Ζαχαρίας Β. Μίχας*
Η κατάσταση στη θαλάσσια περιοχή που κινείται ο τουρκικός
στολίσκος που συνοδεύει το ερευνητικό σκάφος “Ορούτς Ρέις” δεν έχει μεταβληθεί.
Η Τουρκία επιμένει στην επίδειξη σημαίας σε περιοχές που ανήκουν στην «ελληνική
υφαλοκρηπίδα και τα υπερκείμενα ύδατα» για να χρησιμοποιήσουμε το νεολογισμό
του Νίκου Δένδια για την περιγραφική αναφορά στην ΑΟΖ.
Παράλληλα, η Τουρκία, διά στόματος Τσαβούσογλου
κάνει το μοναδικό που γνωρίζει: Κλιμακώνοντας εκ νέου,
προαναγγέλλει την μέχρι το τέλος Αυγούστου παραχώρηση “οικοπέδων” στο δυτικό
άκρο της θαλάσσιας περιοχής που επιχειρεί να αποσπάσει το τουρκολιβυκό μνημόνιο,
καθώς επίσης και την μετάβαση του Ορούτς Ρέις έξω από την Κάρπαθο.
Αποστολή του Ορούτς Ρέις εξάλλου δεν είναι να πραγματοποιήσει σοβαρές σεισμικές έρευνες, αλλά να δημιουργήσει πολιτικό τετελεσμένο. Γι’ αυτό τον σκοπό θα σταλεί και στην οριοθετημένη πλέον ελληνική υφαλοκρηπίδα.
Αυτό ίσως γίνεται για την επαναφορά στη διπλωματική
διαδικασία, αλλά υπό το βάρος ενός νέου τουρκικού τετελεσμένου. Την
ίδια στιγμή σε εξέλιξη βρίσκονται διπλωματικές παρασκηνιακές ενέργειες με στόχο
την αποκλιμάκωση και την επάνοδο των δύο πλευρών στο τραπέζι των
διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ από έγκυρα μέσα ενημέρωσης, η
Αθήνα φέρεται να έχει την υποστήριξη των ΗΠΑ, οι οποίες διαπιστώνουν “προκλητικές”
–άρα παράνομες;– τουρκικές ενέργειες, όπως αποτυπώθηκε και στην προ ωρών
τοποθέτηση του State Department για το θέμα.
Ωστόσο, το ζήτημα είναι περισσότερο πολύπλοκο. Η
προοπτική δεν φαίνεται αισιόδοξη. Η Ελλάδα δεν αρνείται την προσφυγή στο
Διεθνές Δικαστήριο για την επίλυση του προβλήματος. Η προσφυγή, όμως,
προϋποθέτει την υπογραφή συνυποσχετικού από τις εμπλεκόμενες πλευρές.
Η Τουρκία, όμως, έχει διακηρύξει την πρόθεσή της να
θέσει το σύνολο των διεκδικήσεών της σε βάρος της ελληνικής κυριαρχίας, στο
πλαίσιο των διαπραγματεύσεων για υπογραφή συνυποσχετικού, ναρκοθετώντας έτσι
την διαδικασία. Στην πιο ακραία αποτύπωση του αδιεξόδου, για την Ελλάδα
είναι αδιανόητο να θέσει στην κρίση του οποιουδήποτε το εάν
κατοικημένα ελληνικά νησιά πρέπει να παραμείνουν στην Ελλάδα ή να δοθούν στην
Τουρκία!
Κατά συνέπεια, μοναδική περίπτωση να υπάρξει κάποια
προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη θα ήταν ή οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ,
χωρίς να μπουν στο τραπέζι τουρκικές εδαφικές διεκδικήσεις, ή οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ στην περιοχή του τόξου Καστελλόριζο-Ρόδος-Κάρπαθος-Κάσος-Κρήτη.
Η Τουρκία έχει συνείδηση ότι η θέση της είναι
εκτός διεθνούς δικαίου. Για τον λόγο αυτό δεν επιθυμεί το πρόβλημα να
κριθεί από δικαστήριο, αλλά στο πεδίο της ισχύος. Εάν δεν το
επιθυμούσε δεν θα ακολουθούσε την οδό του στρατιωτικού καταναγκασμού. Στόχος
της Τουρκίας είναι να καθίσει την Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων υπό
καθεστώς εκβιασμού και να αποσπάσει το μεγαλύτερο μέρος όσων διεκδικεί με
ελληνική συναίνεση, καθώς αυτή η συναίνεση θα ήταν που θα κάλυπτε και θα
νομιμοποιούσε την παρανομία.
Η στρατιωτική αντίδραση της Ελλάδας ακυρώνει στην πράξη
την τουρκική στρατηγική. Ωστόσο, δεν μπορεί να αδρανοποιήσει και το “σχέδιο Β”
της Τουρκίας, δηλαδή να βραχυκυκλώσει κάθε απόπειρα αξιοποίησης των κοιτασμάτων
υδρογονανθράκων της περιοχής, που αποτελούν σημαντικό μέρος του τουρκικού
κινήτρου για την εμπλοκή του στρατιωτικού εργαλείου.
Μπορεί η Ελλάδα να απολαμβάνει της στήριξης των ΗΠΑ και
να αναγνωρίζεται ο παράνομος χαρακτήρας των τουρκικών ενεργειών, αλλά το μεγάλο
ερώτημα είναι τί θα πράξουν οι φιλικά διακείμενες προς την Ελλάδα χώρες,
εάν και εφόσον δεν καταστεί δυνατό να επαναφέρουν την Τουρκία στη διπλωματική
διαδικασία.
Ένα δεύτερο ερώτημα είναι τι θα πράξουν αυτές οι χώρες
εάν οι δύο πλευρές ξαναρχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Με δεδομένο ότι η Τουρκία
αρνείται κατηγορηματικά το δικαίωμα των νήσων να έχουν ΑΟΖ, πόσο πιθανό
είναι οι δυτικές πιέσεις να στραφούν στην Αθήνα για να κάνει υποχωρήσεις με
σκοπό μια μοιρασιά που θα ικανοποιήσει προσωρινά την Άγκυρα;
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ήδη αποκαλέσει μη
αποδεκτή την τακτική ίσων αποστάσεων του ΝΑΤΟ, ενώ η ελληνική διπλωματία
ζήτησε τη σύγκληση του Συμβουλίου Υπουργών Εξωτερικών της ΕΕ. Προφανώς, από
ελληνικής πλευράς θα τεθεί μετ’ επιτάσεως το ότι οι ελληνικές θαλάσσιες
ζώνες είναι και ευρωπαϊκές, ενώ οι υδρογονάνθρακες που θα εντοπιστούν,
προορίζονται για να καλύψουν τις ανάγκες της ευρωπαϊκής αγοράς.
Το ζήτημα είναι ότι οι Τούρκοι κάθε μέρα που περνά
αποδεικνύουν με τη συμπεριφορά τους ότι η μοναδική γλώσσα που γνωρίζουν
είναι η γλώσσα της ισχύος. Η σθεναρή ελληνική στάση μπορεί να είναι
καλοδεχούμενη ως μέσο ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας, δεν είναι
όμως επαρκής.
Εάν η Ελλάδα δεν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό της, θα
πρέπει να αναγνωρίσει δυο απλές πραγματικότητες. Η πρώτη είναι ότι
η Τουρκία διά της συντήρησης της έντασης στο στρατιωτικό επίπεδο επιδιώκει να
φθείρει τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις, μέσω της παρατεταμένης
επιχειρησιακής εμπλοκής κυρίως του Πολεμικού Ναυτικού. Γνωρίζει καλά την υπερδεκαετή
ελληνική αδράνεια, καθώς επίσης και τις επιπτώσεις της.
Παράλληλα, μπορεί η Άγκυρα να διαπιστώνει αλλαγή στη
στρατιωτική στάση της Ελλάδας, αλλά συνεχίζει να εκτιμά ότι είναι
απίθανο η ελληνική ηγεσία να αποφασίσει “να πατήσει το κουμπί”. Εάν, όμως,
καταπατηθούν ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, αυτή η απόφαση θα ήταν η
μοναδική που θα μπορούσε να αποτρέψει έναν κατήφορο χωρίς τέλος.
Προφανώς, πρόκειται για μια απόφαση που εμπεριέχει μεγάλο
ρίσκο και κόστος. Το να βρίσκεται, όμως, εκτός της λίστας επιλογών της
ελληνικής πλευράς, σημαίνει ουσιαστικά ελληνική ήττα χωρίς μάχη. Ο χρόνος
κυλάει σε βάρος της Ελλάδας όσο δεν λαμβάνονται αποφάσεις για την άμεση και
δραστική ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Ο Ερντογάν πρέπει να πειστεί ότι ο ίδιος και η Τουρκία
έχουν πολλά περισσότερα να χάσουν εάν εμπλακούν σε σύρραξη με
την Ελλάδα. Η επιθετική στάση του με την διαρκή κλιμάκωση έχει ίσως στόχο να
συγκαλύψει αυτήν ακριβώς την αγωνία του.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο
Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου