Σ |
τό
μοναστήρι τῆς Σπηλιᾶς τῶν Ἄγραφων ὑπάρχει μία θαυματουργή εἰκόνα τῆς Παναγίας,
πού βρέθηκε τό 1904 μέ τρόπο θαυμαστό ἀπό τούς ἀδελφούς Ἀθανάσιο καί Παρθένιο.
Στά
χρόνια τῆς τουρκικῆς σκλαβιᾶς, ὅλος ὁ θεσσαλικός κάμπος ἔχει προσκυνήσει τόν Τοῦρκο.
Στό μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Σπηλιώτισσας, πυργωμένο σάν ἀετοφωλιά σέ μίαν ἀπρόσιτη
κορυφή τῶν Ἄγραφων, δέν ἔχει πατήσει ὁ κατακτητής.
Γιά
νά φτάσεις ὥς ἐκεῖ, ἔπρεπε νά περάσεις ἕνα κατηφορικό μονοπάτι, ἀπότομο καί
πλαγιαστό, πού ἴσα-ἴσα χωροῦσε ἕνας ἄνθρωπος. Κάτω ἔχασκε ἡ ἄβυσσος.
Στό πανηγύρι τῆς μονῆς τόν Δεκαπενταύγουστο, μερικοί εὐλαβεῖς προσκυνητές ἔβλεπαν τήν ἴδια τήν Παναγία. Τήν ἔβλεπαν νά στέκεται πελώρια στήν ἄκρη τοῦ γκρεμοῦ μέ ἀνοιχτά τά χέρια, τεῖχος γι᾿ αὐτούς πού πήγαιναν νά τήν τιμήσουν, μήν ξεγλιστρήσει κανείς στό βάραθρο. Λένε ἀκόμη, πώς κανείς ποτέ δέν χάθηκε ἀπ᾿ὅσους κατευθύνονταν ἐκεῖ.
***
Τό
μοναστήρι λοιπόν, εἶχε γίνει καρφί στό μάτι τῶν ἀπίστων. Τό εἶχαν καημό. Ὁλόκληρη
τουρκιά νά σκοντάφτει σέ λίγες πέτρες καί ντουβάρια!
Μά
πῶς νά φτάσουν ὡς ἐκεῖ; Ἐκτός ἀπ᾿ τήν κοπιαστική πορεία –ἤθελαν δύο μέρες δρόμο
ἀπό τό Μουζάκι σέ μέρη ἄγνωστα καί ἀφιλόξενα–, ἔπρεπε νά περάσουν ἐκεῖνο τό ἀπόκρημνο
μονοπάτι. Κι ἄν κυλήσει κανείς στόν κατήφορο καί παρασύρει κι ἄλλους καί γίνει
πανικός καί χαθοῦν οἱ γενίτσαροι;
Σκέφτηκαν
νά τούς κάνουν ἀποκλεισμό. Πόσο ὅμως θά κρατοῦσαν; Θά᾿ρχόταν ὁ χειμώνας, θά ἔπεφτε
ἕνα μπόι χιόνι καί θά᾿πρεπε νά φύγουν. Ὕστερα, ἐκεῖνοι οἱ κατσικάνθρωποι τῶν
γύρω χωριῶν θά σκαρφάλωναν ἀπό ἀλλοῦ καί θά ἔφταναν ὥς ἐκεῖ. Ἄσε πού τά
κελλάρια τῆς μονῆς θά ἦταν γεμάτα. Μά κι ἐκεῖνα τά σκυλιά τίς πιό πολλές ἡμέρες
τοῦ χρόνου νηστεύουν τοῦ θανατᾶ. Καρφί δέν θά τούς καιγόταν ἄν τούς πολιορκοῦσαν.
Στέλνουν
λοιπόν μήνυμα στούς μοναχούς τῆς Σπηλιᾶς –πρᾶγμα πού καί πάλι τό εἶχαν κάνει–
γιά νά᾿ρθοῦν νά προσκυνήσουν, νά ὑποταγοῦν. Κανένα ὅμως ἀποτέλεσμα. Ὡς κι ὁ
δεσπότης τούς ἔστειλε μήνυμα νά κατέβουν καί νά ὑποταγοῦν, κρατῶντας βέβαια τήν
πίστη τους, ἀλλά ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν:
–Ἅγιε
Δέσποτα, σέ νοιώθουμε καί σέ καταλαβαίνουμε. Ὁ δρόμος σου εἶναι Γολγοθᾶς. Κάνε
σύ τό χρέος σου κι ἄσε νά κάνουμε κι ἐμεῖς τό δικό μας.
***
Τέλος,
οἱ Τοῦρκοι ἀποφάσισαν νά τούς χτυπήσουν. Ἕνα πρωΐ οἱ καλόγεροι βρέθηκαν
ζωσμένοι ἀπό τούς ἀπίστους.
–Ἀνοῖξτε!,
τούς φώναξαν. Φίλοι εἴμαστε. Θά μποῦμε σάν ἐπισκέπτες.
–Ἄπιστους
δέν δέχεται ἡ χάρη Της, ἀποκρίθηκαν οἱ μοναχοί.
Ὕστερα
ἀμπάρωσαν τίς πόρτες, ταμπουρώθηκαν καί ἄρχισε ἡ μάχη. Οἱ χαράδρες ἀντιλάλησαν ἀπό
τό ντουφεκίδι. Κάποτε ὅμως οἱ βαρειές πόρτες ὑποχώρησαν καί οἱ Ἀγαρηνοί ὅρμησαν
μέσα μέ ἀλαλαγμούς. Οἱ καλόγεροι δέν εἶχαν πιά ντουφέκια, βόλια, μπαρούτι. Ἅρπαξαν
μαχαίρια, ξύλα καί πέτρες. Ὁ ἀγώνας ἦταν ἄνισος καί τό αἷμα δέν ἄργησε νά
πορφυρώσει τά τριμμένα καί σκονισμένα ράσα.
Ὁ
ἡγούμενος ἦταν τήν ὥρα ἐκείνη στό ἱερό κι ἔκανε τήν κατάλυση. Οἱ ἄπιστοι τόν ἅρπαξαν,
τόν ἔδεσαν, τόν βασάνισαν. Ὕστερα ἔκαψαν καί ποδοπάτησαν τίς ἁγίες εἰκόνες καί
πῆγαν κι ἔφεραν τό ἅγιο δισκοπότηρο, πού εἶχε ἀκόμη μέσα τήν ἁγία μετάληψη. Ἕνας
Τοῦρκος τότε τό ἅρπαξε καί τό πέταξε στόν γκρεμό.
–Σκυλί!,
οὔρλιαξε ὁ γέροντας καί τά μάτια του γέμισαν δάκρυα.
Ἕνα
χαντζάρι ἀνέμισε στόν ἀέρα καί κατεβαίνοντας ἔκοψε τό κεφάλι τοῦ ἡγουμένου.
Τρεῖς
ἡμέρες οἱ γενίτσαροι γλεντοῦσαν τή νίκη τους. Κι ὅταν κουράστηκαν νά γλεντοῦν,
ξεκίνησαν γιά τόν κάμπο.
Ἡ
εἴδηση τῆς καταστροφῆς ἔπεσε στήν περιοχή σάν κεραυνός.
–Οἱ
Τοῦρκοι πάτησαν τό μοναστήρι τῆς Παναγιᾶς!
–Καί
θαῦμα;
–Δέν
ἔγινε.
–Τίποτε;
–Τίποτε.
–Δοξασμένο
τ᾿ ὄνομά σου Μεγαλόχαρη.
***
Τά
νεκρά σώματα τῶν μοναχῶν ἔμειναν ἄταφα. Κανείς δέν τολμοῦσε νά πλησιάσει. Μόνο
οἱ παπάδες στά χωριά διάβαζαν κρυφά τρισάγια γιά τίς ψυχές τῶν ἐθνομαρτύρων.
Κάποτε
ὅμως, οἱ πιό γενναῖοι ἀνηφόρισαν ὥς τό μοναστήρι. Ἔφθασαν ἀπόγευμα. Μαζί τους εἶχαν
κι ἕναν παπᾶ. Σφίχτηκε ἡ καρδιά τους μόλις ἀντίκρυσαν τούς σκοτωμένους.
Ἔπλυναν
τίς πληγές, τούς ἔβαλαν στήν ἐκκλησία καί τούς ξενύχτισαν. Τό πρωί τούς ἀσπάσθηκαν
ὅλους κι ὕστερα τούς ἔθαψαν. Χτύπησαν πένθιμα τήν καμπάνα καί κίνησαν γιά τά
χωριά τους.
Τό
μοναστήρι ἔκλεισε. Ποιός ξέρει ἄν θά ἔμενε κλειστό γιά πάντα! Στήν καρδιά τους ὅμως
κρυφόκαιε μία σπίθα ἐλπίδας.
Πέρασε
καιρός. Κάποια βραδιά ἕνα τσοπανόπουλο ἔβοσκε σέ μιά βουνοπλαγιά τά πρόβατά
του.
Ξαφνικά,
ἐκεῖ πού ρέμβαζε στή νύχτα, εἶδε στό βάθος τῆς χαράδρας φῶς. Ἀπόρησε. Τί νά᾿
ταν; Ἔτριψε τά μάτια του καί ξανακοίταξε. Φαινόταν κάτι σάν ἕνα μεγάλο καντήλι.
Εἰδοποίησε
τούς χωρικούς κι ἕνα πρωί κατέβηκαν ὅλοι μαζί, καμιά δεκαριά, στή χαράδρα. Μαζί
τους πῆγε κι ἕνας παπάς. Ὅταν πλησίασαν κοντοστάθηκαν. Μία εὐωδία ξεχυνόταν
γύρω τους. Σταυροκοπήθηκαν καί προχώρησαν.
Καί
τότε τί νά δοῦν!
Μπροστά,
πάνω σέ μία λεία πέτρα ἦταν, σφηνωμένο λές, τό ἅγιο δισκοπότηρο. Ἦταν τό
δισκοπότηρο τῆς Σπηλιᾶς. Μέσα του ἀνέπαφη μοσχοβολοῦσε ἡ τελευταία μετάληψη,
πού δέν πρόφτασε ὁ ἡγούμενος νά καταλύσει.
Ὁ
παπάς ἔτρεμε. Ὅλοι τους τώρα ἔκλαιγαν. Ἦταν μάρτυρες ἑνός θαύματος. Ὁ παπάς
σήκωσε εὐλαβικά τό δισκοπότηρο κι ἄρχισαν τόν ἀνήφορο. Τό τσοπανόπουλο ἀνέβηκε
πετῶντας, εἰδοποίησε τό χωριό καί χτύπησαν χαρμόσυνα τήν καμπάνα. Ὕστερα βγῆκαν
νά τούς προϋπαντήσουν.
Τήν
ἄλλη ἡμέρα ξεκίνησαν ὅλοι γιά τό μοναστήρι. Οἱ παπάδες λαμπροφορεμένοι, τά ἑξαπτέρυγα,
τά θυμιατά καί κόσμος πολύς. Ἐκεῖ ἀπόθεσαν τό ἅγιο δισκοπότηρο, λειτουργήθηκαν
καί δόξασαν τήν Παναγία Σπηλιώτισσα γιά τό θαῦμα της. Τό τσοπανόπουλο ἀπό κείνη
τήν ἡμέρα ἔμεινε στό μοναστήρι καί τό ξανάνοιξε ὕστερ᾿ ἀπό τήν καταστροφή. Ἦταν
διαλεγμένος ἀπό τήν Παναγία.
Ἔγινε
καλόγερος κι ὅταν ἀργότερα γέμισε ἡ Σπηλιά ἀπό μοναχούς, ἦταν ἕνας ἐνάρετος καί
φωτισμένος ἡγούμενος. Καί δέν ἔπαυε νά διηγεῖται μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση τό
θαῦμα πού ἀξιώθηκε νά δεῖ.
Ἀπό
τότε ἡ Παναγία πάντα θά κάνει καί κάποιο θαῦμα στό πανηγύρι της.
(Σωτήρης
Καραθάνος, «Τοῦ βουνοῦ καί τοῦ κάμπου»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου