μαζί προχωρήσαμε στή ζωή μας, πιασμένοι χέρι-χέρι μέ τόν μπαμπᾶ, μαζί
θά προχωρήσουμε τώρα καί...
«Ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι,
μέ τά βασιλεμένα ἰδανικά...».
23 Δεκεμβρίου 1946: Βοήθεια!
24 Δεκεμβρίου 1946: Βοήθεια!
24 πρός 25 Δεκεμβρίου 1946
Ἡ ὥρα εἶναι τρεῖς παρά δέκα, πρωΐ.
Δέν ἔχω κλείσει μάτι ὅλη τή νύχτα. Μά δέν αἰσθάνουμαι καθόλου κουρασμένος. Θέλω
νά τά γράψω, νά τά διηγηθῶ ὅλα μέ τή σειρά.
Λοιπόν, χτές τ’ ἀπόγεμα, μ’ ἔπιασε
στόν δρόμο ἡ βροχή. Στάθηκα κάτω ἀπό ἕνα παράθυρο, ὥσπου νά κόψει ἡ μπόρα. Εἶχα
ἀνάψει τσιγάρο, καί ξεφύλλιζα ἕνα περιοδικό πού μόλις τὄχα ἀγοράσει. Ἕνα
περιοδικό κάπως λίγο τολμηρό. «Κατάλληλο γιά μεγάλους» ὅπως συνηθίζεται νά
λέγεται τώρα. Ἑπομένως ἕνα περιοδικό κατάλληλο γιά μένα.
Τό παράθυρο ἤτανε στό ἰσόγειο(...).
Σέ μιά στιγμή ἔνοιωσα κεῖνο τό αἴσθημα, πώς κάποιος βρίσκεται κοντά μας καί
μᾶς παρακολουθεῖ. Σήκωσα τά μάτια μου πρός τό παράθυρο. Ἕνα ἀγόρι ἤτανε πίσω ἀπ’
τό τζάμι. Ἕνα ἀγόρι ὥς δώδεκα χρονῶ. Ἀσάλευτο πίσω ἀπ’ τό τζάμι μέ κοίταζε
μέ τά γαλανά του μάτια. Εἶχε κάτι παράξενο τό βλέμμα του. Δέν θυμᾶμαι νά μ’ ἔχει
κοιτάξει ποτέ βλέμμα τόσο σοβαρό κι αὐστηρό, ὅσο τό βλέμμα κείνου τοῦ παιδιοῦ.
Δέν μποροῦσα νά τοῦ ξεφύγω. Τὄνοιωθα νά μέ τσούζει, νά μέ τρυπάει, νά μέ καίει...
Πέταξα τό τσιγάρο στό πεζοδρόμιο.
Τσαλάκωσα τό βρώμικο περιοδικό καί τ’ ἄφησα νά τό πάρει ὁ χείμαρρος τῆς βροχῆς.
Σά νά μ’ εἴχανε καρφωμένο σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο δέν μποροῦσα νά σαλέψω. Τό παιδί
στό παράθυρο μέ κοίταζε πάντα μέ τό ἴδιο βλέμμα. Πήγαινε τόσο βαθιά μου τό
βλέμμα του! Στεκόμουνα μπροστά σέ κεῖνο τό παιδί ὁλόγυμνος κάτω ἀπ’ τή βροχή.
Δέν μποροῦσα ἄλλο. Ἔβλεπα κάτι στά
δυό γαλανά μάτια ἐκεῖνα, κάτι πού ἔμοιαζε καταδίκη.
Δυό γυναικοῦλες περαστικές κοιτάζανε
τ’ ἀγόρι, κάτω ἀπ’ τά ὀμπρελλίνα τους, καί σιγομιλήσανε μεταξύ τους.
– Τό καημένο! Εἶναι τυφλό ἐκ γενετῆς.
Τυφλό! Ὥστε τό ἀγόρι ἤτανε
τυφλό! Ὥστε τά μάτια τοῦ ἀγοριοῦ ἤτανε δύο τυφλά μάτια!
Ἀδύνατο νά κρατήσω πιό πολύ. Ἄρχισα
νά τρέχω σάν τρελλός μέσα στή βροχή. Ἔτρεχα, ἔτρεχα... Τά μάτια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε
ὁλοένα μπροστά μου.
Εἶχε βραδιάσει ὅταν ἔφτασα στό σπίτι.
Τό σπίτι ἤτανε ἔρημο. Ὁ μπαμπᾶς ἔλειπε. Μά ἤτανε καί σκοτεινό. Κάποια βλάβη θά
εἶχε πάθει τό καλώδιο καί δέν εἶχε φῶς. Ἄναψα ἕνα σπίρτο, δύο σπίρτα, τρία
σπίρτα. Στό δέκατο σπίρτο εἶχα βρεῖ τό φλόμπερ μου. Τά μάτια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε
ὁλοένα μπροστά μου.
Πῆγα στό σαλόνι. Στό σπίτι ἔχουμε ἕνα
σαλόνι ἀπέραντο. Ἄνοιξα τό παράθυρο καί περίμενα. Ἡ βροχή χαλοῦσε κόσμο ἔξω.
Φύσαγε καί δυνατός ἄνεμος. Τά μάτια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε ὁλοένα μπροστά μου.
Μέσα μου ἔνοιωθα κάτι ἄδειο, ἕνα
πελώριο ἄδειο. Τά μάτια τοῦ παιδιοῦ ἤτανε ὁλοένα μπροστά μου. Κάποιος μέ
ρώτησε:
– Πέτρο, εἶσαι ἕτοιμος;
– Ναί, εἶπα. Εἶμαι.
Ἄρχισα νά μετράω. Ἕνα... δύο... Στό
τρία θά εἶμαι ἕτοιμος. Θά τραβήξω στό τρία. Ναί, στό τρία.
Στό τρία ἀνάψανε τά φῶτα. Εἴχανε
διορθώσει τή βλάβη καί τό φῶς χύθηκε ξαφνικά στό σαλόνι, στήν τραπεζαρία, σ’ ὅλο
τό σπίτι. Τό λάθος ἤτανε δικό μου. Εἶχα γυρίσει πρωτύτερα τούς διακόπτες καί
τούς εἶχα ἀφήσει ἔτσι.
Μέ τό φλόμπερ μισό δάχτυλο ἀπ’ τό
μηνίγγι πέτρωσα. Στό βάθος τοῦ σαλονιοῦ στεκόταν ὁ μπαμπᾶς. Κρατοῦσε ὑψωμένο
τό χέρι του. Στό χέρι του κρατοῦσε τό πιστόλι του.
– Πατέρα!
Τήν ἴδια νύχτα, ἀργότερα
Ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού τόν
φώναξα «πατέρα».
Τήν ἴδια νύχτα, ἀργότερα
Τοῦ τά ἐξήγησα ὅλα. Μοῦ τά ἐξήγησε ὅλα.
Μπαίνοντας στό σαλόνι τά βήματά του πνιγήκανε στά χαλιά. Ὕστερα ἤτανε τ’ ἀνοιχτό
παράθυρο, ἡ δυνατή βροχή, ὁ ἄνεμος ὁ δυνατός. Μήτε πού μποροῦσε νά ὑποψιαστεῖ ὅτι
βρισκόμουνα στό σαλόνι ἐγώ. Καί πιό πολύ ὅτι εἶχα ἀποφασίσει νά κάνω τό ἴδιο
πού κι αὐτός...
Τήν ἴδια νύχτα, ἀργότερα
Στήν τραπεζαρία βρίσκεται τό τζάκι.
Σκεφτήκαμε ν’ ἀνάψουμε φωτιά. Κρυώναμε κι οἱ δυό. Μέ βοήθησε ὁ πατέρας στή
φωτιά. Γονάτισε πλάϊ μου καί μέ βοήθησε. Πλάϊ μας, σ’ ἕνα χαμηλό τραπεζάκι εἴχαμε
ἀκουμπήσει ἀπό μέρες κάτι βιβλία. Σέ μιά στιγμή ζαλίστηκα ἀπ’ τήν ἀναμμένη
φωτιά, πῆγα νά κρατηθῶ κάπου, πιάστηκα στό τραπεζάκι καί τά βιβλία χυθήκανε
στό πάτωμα. Ἕνα ἔπεσε μέσα στή φωτιά. Ἤτανε ὁ «Ἀντίχριστος».
Περίμενα ν’ ἀπλώσει τό χέρι του ὁ
πατέρας νά τόν σώσει ἀπ’ τίς φλόγες. Αὐτός περίμενε τό ἴδιο ἀπό μένα. Μά δέν ἔκανε
κανένας καμιά κίνηση. Γονατισμένοι στό πάτωμα, κοιτάζαμε τή φωτιά πού ἔτρωγε
τόν Ἀντίχριστο.
Πρῶτα ἔφαγε τά μέσα φύλλα. Ἔπειτα τό ὄνομα:
Φρειδερῖκος Νίτσε. Ἔπειτα τό «Ο». Ἔπειτά τό «Α», τό «Ν», τό «Τ», τό «Ι»... ἔπειτα.
Ἔπειτα, τίποτα.
Τήν ἴδια στιγμή χώσαμε κι οἱ δυό μας
τά χέρια στή φωτιά. Ἀπ’ τόν «Ἀντίχριστο» εἶχε ἀπομείνει μιά λέξη, μιά
καινούργια λέξη: ΧΡΙΣΤΟΣ.
Τήν ἴδια νύχτα, ἀργότερα
Τά χέρια μας εἶναι κόκκινα καί
πρησμένα. Τά μάτια μας εἶναι κόκκινα καί πρησμένα ἀπ’ τά δάκρυα. Ἀπ’ τά
δάκρυα τῆς χαρᾶς.
Τήν ἴδια νύχτα, ἀργότερα
Ἀκούω τίς χριστουγεννιάτικες
καμπάνες. Ἡ φωνή τους λέει γιά δυό ἀνθρώπινες καρδιές, καί γιά κάποιον πού
γεννήθηκε ἀπόψε μέσα σ’ αὐτές τίς δυό καρδιές, καί...
Δέν μπορῶ ἄλλο. Τά δάκρυα ἀπ’ τά
μάτια μου μπλέκουνται μέ τά δάκρυα τοῦ πατέρα, καί μέ τίς φλόγες τῆς φωτιᾶς στό
τζάκι.
(Ἀπό τόν ἐπετειακό Τόμο πενταετίας
2005-2009 τοῦ Συλλόγου «ΦΙΛΟΙ ΙΕΡΟΥ ΚΟΙΝΟΒΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου