Στον κεντρικό κορμό του πολιτισμού
του κάθε Έθνους, κοντά στη ρίζα του, βρίσκεται το “story telling” οι ιστορίες,
οι μύθοι, τα έπη του.
Η Ιστορία ξεκινάει από μια φωτιά στη μέση της καλύβας, εκεί που οι γηραιότεροι αφηγούνταν ιστορίες και φτάνει στις μέρες μας που μέσω μιας οθόνης μπορεί κανείς να παρακολουθήσει την εξέλιξη μιας φανταστικής ιστορίας, ενός επινοήματος, γραμμένου με βάση τις νόρμες του πολιτισμικού “σύμπαντος” στο οποίο ανήκει, ή να δει ένα ξένο έργο, παρακολουθώντας άλλα ήθη και λαούς.
Στην εποχή μας, τα τεχνολογικά μέσα
εξειδικεύονται, υπερεκσυγχρονίζονται και έτσι ανεβάζουν το κόστος παραγωγής
ενός έργου, όμως, σε μικρή κλίμακα μπορεί να υπάρχει ένα υποτυπώδες πρώτο
στρώμα παραγωγής που να μπορεί να το αντέξει οικονομικά η εκάστοτε τοπική,
μικρή αγορά.
Έτσι, στην Ελλάδα έχουμε κάποια
σήριαλ και ταινίες χαμηλού κόστους κυρίως. Όμως, ως δείγμα πολιτισμικής αλώσεως
και αλλοτριώσεως, τίποτε από αυτά δεν αφορά την εθνική ιδιοπροσωπία, καθώς
είναι εξελληνισμένοι οι τύποι ξένων αφηγημάτων. Η πολιτισμική μας πενία, είναι
περισσότερο έκδηλη, όταν αφορά την παιδική τηλεόραση και το παιδικό σινεμά,
όπου εκεί απουσιάζει εντελώς η εγχώρια δημιουργία.
Τα ελληνόπουλα πλέον στερούνται πλήρως παιδικών έργων που έχουν να κάνουν με την ελληνική πραγματικότητα. Ο εθισμός τους σε ξένα μοτίβα, είναι ένας πολιτισμικός γενιτσαρισμός που δημιουργεί βαθιές ρίζες στον ψυχισμό τους, ώστε να μετατραπούν σε ακόλουθους του δυτικού κοσμοειδώλου.
Αν εμείς και οι προηγούμενοί μας, προλάβαμε τον καραγκιόζη, τη Φρουτοπία, του
κουτιού τα παραμύθια, τον Κλούβιο και την Σουβλίτσα, τον Μικρό Ήρωα, τα νέα
παιδιά δεν έχουν καμμία εικόνα από αυτά και κυρίως, έχουν αναπτύξει ένα ψυχικό
και νοητικό υπόβαθρο μαζί με αισθητική που τους είναι αδύνατο να τα παρακολουθήσουν
πλέον. Και τι θα μπορούσαμε σήμερα να περιμένουμε από την αλλοτριωμένη
“πνευματική” ζωή του τόπου μας να δημιουργήσει για τα παιδιά; τον σούπερ-ήρωα
ελληνογκανέζο Μομπούτου που έμαθε ελληνικά σε μια νύχτα, ή την Φαμπιάν, την
διεμφυλική φώκια από την Αλόννησο που έγινε βίγκαν;
Αυτήν ακριβώς την πολιτισμική
διείσδυση την είδαν νωρίς στην Σοβιετική Ένωση, έναν συνασπισμό κρατών με
ισχυρή ιδεολογική υποδομή και δημιούργησαν πολιτισμικά “αντίμετρα”, δηλαδή, τα
κλασσικά σοβιετικά καρτούν που γνωρίζουμε ( όπως ο Τρελολύκος (Nu pogodi),
Μπολεκ και Λόλεκ, αλλά και πιο σύγχρονα όπως στις μέρες μας στην Ρωσία, η
γλυκιά Μάσα και ο Αρκούδος της.
Το σινεμά και η τηλεόραση δεν είναι
μόνο ένα μέσο για εσωτερική κατανάλωση όπου μπορείς να προβάλεις στον λαό σου
τις ιστορίες του, αλλά και ένα μέσο εξαγωγής πολιτισμού, πολιτισμικής
διείσδυσης, ένα μέσο ήπιας ισχύος και επηρεασμού της διεθνούς κοινής γνώμης.
Έτσι, όπως το αμερικανικό σινεμά επί
δεκαετίες παρουσιάζει τους Ρώσους ως το απόλυτο κακό, είτε είναι η αντίπαλη
δύναμη πάνω σε ένα ρινγκ πυγμαχίας (Ρόκυ), είτε είναι μια στρατιωτική δύναμη
όπως στις δεκάδες ταινίες για το Αφγανιστάν ή τα υποβρύχια, έτσι και το αγγλικό
σινεμά παρουσιάζει τους Κινέζους ως αιμοβόρους για παράδειγμα στο “55 ημέρες
στο Πεκίνο” με τους υπέροχους David Niven και Charlton Heston στον ρόλο των
καλών Δυτικών, που παλεύουν με εξαθλιωμένους Κινέζους που σφάζουν αδιακρίτως.
Βεβαίως οι Κινέζοι σε αυτή τη φάση
λιμοκτονούσαν κατά χιλιάδες, μαστιζόμενοι ταυτόχρονα από λοιμώδη νοσήματα ένεκα
της εξαθλίωσής τους αλλά και από την υποχρεωτική διάδοση του οπίου, με το οποίο
οι αποικιοκράτες είχαν καταφέρει να καταστείλουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του
πληθυσμού. Σημειωτέον στο 1900, την Κίνα την μοιράζονταν σχεδόν ολες οι μεγάλες
χώρες του τότε Δυτικού Κόσμου, Βρετανία, Ιαπωνία, Γαλλία, Γερμανία και Ρωσσία,
όπως και η Ολλανδία (τη μισή Ταϊβαν).
Και ερχόμαστε στο σήμερα.
Το κινέζικο κράτος που έχει διδαχθεί από τις αποτυχίες του παρελθόντος
(Πολιτιστική επανάσταση του Μάο) αλλά και από τα παραδείγματα της Δύσεως, άφησε
τα πράγματα να κυλήσουν υπέρ του. Η Κινεζική κινηματογραφική σχολή άνθισε,
παρήγαγε λουλούδια, σπουδαίους ηθοποιούς και ωραίες ταινίες που εξηγαγαν προς
την Δύση την Κινεζική κουλτούρα και αφήγημα του τρόπου ζωής τους. Δημιουργήθηκε
μια υποδομή που σιγά σιγά θα εργαλειοποιηθεί με τον ίδιο τρόπο που το πράττει
και η Δύση τόσες δεκαετίες.
Έτσι, το 2017 γυρίστηκε αυτή εδώ η
ταινία, το “Chasing the Dragon” με τον Donnie Yen όταν βρίσκεται στο απόγειο
της δόξας του μετά το τρίτο Ip Man και τον Andy Lau, έναν εξίσου επιτυχημένο
Κινέζο ηθοποιό, με καταγωγή από το Χονγκ Κονγκ.
Η ταινία αφορά την μία από τις “Τέσσερις Ασιατικές Τίγρεις” όπως αποκαλούνται
τα τέσσερα προπύργια της Δύσεως, με τα οποία κρατούν περιχαρακωμένη την Κίνα οι
δυτικές δυνάμεις. Η μισή Κορέα, η νήσος της Ταϊβάν, το Χονγκ Κονγκ και η
Σινγκαπούρη. Είναι τα τέσσερα σημεία στα οποία το δυτικό φιλελεύθερο σύστημα
συγκέντρωσε τις δυνάμεις του ώστε να δημιουργήσει ανασχετικούς οικονομικούς
πυρήνες, ανταγωνιστικούς προς το κινέζικο υβριδικό οικονομικό σύστημα.
Στα πλαίσια της αφήγησης του έργου
περιγράφεται ο τρόπος των Άγγλων να επιβάλλονται σε ξένες χώρες, με το “διαίρει
και βασίλευε” ή με το να δημιουργούν εσωτερικές πληγές (δημιουργία πατήματος
στον εχθρό βλ. Κύπρο και Τούρκους ή νοσηρές καταστάσεις στην Κίνα π.χ.
εγκληματικότητα, όπιο και ναρκωτικά).
Η Κίνα δημιουργεί πλέον ταινίες, στις οποίες σιγά σιγά ενσταλάζει το δικό της δίκαιο, δημιουργώντας το αφήγημα που χρειάζεται ο λαός για να αποδεχθεί και να στηρίξει τις πολιτικές του κράτους που δείχνει αποφασισμένο να ανακτήσει τα εδάφη του από τις δυτικές αποικιακές δυνάμεις, που ακόμα και σήμερα καταπατούν την Κινεζική γη δια των αντιπροσώπων τους.
Διότι και η Ταϊβάν μπορεί μεν να κυριεύθηκε αρχικά από τους Κινέζους
εθνικιστές, αλλά δεν αποτελεί επ’ ουδενί έναν εθνικιστικό παράδεισο αλλά μάλλον
έναν καθρέφτη των Δυτικών κοινωνιών με κινεζικό πρόσωπο, εξαρτημένη βεβαίως από
την ισχύ της Δύσεως.
Βλέπουμε μόνο την αρχή των πραγμάτων…
Κάθε ιστορία έχει δύο όψεις κι εμείς ως τώρα βλέπαμε μόνο την Δυτική…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου