Ξαβιέ Μαρτέν, καθηγητή Πανεπιστημίου
Μετάφραση: Ευάγγελος Δ. Νιάνιος
Ο Βολταίρος, όσο ανώτερος και αν
φαίνεται από όλες τις απόψεις, δεν μονοπωλούσε το φανατισμό μεταξύ των
συναδέλφων του. Ο Ρουσώ εξηγούσε στον [συγγραφέα] Μπερναντέν ντε Σαιν – Πιέρ, ο
οποίος τον επιδοκίμαζε: «Οι φιλόσοφοι φωνάζουν πολύ για την θεολογική
αδιαλλαξία, αλλά […] είναι τουλάχιστο ίδιοι με τους εχθρούς τους».
Τουλάχιστο ίδιοι: άρα πιθανώς περισσότερο. Οι δύο φίλοι δεν είναι οι μόνοι που
συμμερίζονται την ίδια άποψη.
Χειρότεροι από τους Ιησουίτες…
Ας πάρουμε την περίπτωση Λενγκέ.[i] Είναι
αναντίρρητο ότι αυτός προέρχεται από το φιλοσοφικό κίνημα. Αλλά αυτό το δυνατό
μυαλό κρατάει αποστάσεις από τους άλλους φιλοσόφους, των οποίων απεχθάνεται
έντονα τον αλαζονικό και βάναυσο σεκταρισμό. Διαγνώνοντας τον Φανατισμό των
Φιλοσόφων το 1764 έφτασε να το κάνει με πραγματικούς όρους τίτλο ενός
κατηγορητηρίου. Πρέπει να το δεχτούμε; Αυτά τα μεγάλα μυαλά δίνουν «την
αίσθηση ενός συνδέσμου τυραννικών λογίων και φιλοσόφων - διωκτών».
Εχουν υποδουλώσει τη λογοτεχνία «με την τρομοκρατία που εμπνέουν και το κακό
που της κάνουν». «Καταστρέφουν ανεπανόρθωτα όποιον έχει τη δυστυχία να
εντάσσεται στην πολιτοφυλακή τους. Ποτέ οι Ιησουίτες […] δεν είχαν τέτοια
υπερφίαλη φιλοδοξία, ούτε τόσο βάναυσο φανατισμό, ούτε τόσο ευρεία
απήχηση». Ποτέ οι Ιησουίτες: δεν είναι και λίγο να το λες.
Βάναυσος φανατισμός, φιλοσοφία
διώκτρια. Ας μη πιστέψουμε ότι υπερβάλλει. Ας θυμηθούμε τη μνησικακία του
Βολταίρου κατά των υπερβολικά ασεβών νέων συναδέλφων, το ζήλο του να τους
συντρίψει, να τους φυλακίσει με βασιλικό διάταγμα [εννοείται, όχι καταφεύγοντας
στα δικαστήρια], τη σαφή του επιθυμία να καταστείλει τη λογοτεχνία, την
υπότροπη διάθεσή του για βρώμικα καθήκοντα καταδότη της αστυνομίας: να
καταγγείλει, να υπενθυμίσει το παρελθόν του α ή του β, να υποδείξει ευθέως ή
έμμεσα την κατοικία του, να
δραστηριοποιήσει τις υψηλές του σχέσεις… Η εν λόγω σέκτα, ακριβώς, κάλυψε με το
όνομα του Βολταίρου τη «λογοτεχνική αδιαλλαξία», ξεπέρασε στους ίδιους
καιρούς τον Λουί-Σεμπαστιάν Μερσιέ[ii], ο οποίος
δεν χρησιμοποιεί αρκετά σκληρές εκφράσεις για να αμαυρώσει τον «μοναδικό και
γελοίο δεσποτισμό» αυτών των «αθλίων τυράννων». Ας έχουμε το θάρρος
να το θυμίσουμε: ο ιστορικός Πωλ Βερνιέ τολμούσε να μιλάει επίκαιρα στα Ανάμεικτα
Ρενέ Πομώ, για διανοητική τρομοκρατία – έκφραση στην
κυριολεξία υπογραμμισμένη – ενορχηστρωμένη από το Φερνέ από τον Βολταίρο και
επεκτεινόμενη ακόμα και στο Παρίσι από τον ντ’ Αλαμπέρ….
Συνωμοτικό πνεύμα
…«Οι φιλόσοφοι, μας λέει ο
Γκαξότ[iii],
κραύγαζαν κατά της τυραννίας. Η πραγματική τυραννία ήταν αυτή που εξασκούσαν
αυτοί στη λογοτεχνία». Η αδιαλλαξία, ο φανατισμός των Γάλλων φιλοσόφων του
18ου αιώνα, κατά τις πηγές, είχαν εντυπωσιάσει τους επισκέπτες τους
που ήλθαν από μακριά, ως ένθερμοι θαυμαστές κατά την άφιξή τους παρά κατά την
αναχώρησή τους.
Ο Αγγλος ιστορικός Γίβων ο οποίος συναναστρεφόταν για τρεις και πλέον μήνες με την Κα Ζοφραίν, τον Ελβέτιο και τον Χόλμπαχ, σημειώνει στα Απομνημονεύματά του: «Δεν μπορώ να επιδοκιμάσω τον αδιάλλακτο ζήλο των φιλοσόφων και εγκυκλοπαιδιστών φίλων του Χόλμπαχ και του Ελβέτιους. …Κήρυτταν τις αρχές του αθεϊσμού με την απολυτότητα των δογματικών, και έβλεπαν τους πιστούς ως γελοίους και περιφρονητέους»….
Ο Ελβετός Σμιντ, ο οποίος βρίσκεται
στο Παρίσι περίπου πέντε χρόνια αργότερα, προσφέρει αρκετά λυπηρές λεπτομέρειες
για τις υποψίες, τις δυσφημήσεις και τις δυσμένειες, και ζηλοφθονίες, που
διανθίζουν τη ζωή των φιλοσοφικών κύκλων. Τα πολιτισμικά βράδια στου βαρώνου
Χόλμπαχ; «Ξεφουρνίζουν παραμύθια, […] λένε κάτι διασκεδαστικό και σπάνια
κάτι αληθινό για τρίτους, ο καθένας πληρώνει το λογαριασμό του».
Ο Μιλανέζος Αλεσάντρο Βέρι – αδελφός
του Πιέτρο Βέρι, και όπως αυτός φίλος του Μπεκαρία – στις δύο παραμονές του στο
Παρίσι (Οκτώβριο-Νοέμβριο 1766 και Φεβρουάριο-Μάρτιο 1767) εξαίρει τη θερμή
φιλοξενία που του επιφύλαξαν (Χόλμπαχ, ντ’ Αλαμπέρ, Ντιντερώ, Μορελέ…). Αλλά
αποδοκιμάζει, επίμονα, ότι δεν ανέχονται την αντίρρηση. Η διάγνωσή του είναι ανησυχητική: «Περιφρονούν
τη λογική, ενώ καμώνονται ότι την εφαρμόζουν». Η προκατάληψή τους εναντίον
του Ρουσώ είναι επίμονη. Και μετά, «ο αθεϊσμός είναι τόσο του συρμού που οι
Γάλλοι θεωρούν ηλίθιους όσους δεν έχουν μια τόσο ξεκάθαρη άποψη σαν αυτούς. […]
Αυτό κρύβει ένα συνωμοτικό πνεύμα. Αυτό δεν μ’ αρέσει καθόλου». «Ένα
δεν μπορώ να συγχωρήσω σ’ αυτούς τους μεγάλους άνδρες: το ότι είναι τόσο
φανατικοί κατά των ορθοδόξων [εννοεί καθολικούς]· εάν μπορούσαν θα έστηναν
Ιερά Εξέταση εναντίον όσων δεν
συμμερίζονται τις απόψεις τους». Ναι, υπάρχει «φιλοσοφική δίωξη»
εναντίον του Ρουσώ: «είναι ασυγχώρητο έγκλημα να πιστεύει σε μια θρησκεία». Ως
προς τον Μορελέ, ο οποίος δεν τον ευχαρίστησε για την αποστολή στοιχείων για το
ατέλειωτο Λεξικό της Συναναστροφής (ποτέ δεν εκδόθηκε), ο Πιέτρο Βέρι
δύσκολα κρύβει την ενόχλησή του: «Επειδή στο Παρίσι όλα λειτουργούν με
φανατισμό και πείσμα, εγώ δεν επιθυμώ να θαυμάζω αυτές τις θεότητες»· το
ξαναλέει ανάγλυφα, με μια διατύπωση κομψά μεταφορική: «Επαναλαμβάνω, επιστρέφω
στην πατρίδα μου, επειδή δεν θέλω οι κόρες μου να μείνουν σε αυτό το πορνείο»….
«Η πλέον επικίνδυνη πανούκλα»
…Μετά τον Αγγλο, τον Ελβετό, τον
Ιταλό, η μαρτυρία ενός Σουηδού. Ενας φωτισμένος πρίγκιπας, του περιβάλλοντος
του Σουηδού βασιλιά με το όνομα Γουσταύος ο 3ος, γράφει στη μητέρα
του τις εντυπώσεις από το Παρίσι: «Γνώρισα ήδη σχεδόν όλους τους φιλοσόφους:
Μαρμοντέλ, Γκριμ, Τομά, τον αβά Μορελέ, τον Ελβέτιο· καλύτερα να τους
διαβάζεις παρά να τους συναντάς». Αυτό θυμίζει τις εκφράσεις της Κας Σουαζέ
η οποία φοβούμενη «την αποδοκιμασία των λογίων» ως την «πλέον επικίνδυνη
πανούκλα» σημείωνε: «Προτιμώ να έχω σχέσεις με τα βιβλία τους παρά με τους
ίδιους και μ’ αρέσει να τους βλέπω μόνο στις προσωπογραφίες».
Ο πρίγκιπας συνεχίζει: «Είναι
παράξενο ότι ο Μαρμοντέλ, ο οποίος είναι πολύ διασκεδαστικός στα παραμύθια του
και τόσο ελαφρός, τόσο λίγος στη συζήτηση· είναι ένας κατευθυνόμενος ο οποίος
μιλάει με έναν ακραίο ενθουσιασμό [εννοεί υπερδιέγερση] » και επιπλέον
αποδεικνύεται «ο μεγαλύτερος δημοκράτης» (Μέχρι την αλλαγή των πραγμάτων, και
θα είναι πολύ λιγότερο κατά την Επανάσταση)…
Και είναι αλήθεια ότι το έλλειμά τους
σε μετριοφροσύνη εγγίζει την αλαζονεία. Η Κα Γκραφινύ ονομάζει τον Ελβέτιο «η
Σοφία» για τη διανοητική του αυταρέσκεια και υποχρεώνεται να σημειώσει: «Ο Λοκ
δεν είναι ξεσκονιστής του. Ο μεγάλος Λοκ […] θα είναι πάντα μεγάλος, γιατί
επισήμανε αυτό που η Σοφία έπρεπε να πει». H οποία δεν σκεφτόταν την προσωπογραφία
του Ferme Générale[iv] (επάγγελμα του Ελβέτιους) παρά να σκιαγραφήσει τον μυθιστοριογράφο
Φουζερέ ντε Μονμπρόν:
«Η γη δεν ήταν άξια να τον βαστάζει. Είχε μια υπέρτατη περιφρόνηση για όλους, με εξαίρεση τον εαυτό του. Πίστευε ότι ήταν ο εξυπνότερος άνθρωπος του κόσμου: μιλούσε για τα πάντα με τόνο απόλυτο […], και αλίμονο σε όποιον θα του έφερνε αντίρρηση».
«Τσιμουδιά» μπροστά στον Νταλαμπέρ
Ο δούκας του Σουαζέλ με ενόχληση
εμπιστεύεται στον Βολταίρο ότι «Ετσι και μιλήσει ο Νταλαμπέρ πρέπει να
υποταχτούμε»· και προσθέτει εντυπωσιακή ειλικρίνεια ενός μεγάλου
λειτουργού: «Η ματαιοδοξία του μεγάλου
Ντ’Αλαμπέρ απωθεί». Από την πλευρά του, αν και σταθερός φίλος του Ντ’ Αλαμπέρ,
ο Βολταίρος θέλει πολύ, με μισόλογα, να δεχτεί ότι είναι ένα από «αυτά τα άξια
λόγου πρόσωπα που ίσως έχουν υπερβολική αδιαλλαξία […]τα οποία αγαπούν μάλλον
να διδάσκουν παρά να αρέσουν, θέλουν να εισακούονται και δεν καταδέχονται να
ακούν». Ο Ρουσώ στο Κοινωνικό Συμβόλαιο καταγγέλλει την «υπερήφανη φιλοσοφία».
Συνοψίζει, στα Ονειρα, την εμπειρία που είχε από τους «νεωτερικούς φιλοσόφους»,
οι οποίοι «ένθερμοι ιεραπόστολοι του αθεΐσμού και πολύ ανυποχώρητα
δογματικοί, […] δεν μπορούν να κάνουν καθόλου χωρίς οργή σε οποιονδήποτε σημείο
θα τολμούσαμε να διαφοροποιηθούμε».
«Θα συνέτριβαν τον καθένα…»
Η Κα Ντεφάν, η οποία γνωρίζει το
χώρο, ισχυρίζεται ότι «τα έργα […] των καλύτερων μυαλών μας» δεν είναι παρά
«εγκώμιο της φιλοσοφίας, ή μάλλον εγκώμιο των φιλοσόφων». Τους βλέπει σαν «μια
συνάθροιση φιλοσόφων» η οποία, με βάση μόνο την αξία ότι είναι άθρησκοι, όπως
και η ίδια, «είναι πεπεισμένοι ότι είναι πολύ φωτισμένοι […], αλλά των οποίων η
ματαιοδοξία, η περηφάνεια και η έπαρση απαξιώνουν την ηθική (σικ) τους».
Σόφισμα, περηφάνεια και αυθάδεια: αυτά είναι τα τρία θέματα που αναδύονται
αναφέροντας τους φιλοσόφους. Και δίψα για κυριαρχία. «Ως προς τους νεωτερικούς
φιλοσόφους σας», γράφει στο Βολταίρο που προσποιείται ότι αποτελεί εξαίρεση,
«ποτέ δεν υπήρξαν λιγότερο φιλόσοφοι και λιγότερο ανεκτικοί, θα συνέτριβαν τον
καθένα που δεν θα γονάτιζε μπροστά τους». Χωρίς διφορούμενα. Επιστρέφει λοιπόν
μετά από τρία χρόνια. Η μομφή είναι βαρειά. Είναι σαφής. «Οι φιλόσοφοί
σας ή μάλλον οι λεγόμενοι φιλόσοφοι είναι ψυχρές προσωπικότητες· φανταχτεροί
χωρίς να είναι πλούσιοι, τολμηροί χωρίς να είναι γενναίοι, κήρυκες της ισότητας
υπό το πνεύμα της κυριαρχίας, […] υπερήφανοι, γεμάτοι μίσος, εκδικητικοί·
κάνουν μισητή τη φιλοσοφία». Με δυο λόγια, είναι ολοφάνερο ότι τους εκτιμά
ελάχιστα.
Εχοντας εκλεγεί γραμματέας της
γαλλικής Ακαδημίας, ο Ντ’ Αλαμπέρ με αποδοχές από τις οποίες πρέπει να
φροντίσει τη θέρμανση του χώρου, η Κα Ντεφάν επικαλείται ένα εντυπωσιακό και
αστραφτερό χαρακτηριστικό: «Θα λυπόμουν τα ξύλα και στη θέση τους θα έριχνα όλα
τα καλά τους έργα».
«Οι βάρβαροι του 18ου
αιώνα»
Υπερήφανη αδιαλλαξία των φιλοσόφων;
Δίκαια ή άδικα κάποιοι θα τη θυμηθούν κατά την Τρομοκρατία. Ο Ρισέρ ντε Σεριζύ, κατά τη διάρκεια
της Συμβατικής του Θερμιδόρ, πρωτόβγαλτος από τις απαίσιες δεξαμενές του
Φουρκιέ – Τενβίλ, θυμάται τους δογματικούς της εποχής του Διαφωτισμού ως
«υπεφουσκωμένους από σοφίσματα και υπερηφάνεια» όπως και ως «πεισματάρηδες και
φανατικοί στις διενέξεις», και μιλάει για τον «δογματικό παραλογισμό τους».
Στην καρδιά του Διευθυντηρίου, ο
συγγραφέας Λα Αρπ, φιλόσοφος και «προστατευόμενος» του Βολταίρου, τον οποίο
αναγόρευσε «στύλο της εκκλησίας μας» και αποκαλούσε στην αλληλογραφία του
«αγαπητέ μου μπαμπά» ή «μεγάλε Μπαμπά», ο Λα Αρπ θα καταγγείλει χωρίς αβρότητα,
μεταγενεστέρως, την «υπερηφάνεια της φιλοσοφίας», όχι χωρίς να
καθορίσει: «Ενας φιλόσοφος του 18ου αιώνα ποτέ δεν λέει και δεν
θα πει έσφαλα· αυτό είναι ηθικά αδύνατο». Στο μεταξύ ο λιβανιστής του
«μεγάλε Μπαμπά», αποσύρθηκε και μεταστράφηκε στα μπουντρούμια της Τρομοκρατίας.
Με αυτό το φωτισμό και αφού ξανασκέφτηκε τα πάντα, «δεν βλέπει τίποτε το φωτεινό»
στα φιλοσοφικά συστήματα του 18ου αιώνα, «παρά τη καταστροφική βούληση,
και τη φιλοδοξία κυριαρχίας στην κοινή γνώμη». Λόγια ενός άνδρα, το ξαναλέμε, ο
οποίος ήταν μαζί τους και τους θυμάται – λέει οι δικοί μας – και
επιπλέον είχε ένα προνομιούχο δεσμό με τον χαρισματούχο αρχηγό αυτού του
κινήματος εγκληματιών συκοφαντών (πρέπει να σεβαστούμε το λεξιλόγιο που
επηρεάζεται από το πάθος). Τους αποκαλεί επίσης χωρίς κάποια υπερβολή, στο ίδιο
βιβλίο, «οι βάρβαροι του 18ου αιώνα».
Λίγο αργότερα, ο Ωγκύστ Κοντ θα
εκτιμήσει από την πλευρά του, ότι οι μεγάλοι άνδρες του Διαφωτισμού «δεν
επιθυμούσαν παρά τη μεταφυσική δοκησισοφία […] για να συγκεντρώσουν στα
χέρια τους όλες τις εξουσίες». Παρόμοια ήταν άλλωστε, στο ίδιο τον αιώνα
τους, η άποψη του Ρουσώ, αυτή του Μαρά, του Ελβετού γιατρού, ο οποίος έφτασε
μέχρι να προαισθανθεί, το 1783, ότι ήλθε η στιγμή που θα αδυνατούσαν «να
εμποδίσουν την αναταραχή των κυβερνήσεων, την ανατροπή των Κρατών». O Μαρά είναι
αυτός που εκθειάστηκε ως ο φρικτός
αιμοδιψής της Επανάστασης.
Aς συγκεντρώσουμε εδώ τις απόψεις και
άλλων σύγχρονων, ξένων ή Γάλλων.
Ο Ελβετός φιλόσοφος και επιστήμονας [Aλμπρεχτ φον] Χάλερ συμφωνεί απόλυτα με τον Μπονέ, τον συμπατριώτη και συνάδελφό του, ότι «ο κ. Βολταίρος, όπως ο Ντιντερό, όπως ο Λα Μετρί, ακόμα και ο κ. Μ[ωπερτου]ί θα είχαν γίνει μεγάλοι διώκτες, αν ήταν στη θέση των δικαστών επί Δομιτιανού, ή επί Διοκλητιανού».
«Μυαλό θρησκόληπτης γριάς»
Ο Αγγλος Ουίλλιαμ Κονστέιμπλ, ο οποίος με δυσκολία μπόρεσε να προσεγγίσει τον φιλοξενούμενο του Φερνέ, «δεν είναι καθόλου χαρούμενος» από τον Βολταίρο… «Τον θεωρεί ως ένα φανατικό γεμάτο κακία»· αυτό τα λέει όλα. Με δυο λόγια, αυτός ο παρατηρητής δεν εντυπωσιάστηκε από καμία ανεκτικότητα. Ο συμπατριώτης του Οράς Γουλπόλ συνήθως είναι κι αυτός συχνά αυστηρός.
Η
αυστηρότητά του αφορά κυρίως στον κύκλο του Χόλμπαχ, όπου κυριαρχεί η
ματαιοδοξία, και του οποίου οι μαθητές του μοιάζουν οπλισμένοι με τόση
ανοιχτωσύνη πνεύματος όση μια θρησκόληπτη γριά – αυτό είναι προσβλητικό για
τη γριά. Προσθέτει άλλωστε: «Και όμως θα προτιμούσα καλύτερα να είμαι η
θρησκόληπτη· υπάρχει λιγότερη προσποίηση σ’ αυτήν». Σχετικά με τις θλιβερές
«υποκλίσεις» των υπερήφανων συγγραφέων σε κάποιους απωθητικούς ευρωπαίους
ηγεμόνες, ο Γουωλπόλ δεν τρώγεται από καμμιά «επιθυμία να διαβάσει τα
κοπλιμέντα των δήθεν φιλοσόφων· να αρκούνται στην πληρωμή τους. Υπάρχει
μόνο ένας Βολταίρος που διαβάζεται ακόμα, παρά τα όσα αναξιοπρεπή έπραξε. […]
Φθάσατε στο τέλος, στην πατρίδα σας, να κάνετε τη λογική τόσο παράλογη όσο τα
παλιά αλαμπουρνέζικα των σχολών […]. Ο ίδιος ο Βολταίρος κηρύττει σαν
αιρεσιάρχης, κατά του καλού γούστου, τόσο ο ενθουσιασμός του [παραλίγο να
διαβάσουμε: ο οίστρος του] τον καθιστά χολερικό […]».
«Σκληρότητα καρδιάς»
Η αλληλογράφος του, Κα ντυ Ντεφάν,
είχε από καιρό επισημάνει τη διαφορά ως προς την πνευματική ατμόσφαιρα των δύο
χωρών λέγοντας για τους Αγγλους: «Δεν έχουν επιτακτικό, δογματικό τόνο, λένε
μεγαλύτερες αλήθειες απ’ ό,τι λέμε εμείς, όχι για να ξεχωρίσουν, να καθοδηγήσουν,
να γίνουν διάσημοι· οι δικοί μας συγγραφείς επαναστατούν από φιλοδοξία […]». Σε
αυτό το σημείο, η ανάλυση του καλού αβά Μορελέ – φιλόσοφος και αυτός – φαινόταν
πολύ απλοϊκή, και επιβεβαιωτική, εκ των πραγμάτων της γαλλικής παρέκκλισης.
Εύρισκε υπερβολικά «μετέωρη» τη σκέψη των καλύτερων μυαλών πέραν της Μάγχης,
και αντιθέτως συνέπιπτε με τον φίλο του Ουίλιαμ Πίτυ: «Μπορεί εμείς οι άλλοι
Γάλλοι φιλόσοφοι να πέφτουμε σε ένα αντίθετο λάθος, να είμαστε υπερβολικά
πεπεισμένοι, πολύ σίγουροι για τις απόψεις μας, αλλά τουλάχιστον έχουμε
αναπαυμένο το πνεύμα μας , ευτυχία που σπάνια υπάρχει ανάμεσά τους». Ανετα
αυτοϊκανοποιημένοι που είναι δογματικοί… Την ανάπαυση του πνεύματος, ο Μορελέ
θα τη γευτεί λίγο κατά την Επανάσταση, η οποία τον κακομεταχειρίστηκε πολύ άγρια,
στερώντας του τα πάντα (σχηματικά) εκτός από τη ζωή, αφήνοντάς του μόνο τα
στοιχειώδη και μάλιστα στα γεράματα. Η παρατήρηση λοιπόν που παραθέτουμε, είναι
ότι ο αβά Μορτελέ την είχε αποστάξει ιδιαίτερα έναντι του [Εντμουντ] Μπερκ, ο
οποίος έφτασε να πει ότι η προσωνυμία «νεωτερικοί φιλόσοφοι» έχει την αρετή ότι
«εκφράζει ότι μπορούμε να καταλάβουμε από ποταπότητα, αγριότητα, σκληρότητα
της καρδιάς».
Το 1797, το Δοκίμιο για τις
Επαναστάσεις του Σατωμπριάν, που χαρακτηρίζει ακόμα παρά τα φαινόμενα «το πνεύμα
του απερχόμενου αιώνα», δεν παραλείπει να υπογραμμίζει ότι « το πραγματικό
πνεύμα των Εγκυκλοπαιδιστών ήταν μια διωκτική μανία καθιερωμένων θεσμών, η
αδιαλλαξία απόψεων, που απέβλεπε, μεταξύ των άλλων, στην καταστρατήγηση και
αυτής της ελευθερίας της σκέψης» (πάντοτε λοιπόν, λίγο πολύ έμμονο, το
τυραννικό πρότυπο της μοναδικής σκέψης). Σε μια μεταγενέστερη σημείωση
(του 1826), ο ίδιος συγγραφέας επιβεβαιώνει την αίσθησή του ότι «Οι
Εγκυκλοπαιδειστές ήταν οι πλέον αδιάλλακτοι άνθρωποι, […] οι οποίοι
έπαιρναν τη διάθεση της πληγωμένης ματαιοδοξίας τους ως συναίσθημα ανεξαρτησίας, τα κακά τους ήθη ως επιστροφή
στο φυσικό δίκαιο, και το αντιθρησκευτικό τους πάθος για σοφία».
[i] Simon-Nicolas-Henri
Linguet (1736
- 1794). Γάλλος δημοσιογράφος και δικηγόρος. Εξορίστηκε, φυλακίστηκε και τελικά
καρατομήθηκε από τους Επαναστάτες.
[ii] Louis-Sébastien Mercier (1740-1814). Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος. Θεωρούσε τον Ντεκάρτ
υπεύθυνο για την Τρομοκρατία και κατηγορούσε τον Βολταίρο ότι κατέστρεψε την
ηθική επιτιθέμενος στη θρησκεία.
[iii] Pierre Gaxotte (1895 – 1982). Γάλλος ιστορικός και ακαδημαϊκός, ο
οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη Γαλλική Επανάσταση.
[iv] Το σύστημα Ferme Générale δημιουργήθηκε το 1789.
Ήταν μια ομάδα χρηματιστών που εισέπραττε φόρους σύμφωνα με τους όρους μίσθωσης
που είχε συναφθεί μεταξύ αυτών και του Βασιλιά.
Πηγή: Xavier Marten, Voltaire méconnu, Aspects cachées de l’ Humanisme
des Lumières, DMM, 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου