Τό ἡμερολόγιο ἑνός παιδιοῦ (Ἀπόσπασμα ἀπό ἐπίκαιρο διήγημα)
Ἀντώνης Σαμαράκης
23 Ἀπριλίου 1945 – πρωΐ
Ἔχω τά γενέθλιά μου σήμερα. Ἔκλεισα
τά δεκαπέντε καί μπῆκα στά δεκάξι. Ἡ μαμά γιόρταζε τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης.
Γιόρταζε –ὁ παρατατικός ἔχει νόημα ἐδῶ. Γιατί ἡ μαμά ἔχει κάνει
κάτι, μά κάτι πολύ ἀπίθανο: ἔχει πεθάνει.
Ὁ μπαμπᾶς λέει, ἤμουνα πολύ μικρός
τότε, ὅταν ἦρθε ξαφνικά σπίτι μας αὐτός ὁ θάνατος. Καθόλου δέν τήν
θυμᾶμαι τή μαμά. (...)
24 Ἀπριλίου 1945
Ξέρω νά γράφω. Ἔτσι λένε μερικοί.
Καί δέν ἔχουνε ἄδικο. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μπορῶ νά χύνω στό χαρτί
τίς σκέψεις μου μέ πολλή εὐκολία. (...) Ἀπό μικρός εἶχα πολλές σχέσεις
μέ τά βιβλία. Ἄς εἶναι καλά ὁ μπαμπᾶς κι ἡ βιβλιοθήκη του! Ποτέ του
δέν μ᾿ ἐμπόδισε νά διαβάσω ὅ,τι ἔπεφτε στά χέρια μου. Ὦ, ὁ μπαμπᾶς
μου εἶναι σπουδαῖος μπαμπᾶς! Στή βιβλιοθήκη του ποζάρουνε τά μεγαλύτερα
ὀνόματα τῶν αἰώνων: Νίτσε, Χαῖκελ, Μπύχνερ, Φρόϋντ, Σοπενχάουερ.
Τί νά πεῖς τώρα γιά τά βιβλία τους! Περίφημα, ἐξαίσια, καταπληκτικά.
Καί βέβαια πού δέν εἶναι Καινή Διαθήκη
αὐτά τά βιβλία! Σέ καλό μου! Ποῦ πήγα καί τό θυμήθηκα αὐτό τό πρᾶμα!
Τήν Καινή Διαθήκη, θέλω νά πῶ. Δηλαδή δέν τή θυμήθηκα πρῶτος ἐγώ. Ὁ
Ἀντρέας τή θυμήθηκε πρῶτος. Μ᾿ αὐτόν εἴμαστε πρῶτα ξαδέρφια,
παιδικοί φίλοι, καί συμμαθητές. Στήν ἡλικία εἴμαστε τό ἴδιο. Μά ὄχι
καί στά μυαλά. Τά δικά του εἶναι γιά κλάματα! Τί λέτε πώς ἔκανε προχτές
στά γενέθλιά μου; Μοῦ ἔφερε, δῶρο, ἕνα βιβλίο τυλιγμένο σέ χαρτί,
καί δεμένο μέ κόκκινο σπάγγο. Εἶπα κι ἐγώ, θἆναι κανένα βιβλίο τῆς
προκοπῆς.
Τό δῶρο τοῦ Ἀντρέα ἤτανε μιά
Καινή Διαθήκη, παλιά ἔκδοση, ντυμένη μέ μαλακό μαῦρο δέρμα. Πφ!
Κι εἶχε ἕνα ἀθῶο ὕφος ὁ κύριος Ἀντρέας τή στιγμή πού μοῦ πρόσφερνε
τό δῶρο του!
– Πέτρο, μοῦ εἶπε, σοῦ ἔφερα αὐτό.
Δέν περιγράφεται τί γέλια πού κάναμε
μέ τόν μπαμπᾶ, ἀνοίγοντας ἀργότερα, τό πακετάκι τοῦ Ἀντρέα. Ἕνα ἀπ’ τά δυό: ἤ
πολύ βλάκας εἶναι ὁ ξαδερφούλης, ἤ πολύ χιουμορίστας.
Γοῦστο εἶχε ὁ μπαμπᾶς. Πῆρε μιά
λαβίδα – ξέχασα νά τό γράψω παραπάνω: ὁ μπαμπᾶς εἶναι γιατρός παθολόγος –
τήν ἀπολύμανε πρῶτα σέ οἰνόπνευμα, κι ὕστερα τσάκωσε ἀπ’ τ’ αὐτί τόν ἐνοχλητικό
ἐπισκέπτη.
– Πέτρο, μοῦ εἶπε. Τό νοῦ σου στά
μικρόβια! Αὐτή τή στιγμή σέ γλυτώνω ἀπό ἕνα τρομερό καί φοβερό μικρόβιο.
– Μερσί, μπαμπᾶ, τοῦ εἶπα.
Κρατώντας πάντοτε τό δῶρο τοῦ Ἀντρέα
μέ τή λαβίδα τό πέταξε σ’ ἕνα κασόνι ὁ μπαμπᾶς, ἀνάμεσα σέ πολλά παλιόχαρτα κι ἄλλα
ἄχρηστα πράματα, καί σέ βρώμικα πανιά.
28 Ἀπριλίου 1945
Αὐτό τό ἐπεισόδιο μέ τήν Καινή
Διαθήκη δείχνει καθαρά τίς σχέσεις τῆς οἰκογενείας μου – ἐμένα καί τοῦ μπαμπᾶ –
μ’ αὐτό τό βιβλίο, καί μέ τόν πρωταγωνιστή του. Πραγματικά ἡ θέση πού τοῦ ἔχουμε
δώσει εἶναι ἐκεῖ πέρα, μαζί μέ τά διάφορα ἄχρηστα, στό κασόνι. Μποροῦμε νά
κάνουμε τή ζωή μας καί χωρίς αὐτόν.
30 Ἀπριλίου 1945
Στή βιβλιοθήκη τοῦ μπαμπᾶ βρίσκεται ἕνα
βιβλίο. Μικρό εἶναι, μά ἔχει μεγάλη σημασία. Τό βιβλίο λέγεται «Ὁ Ἀντίχριστος».
Ὁ συγγραφέας του λέγεται Φρειδερῖκος Νίτσε. Αὐτό τό βιβλίο εἶναι τό πιό ἀγαπημένο
τοῦ μπαμπᾶ. Καί γιά μένα εἶναι τό ἴδιο. Σκέφτουμαι, καμιά φορά, τί ρόλο ἔχει
παίξει αὐτό τό βιβλίο στή ζωή τῶν δυό μας. Ἄρχισα νά τό αἰσθάνομαι αὐτόν τόν
καιρό: ὁ «Ἀντίχριστος» δέν εἶναι ἁπλᾶ ἕνα βιβλίο. Εἶναι κάτι πιό πολύ. Εἶναι ἕνα
ζωντανό πλάσμα. Μιά ὕπαρξη πού ζεῖ, κυκλοφορεῖ πλάϊ μας, κυβερνάει τό σπίτι
μας. Στήν οἰκογένειά μας εἴμαστε τρία πρόσωπα: ἐγώ, ὁ μπαμπᾶς κι ὁ Ἀντίχριστος.