Ἄκου, πιτσιρίκο (ἐπιστολή
δεύτερη)
[…]
Συχνὰ διερωτῶμαι: σὲ τί χρησιμεύει ἕνα νόμισμα στὸ χέρι ἑνὸς νεκροῦ; Οἱ ἀρχαῖοι
ἔδιναν στὸν νεκρὸ ἕναν ὀβολὸ γιὰ νὰ πληρώσει τὸν Χάροντα ποὺ μὲ τὸ πορθμεῖο του
θὰ τὸν μετέφερε µέσω τῆς Ἀχερουσίας λίμνης στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν.
Ἔχεις διαβάσει ,πιτσιρίκο, τὸν διάλογο τοῦ
Λουκιανοῦ ὅπου ὁ Μένιππος, κυνικὸς φιλόσοφος, διαπληκτίζεται µε τὸν Χάροντα,
γιατὶ πηγαίνει στὸν ἄλλον κόσµο «ἀνόβολος», δηλαδή «ἄφραγκος», ἢ ἐπὶ τὸ
συγχρονικώτερον «ἀνεύρωος»; Ἂν ὄχι, πιτσιρίκο, ἔχεις χάσει γιατὶ ποτέ σου δὲν θὰ
καταλάβεις τὰ περὶ οἰκονομικῆς πολιτικῆς, ποὺ σὰν «γουδὶ τὸ γουδοχέρι» σοῦ
κοπανᾶνε οἱ σύγχρονοι Κολμπέρ, Ἄνταμ Σμὶθ καὶ Κεναί. Οἰκονομολόγοι ἦσαν αὐτοί,
πιτσιρίκο, ἀλλ᾽ ὄχι κενοί.
Ἀλλὰ ἂς ἐπανέλθουμε στὸν Μένιππο. «Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος», λέγει στὸν Χάροντα. Αὐτὴ θὰ εἶναι αὔριο, πιτσιρίκο, ἡ ἀντίσταση τῶν λαῶν στη βουλιμία τῶν δυνατῶν, πού, ὅπως ἔπραξαν οἱ Δυνατοὶ στὸ Βυζάντιο, «χανδὸν κατέπιον», ρούφηξαν ὅλους τοὺς οἰκονομικοὺς πόρους κι ἄφησαν τη Βασιλεύουσα κουφάρι.