«Στις 18 Απριλίου 1993 τη νύχτα του
Πάσχα συνέβη ένα θλιβερό γεγονός (στην Όπτινα). Γιορτάσαμε με λαμπρότητα την
Ανάσταση. Η αγρυπνία τελείωσε γύρω στις 5 το πρωΐ κι όλοι αποσυρθήκαμε.
Συνηθίζουμε να κτυπάμε τις καμπάνες όλη τη μέρα. Έτσι τρεις μοναχοί, γύρω στίς
6:10 το πρωΐ, κτυπούσαν χαρμόσυνα τίς καμπάνες.
Την ώρα εκείνη τους επιτέθηκε ένας
σατανιστής και τους έσφαξε μ᾽ ένα μεγάλο μαχαίρι. Φαίνεται πως μέσα στον θόρυβο
και στο σκοτάδι δεν τον πρόσεξαν. Κτύπησε πρώτα τον ένα και τον άφησε στο
έδαφος πληγωμένο. Ήταν για αρκετή ώρα ζωντανός. Έπειτα κτύπησε τον δεύτερο, ο
οποίος φώναξε λίγο και προσπάθησε να κτυπήσει πάλι την καμπάνα. Έπεσε όμως
νεκρός. Ο τρίτος, ο π. Βασίλειος, πρόλαβε να φύγει, αλλά λίγο πιό πέρα ανάμεσα
στα δύο κτίρια, ο σατανιστής τον κτύπησε και τον άφησε νεκρό.
Μετά το αποτρόπαιο έγκλημα ο σατανιστής άφησε τα μαχαίρια του ματωμένα στο έδαφος κι εξαφανίσθηκε. Ήταν μεγάλα μαχαίρια καί πάνω τους χαραγμένος ο αριθμός 666. Αργότερα τον συνέλαβαν, τον χαρακτήρισαν τρελό και τον άφησαν ελεύθερο.
Στην κηδεία των τριών νεομαρτύρων
όλοι, μοναχοί και λαϊκοί, νοιώθαμε καί λύπη αλλά και μεγάλη χαρά, όσο κι αν
αυτό φαίνεται παράδοξο.
Ὁ ηγούμενος είπε κατά τή διάρκεια της
εξοδίου ακολουθίας: “Χάσαμε τους μοναχούς, αλλά τώρα τους έχουμε αγγέλους στον
ουρανό και προσεύχονται για μας”.
Πιο πολύ λυπηθήκαμε για τον π.
Βασίλειο. Ήταν μόλις 32 χρονών, αλλά άνθρωπος με βαθειά πίστη και πολλά
χαρίσματα. Έκανε θαυμάσια κηρύγματα και βοήθησε πολύ κόσμο. Είχε πει κάποτε:
“Θα ήθελα να πεθάνω το Πάσχα, την ώρα που θα κτυπούν οι καμπάνες!”»
(Ρωσία-Φινλανδία, Ταξιδιωτικό
Χρονικό, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2004).
Οι τρεις Νεομάρτυρες μοναχοί:
Ο κατά κόσμον Ιγκόρ Ροσλιάκοφ σε
ηλικία 27 ετών αποφάσισε να ακολουθήσει το μοναχισμό. Μια σειρά από θαυμαστά
γεγονότα τον οδήγησαν σε αυτήν την απόφαση, καθώς μόλις το 1984 άρχισε να
πιστεύει συνειδητά στον Χριστό και να πηγαίνει στην Εκκλησία.
Τρείς μήνες πριν φύγει για το
μοναστήρι έγραψε στο ημερολόγιό του: «12 Μαρτίου 1988. Πρωί. Η μητέρα μου βρήκε
τον μικρό μου σταυρό. Είμαι 27. Πρωτοφόρεσα αυτό τον σταυρό πριν από 27 χρόνια
όταν βαπτίστηκα Χριστιανός.
Είναι ένα ολοφάνερο σημάδι του Κυρίου
που υπενθυμίζει τα λόγια του Χριστού: όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω
εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού…».
Ο κατά κόσμον Αλεξέι Τατάρνικοφ
γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1954. Έχοντας ισχυρή κλίση στον μοναχισμό
εισήλθε τον Αύγουστο του 1990 στο υπό ανέγερση μοναστήρι της Όπτινα.
Εκεί υπήρξε υπόδειγμα υπακοής και
άσκησης. Όσοι τον γνώρισαν λένε για τον πατέρα Τρόφιμο ότι είχε καρδιά μικρού
παιδιού. Διακρινόταν από την ηρεμία και την πραότητα που επεδείκνυε ακόμα και
στις δύσκολες στιγμές.
Αγαπούσε θερμά όλο τον κόσμο. Δεχόταν
αδιαμαρτύρητα τις τιμωρίες και προσπαθούσε να μαθαίνει από τα λάθη του.
Ο κατά κόσμον Βλαντιμίρ Πουσκάριοφ
όταν μπήκε στο μοναστήρι 22 Μαρτίου 1991, αφιερώθηκε εξολοκλήρου στη μετάνοια,
φτάνοντας σε σημείο να εξομολογείται δύο φορές την ημέρα. Πίστευε ότι μόνο με
πόνο και θυσίες θα εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών. Μετά από ένα κήρυγμα του
Ιερομάρτυρα πατρός Βασιλείου για τους Μάρτυρες ακούστηκε να λέει: «αλήθεια, οι
αμαρτίες μας μόνο με το αίμα μας μπορούν να ξεπλυθούν».
Είχε πληροφορηθεί την ημέρα και τον
τρόπο του θανάτου του. Όσοι τον γνώριζαν μαρτυρούν ότι είχε λάβει το προορατικό
και διορατικό χάρισμα. Λίγο πριν μαρτυρήσει άρχισε να μοιράζει τα ρούχα του (το
μόνο που είχε στην κατοχή του) λέγοντας ότι δεν του χρειάζονται πια. Το προσωπό
του εξέπεμπε μια ασυνήθιστη ακτινοβολία. Εξομολογήθηκε για τελευταία φορά και
περίμενε την ώρα του θανάτου του.
Το χρονικό του συμβάντος έχει εκδοθεί
σε βιβλίο από την Ι. Καλύβη Αγίου Χαραλάμπους Νέα Σκήτη Αγίου Όρους, με τιτλο:
"Ματωμένο Πάσχα- τρεις σύγχρονοι μάρτυρες".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου