Ἡ πάνσεπτη Κοίμηση τῆς Θεοτόκου καί ἡ θεία Μετάστασή της στόν Οὐρανό
Στά βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πού γιορτάζεται στίς 15 Αὐγούστου, σημειώνεται μ' αὐτά τά λόγια: «τῇ ιε´ τοῦ αὐτοῦ μηνός, μνήμη τῆς Πανσεβασμίας μεταστάσεως τῆς ὑπερενδόξου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας». Καί ἀναφέρεται στή συνέχεια τοῦ συναξαριοῦ ὅλη ἡ ὑπόθεση τῆς Μεταστάσεως τῆς Παναγίας, ὅπως μᾶς τήν διέσωσε ἡ πάντιμη Παράδοση, μιά πού τά Εὐαγγέλια δέν ἀναφέρουν τίποτε γιά τήν Κοίμηση τῆς Παναγίας.
Ὅταν ὁ Χριστός θέλησε νά καλέσει
κοντά του τήν Παναγία Μητέρα του, τῆς φανέρωσε αὐτή τή θέλησή του τρεῖς μέρες
πρίν ἀπό τήν Κοίμηση, στέλνοντας τόν Ἀρχάγγελο Γαβριήλ, τόν ἴδιον ἄγγελο πού εἶχε
ὑπουργήσει καί στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ὁ Ἀρχάγγελος κατέβηκε, τῆς ἔδωσε ἕνα
κλωνάρι φοινικιᾶς _ ἴσως κι αὐτό νά κρύβει ἕνα βαθύ συμβολισμό _ καί τῆς ἀνήγγειλε
τή θεία της Μετάσταση ἀπό τή γῆ στόν Οὐρανό, ἀπό τή ζωή τήν πρόσκαιρη, στή ζωή
τήν ἀθάνατη. Ἀκούοντας τόν ἀγγελικό αὐτό λόγο ἡ Παναγία, ἐχάρηκε κι ἀνέβηκε μέ
σπουδή πάνω στό Ὄρος τῶν ἐλαιῶν γιά νά προσευχηθεῖ καί νά εὐχαριστήσει τόν Θεό.
Στό δρόμο πού ἀνέβαινε πρός τό Ὄρος, τά δέντρα, σά νά' ταν ἔμψυχα καί λογικά, ἔσκυβαν
καί τήν προσκυνοῦσαν. Εἶναι γνωστό, πώς ἐκεῖ ψηλά ἀνέβαινε συχνά ἡ Παναγία καί
προσεύχονταν ὧρες πολλές. Τόσο πολύ, πού, ὅπως ἀναφέρει ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης,
ἀπ' τίς συνεχεῖς γονυκλισίες τῆς Παναγίας οἱ πλάκες τοῦ ἐδάφους ἐβαθούλωσαν, κι
αὐτά τά βαθουλώματα φαίνονταν ὥς τόν καιρό πού ζοῦσε ὁ ἅγιος Ἀνδρέας καί πιό ὕστερ'
ἀκόμη: «τάς κλίσεις τῶν ἱερῶν γονάτων τοῦ πανάγνου σώματος αἱ πρός τοὔδαφος
κατεστρωμμέναι πλάκες διωλύγιον (δηλ. μεγαλοφώνως) ἀνακράζουσιν». Ἀφοῦ ἔμειν'
ἐκεῖ πολλήν ὥρα ἡ Παναγία καί προσευχήθηκε, γύρισε στό σπίτι της, ὅπου
μπαίνοντας αἰσθάνθηκε σάν νά τό κουνοῦσε κάποιος σεισμός. Ἄναψε φῶτα πολλά καί
κάλεσε τίς συγγένισσες καί τίς γειτόνισσες της. Καθαρίζει κ' εὐπρεπίζει
τά πάντα, μέχρι καί τό νεκροκρέββατό της, κ' ἔτσι τούς φανερώνει τά λόγια τοῦ
Θεοῦ πού τῆς ἔφερε ὁ Ἀρχάγγελος. τούς δείχνει καί τό κλωνάρι τῆς φοινικιᾶς. Οἰ
καλεσμένες γυναῖκες ἄρχισαν νά θρηνοῦν καί νά χύνουν δάκρυα. Κ' ἡ Παναγία τίς
παρηγοροῦσε, πώς κι ἀπό τόν Οὐρανό θά τίς φυλάγει καί ὅταν τῆς τό ζητοῦν θά τίς
παρηγορεῖ στόν κάθε πόνο τους. Ἐκείνη τήν ὥρα μιά βροντή ἀκούστηκε καί σύννεφα
πολλά ἐσκέπασαν τό σπίτι τῆς Παναγίας. Κ' ἕνας-ἕνας ἄρχισαν νά κατεβαίνουν οἱ Ἅγιοι
Ἀπόστολοι, πού ἔφτασαν ἐδῶ ἀπό τά πέρατα τῆς Οἰκουμένης, ὅπως λέγει καί ὁ ἱερός
ὑμνογράφος:
Νεφέλαι τούς Ἀποστόλους αἰθερίους
διήρπαζον
καί κοσμικῶς διεσπαρμένους
ὁμοχώρους παρέστησαν, τῷ ἀχράντῳ σου
σώματι.
Μαζί μέ τούς Ἀποστόλους ἦταν κι ὁ ἅγιος
Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης, ὁ διδάσκαλός του ἅγιος Ἱερόθεος, ὁ ἀπόστολος Τιμόθεος
κι ἄλλοι ἱεράρχαι, καθώς κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἐκεῖ δέν μποροῦσε νά ξεχωρίσει
κανείς ποιά ἤτανε δάκρυα λύπης καί ποιά δάκρυα χαρᾶς, πού ἔσταζαν πλούσια ἀπ'
τά μάτια τῶν ἁγίων Ἀποστόλων. Ἡ Παναγία τούς ἀποχαιρετᾶ ὅλους, προσεύχεται μέ
θερμές δεήσεις καί ἱκεσίες στόν Υἱό καί Θεό της, γιά τήν εἰρήνη τοῦ κόσμου καί
γιά τήν ἐνδυνάμωση τῶν Ἀποστόλων, καί ἀνακλίνεται στό νεκροκρέββατο πού ἡ ἴδια
πρίν λίγο εἶχε ἑτοιμάσει. Εὐλογεῖ τούς Ἀποστόλους καί παραδίνει τήν παναγία
ψυχή της στά χέρια τοῦ Υἱοῦ της, πού κατέβηκε νά τήν παραλάβει _ ὅπως εἰκονίζει
τό θαῦμα ἡ βυζαντινή ἁγιογραφία, πού δείχνει τόν Χριστό ν' ἀνεβάζει σάν νήπιο
στόν οὐρανό τήν ψυχή τῆς Παναγίας. Τότε οἱ Ἀπόστολοι, ἀφοῦ τῆς ἔψαλαν τά ἐπιτάφια
ἐγκώμια, σήκωσαν τό νεκροκρέββατο καί μέ λαμπάδες καί ὕμνους ἐξοδίους, κίνησαν
νά ἐνταφιάσουν τό θεοδόχο σῶμα τῆς Θεομήτορος στή Γεθσημανῆ. Τήν ἀκολουθία
συνόδευαν ἀπό ψηλά οἱ μελωδικές φωνές τῶν ἀγγέλων. Μόνο οἱ φθονεροί Ἑβραῖοι δέν
βαστοῦσαν νά βλέπουν καί ν' ἀκοῦνε τόσα θαύματα, καί σκέφτηκαν νά
γκρεμίσουν καί νά μολύνουν τό νεκροκρέββατο τῆς Παναγίας. Δέν πρόφτασαν ὅμως νά
προχωρήσουν στή σατανική τους ἐπιχείρηση καί τυφλώθηκαν ὅλοι τους. Ἕνας
μάλιστα, πού πλησίασε τό πάναγνο σῶμα τῆς Παναγίας ἄφησ' ἐκεῖ κομμένα, στή
στιγμή, τά χέρια του. Μόνον ἀργότερα, σάν μετανόησαν εἰλικρινά καί πίστεψαν, εἶδαν
τό φῶς οἱ τυφλοί κ' ἔλαβε πάλι τά κομμένα χέρια του ὁ Ἰεφονίας. Σάν ἔφθασαν στή
Γεθσημανῆ οἱ Ἀπόστολοι, ἐνταφίασαν μέ πολλές τιμές τό πάνσεπτο σκῆνος τῆς
Θεοτόκου κ' ἔμειναν ἐκεῖ ἐπί τρεῖς ἡμέρες, ἀκούγοντας μέρα καί νύχτα τούς
ὕμνους πού ἔψελναν ἀκατάπαυστα οἱ φωνές τῶν ἀγγέλων. Ἀπ' τήν κηδεία ἔλειπε,
κατά θείαν οἰκονομία, ἕνας ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους (πολλοί λέγουν πώς αὐτός ἤτανε
πάλι ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς), πού ἦρθε τήν τρίτη μέρα, πολύ λυπημένος πού δέν ἀξιώθηκε
νά ἰδεῖ κ' ἐκεῖνος, ἐκεῖνα πού εἶδαν ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἀπόστολοι. Τότε ἄνοιξαν τόν
τάφο γιά νά προσκυνήσει τό σῶμα τῆς Θεοτόκου καί ὁ καθυστερημένος Ἀπόστολος. Ἀλλά
μέ θαυμασμό καί ἀπορία ὅλοι τους ἀντίκρυσαν τόν τάφο ἀδειανό! Δέν ὑπῆρχαν παρά
μόνο τά «ἐντάφια σπάργανα», ὅπως καί στόν Χριστό, δηλ. τά νεκροσέντονα.
Γονάτισαν οἱ Ἀπόστολοι καί προσκύνησαν τόν κενό τάφο τῆς Παναγίας, πού εἶχε
«μετασταθεῖ», καί εἶχε ἀναληφθεῖ στόν Οὐρανό. [...]
Ἕνα σημεῖο πού ὁ ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης
ἄπλετα φωτίζει, μέ τούς τρεῖς ὑπέροχους λόγους του στήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, εἶναι
ἐκεῖνο πού ἀφορᾶ στό σῶμα πού μετατέθηκε ἀπό τόν τάφο τῆς Θεομήτορος. Τό σῶμα αὐτό
δέν ἦταν ἡ χωμάτινη σάρκα πού φοροῦσε ἡ Παναγία ὅταν ζοῦσε στή γῆ, ἀλλά τό ἀφθαρτισμένο
καί πνευματικά «ἀλλαγμένο» σῶμα, ὅπως ἀκριβῶς γράφει σ' ἕνα σημεῖο ὁ ἀπόστολος
Παῦλος: «Οἱ νεκροί ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καί ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα. δεῖ γάρ τό
φθαρτόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καί τό θνητόν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν»
(Α´ Κορ. ιε´ 51-52).
Τό «ὑπεράγνωστο» μυστήριο τῆς
Μεταστάσεως, μέ τήν ἀλλαγή καί τήν ἀφθαρτοποίηση τοῦ σώματος τῆς Παναγίας, δέν
μπορεῖ ὁ χριστιανός νά τό κατανοήσει δίχως τήν θείαν «ἀκτῖνα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας»,
ἡ ὁποία θά μᾶς ἱκανώσει νά ἐνδοσκοπήσουμε πνευματικά τό μέγα μυστήριο. Καί νά ἰδοῦμε
σ' αὐτό ὄχι μονάχα τήν ἀλλαγή καί τήν ἀφθαρτοποίηση τοῦ σώματος τῆς Παναγίας,
μά καί τῶν σωμάτων ὅλων τῶν χριστιανῶν, πού μέ μιά ἁγία ζωή θά κατορθώσουν νά
φτάσουν στή θέωση, πού εἶναι ὁ μεγάλος προορισμός κάθε πιστοῦ, τό «τέλος» καί
τό τέρμα κάθε πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Μερικές ἀντιρρήσεις εἶχαν ἐγερθεῖ
παλαιότερα, σχετικές μέ τήν ὀνομασία τῆς Μεταστάσεως. Ἀφοῦ τό ἄχραντο σῶμα τῆς
Παναγίας ἀναστήθηκε καί ἀναλήφθηκε, ὅπως τοῦ Υἱοῦ καί Θεοῦ της, γιατί δέν
λέγεται Ἀνάσταση καί ἀνάληψη, ἀλλά Μετάσταση; Καί ἀπαντοῦν οἱ Πατέρες: α) Γιατί
ἡ ἀνάσταση καί ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου δέν εἶναι γραμμένη, ὅπως τοῦ Χριστοῦ, στά ἅγια
Εὐαγγέλια, β) γιατί ἡ ἀνάσταση καί ἀνάληψη τῆς Θεοτόκου εἶναι μυστικό δόγμα τῆς
Ἐκκλησίας καί ὄχι κήρυγμα, γι' αὐτό καί καλύπτεται, καί στούς λόγους ἀκόμα τῶν
Πατέρων, μέ μυστικότητα καί σιωπή. Εἶναι σχετικά γνωστή ἡ ἔκφραση τοῦ Μεγάλου
Βασιλείου: «τά μέν δόγματα σιωπᾶται, τά δέ κηρύγματα δημοσιεύεται», καί γ)
γιατί ἡ Μετάσταση εἶναι, ὡς ἔννοια, καθολικώτερη ἀπό τήν Ἀνάσταση καί τήν Ἀνάληψη.
ἔτσι, ὅ,τι ἀναστηθεῖ καί ἀναληφθεῖ, σίγουρα θά μετασταθεῖ. Ἡ Μετάσταση λοιπόν τῆς
Θεοτόκου, ἔχει μέσα της καί τήν ἀνάσταση καί τήν ἀνάληψη. [...]
Ὁ χριστιανός, πού πιστεύει βαθιά,
σκύβει αὐτή τή μέρα, βλέπει τόν ἄδειο τάφο της, πληροφορεῖται τήν θεία
Μετάσταση καί βλέπει στό βάθος τῶν θείων κριμάτων καί τήν ἐλπίδα τῆς δικῆς του
μεταστάσεως. Κ' ἔτσι ὁ τάφος αὐτός δέν γίνεται μόνο γιά τήν Παναγία «κλῖμαξ
πρός οὐρανόν», ἀλλά καί γιά τόν κάθε πιστό πού ἀγωνίζεται κάτω ἀπ' τόν Σταυρό
τοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό καί ἡ μνήμη τῆς Κοιμήσεως «δέν εἶναι λυπηρά καί πενθική, ἀλλά
χαροποιά καί εὐφρόσυνος». «Διά ταῦτα τοίνυν, λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς,
καί ὁ θάνατος αὐτῆς ζωηφόρος, εἰς οὐράνιον καί ἀθάνατον μεταβιβάζων ζωήν, καί ἡ
τούτου μνήμη χαρμόσυνος ἑορτή καί παγκόσμιός ἐστι πανήγυρις».
(Ἀπό τό βιβλίο «ΕΡΩΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ» τοῦ Π.Β.Πάσχου, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, Ἀθῆναι 1987, σ.63-69)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου