Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Ὁ
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης (1749-1809), κατὰ τὸν ἱστορικό μας Κωνσταντῖνο
Σάθα, «κατατάσσεται πρεπόντως μεταξὺ τῶν λογιωτέρων τοῦ καιροῦ του, πάντων ὑπέρτερος
κατὰ τὴν φιλοπονίαν ὁ χαλκέντερος ἀναδειχθείς, τὰ δὲ πολυάριθμα αὐτοῦ
συγγράμματα οὐκ ὀλίγον συνετέλεσαν εἰς κραταίωσιν τῆς Ὀρθοδοξίας, ὠφελείας ἀνυπολογίστου
τοῦ ἡμετέρου ἔθνους προξένα γενόμενα» (Κων. Σάθα «Βιογραφίαι τῶν ἐν τοῖς
γράμμασι διαλαμψάντων Ἑλλήνων (1453-1821), Ἐν Ἀθήναις, 1868, Ἔκδ. Ι. Χιωτέλλη,
σελ. 626).
Ἡ
προσφορά του στὸ Ἔθνος, μαζὶ μὲ τὸν Μακάριο τὸν Νοταρὰ καὶ τοὺς ἄλλους ταπεινοὺς
λογίους μοναχούς, τοὺς ἐπιλεγομένους Κολλυβάδες, εἶναι ἀνεκτίμητη. Τὴν ὥρα
ποὺ οἱ περισσότεροι Ἕλληνες λόγιοι ἀσχολοῦνταν σχεδὸν ἀποκλειστικὰ μὲ τοὺς ἀρχαίους
Ἕλληνες συγγραφεῖς, ἐκεῖνοι ἀσχολήθηκαν μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ πατερικὴ Παράδοση
τῶν Ὀρθοδόξων Ἑλλήνων.
Ὅπως γράφει ὁ Σάθας, ὁ Ἅγιος Μακάριος ὁ Νοταρᾶς παρέδωσε πρὸς ἐπιθεώρηση στὸν Ἅγιο Νικόδημο τὴν «Φιλοκαλία», ἤτοι κείμενα Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡσυχαστικῆς παράδοσης, ποὺ γράφτηκαν ἀπὸ τὸν τέταρτο ἕως τὸν 15ο αἰώνα. Ἐκεῖνος συνέθεσε τὸ προοίμιο καὶ συνοπτικὰ τοὺς βίους τῶν σὲ αὐτὴν περιεχομένων συγγραφέων. Μεταξὺ αὐτῶν οἱ Ἅγιοι Ἀντώνιος ὁ Μέγας, Θεόδωρος Στουδίτης, Ἐφραὶμ ὁ Σύρος, Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος, Νικήτας Στηθάτος καὶ Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης. Τὸ ἔργο ἐκδόθηκε τὸ 1782 καὶ ἔκτοτε ὠφελεῖ πνευματικὰ ὅσους τὸ μελετοῦν.
Ἄλλο,
παρόμοιο, σπουδαῖο ἔργο, ποὺ ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐπεξεργάσθηκε καὶ ἐξέδωσε,
ἦταν ὁ «Εὐεργετινός», ποὺ θεωρεῖται ἡ πληρέστερη συλλογὴ ἀποφθεγμάτων τῶν Ἀσκητῶν
Πατέρων τῆς Ἐρήμου. Τὸ ἔργο συνεγράφη ἀπὸ τὸν λόγιο μοναχὸ Παῦλο τὸν 11ο αἰώνα
καὶ ὁ Ἅγιος Νικόδημος τὸ ἐξέδωσε τὸ 1783 στὴν Βενετία. Στὰ ἔργα του ἐπίσης εἶναι
ἡ ἐπιμέλεια καὶ ἡ ἔκδοση τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου καὶ Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ.
Τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου εἶναι τόσα, ποὺ
μόνον αὐτὰ θὰ γέμιζαν τὴν σελίδα. Ὅποιος ἐνδιαφέρεται μπορεῖ νὰ δεῖ τοὺς
τίτλους τους στὸ ἔργο τοῦ Κων. Σάθα. Σημειώνεται ὅτι ἔγραψε τὴ σημαντικὴ καὶ ὀγκωδέστατη
ἐργασία του σὲ περίπου 23 χρόνια (1782 – 1805) μὲ πρωτόγονες γραφίδες σὲ
κακὴ ποιότητα χάρτου καὶ σὲ δύσκολες συνθῆκες, στὸ Ἅγιον Ὄρος.
Ὁ
Ἅγιος Νικόδημος γεννήθηκε στὴν Νάξο καὶ ἀπὸ τὰ παιδικά του χρόνια φάνηκε ὁ
πόθος του νὰ καρεῖ μοναχὸς καὶ ἡ ἐξαιρετική του ἐπίδοση στὰ γράμματα στὰ
σχολεῖα ποὺ πῆγε, στὴ Νάξο καὶ στὴ Σμύρνη, καθὼς καὶ στὴν ἐκμάθηση ξένων γλωσσῶν.
Μοναχὸς ἐκάρη τὸ 1775. Ὁ Κων. Σάθας ἔτσι περιγράφει τὸν Ἅγιο Νικόδημο: «Ἦταν ὁ
μακάριος, τὸν τρόπον ἁπλοῦς καὶ ἀνεξίκακος, τὸ ἦθος γλυκὺς καὶ χαρίεις, ἀκτήμων
καὶ λίαν ἀπερίσπαστος» (Αὐτ. σελ. 625). Ἦταν δὲ τόσης δυνατότητος ἡ μνήμη του, ὥστε
εἶχε ἀποστηθίσει ὁλόκληρη τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ γνώριζε ἀπέξω πλεῖστες
μαρτυρίες καὶ γνῶμες πατέρων καὶ θυμόταν σὲ ποιὰ συγγράμματα θὰ τὶς εὕρισκε.
Σημαντικὴ
προσφορά του στὸ ὑπόδουλο Ἔθνος ἦταν τὸ ὅτι συγκέντρωσε μὲ ἐπιμέλεια κείμενα ἀπὸ
διαφόρους συγγραφεῖς καὶ συνέγραψε τὸ «Νέον Μαρτυρολόγιον, ἤτοι μαρτυρία τῶν
νεοφανῶν μαρτύρων τῶν μετὰ τὴν ἅλωσιν τῆς Κωνσταντινουπόλεως μαρτυρησάντων».
(Σημ. Ἔχει ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὸν ἐκδ. Οἶκο «Ἀστήρ», Ἀθήνα). Γιὰ πρώτη φορὰ ἐκδόθηκε τὸ
1794 «διὰ συνδρομῆς Φιλοχρίστων καὶ Φιλομαρτύρων Χριστιανῶν, τῶν ἐν τῇ Δυτικῇ Εὐρώπῃ
πραγματευομένων».
Καθ’
ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ὀθωμανικῆς τυραννίας πλεῖστοι ἦσαν οἱ Ἕλληνες ποὺ
μαρτύρησαν, γιατί δὲν δέχθηκαν νὰ γίνουν μουσουλμάνοι, ἢ παρασυρθέντες μὲ
διάφορους τρόπους στὸ Ἰσλὰμ μετάνιωσαν καὶ δήλωσαν στοὺς ἀλλόθρησκους τυράννους
ὅτι ἦσαν Χριστιανοί. Ἡ ὕπαρξη, τὰ βασανιστήρια καὶ ὁ θάνατος τῶν μαρτύρων ἦταν
μία συνεχὴς ὑπόμνηση στοὺς σκλαβωμένους Ἕλληνες τῆς διαφορετικότητάς τους ἀπὸ
τοὺς Ὀσμανῆδες. Αὐτὲς οἱ θυσίες καὶ τὸ αἷμα τῶν Νεομαρτύρων διατήρησαν ζωντανὴ
τὴν ἰδιοπροσωπία τῶν Ἑλλήνων καὶ ὁδήγησαν στὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821.
Ὁ
Ἅγιος Νικόδημος ἐξηγεῖ ὅτι γιὰ πέντε λόγους ἔγραψε τοὺς βίους τῶν ἐπὶ ὀθωμανικῆς
τυραννίας Νεομαρτύρων:
Ὁ πρῶτος ἦταν γιὰ νὰ ἀνακαινιστεῖ
ἡ Ὀρθόδοξη Πίστη τῶν σκλαβωμένων, ὁ δεύτερος γιὰ νὰ μένουν ἀναπολόγητοι
οἱ ἀλλόπιστοι μουσουλμάνοι, ὁ τρίτος γιὰ νὰ εἶναι αὐτοὶ ποὺ χύσανε
τὸ αἷμα τους γιὰ τὸν Χριστὸ δόξα καὶ καύχημα τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἔλεγχος καὶ
καταισχύνη στοὺς τυράννους, ὁ τέταρτος γιὰ νὰ εἶναι παραδείγματα ὑπομονῆς
σὲ ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους Χριστιανούς, οἱ ὁποῖοι τυραννοῦνταν κάτω ἀπὸ τὸν βαρὺ
ζυγὸ τῆς αἰχμαλωσίας καὶ ὁ πέμπτος, γιὰ νὰ εἶναι θάρρος καὶ παρακίνηση νὰ
μὴν ἀποστοῦν τῆς πίστης τους οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ νὰ εἶναι ἕτοιμοι γιὰ τὸ
μαρτύριο καὶ αὐτοί.
Πρῶτο
νεομάρτυρα ποὺ ἀναφέρει στὸ πόνημά του ὁ Ἅγιος Νικόδημος εἶναι ὁ ἐκ
Τραπεζούντας τοῦ Πόντου Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ἐν Ἀσπροκάστρῳ (Σημ. Σήμερα Ἄκερμαν στὴν
Οὐκρανία). Μαρτύρησε τὸ 1492. Ὅταν οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἔταξαν ἀξιώματα καὶ πλούτη, ἂν
ἀλλαξοπιστοῦσε, ἐκεῖνος σήκωσε τὰ χέρια καὶ τὰ μάτια στὸν οὐρανὸ καὶ εἶπε σὲ ἐπήκοό
τους: «Μὴ γένοιτο Κύριέ μου νὰ σὲ ἀρνηθῶ ποτέ. Ἐγὼ χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ
χριστιανὸς θέλω νὰ ἀποθάνω». Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες, τὸ 1821, τὸν λόγο τοῦ
Τραπεζούντιου Ἰωάννη ἐπανέλαβε ὁ Ἀθανάσιος Διάκος. Στὴν ἀρχὴ καὶ στὸ τέλος τῆς
τουρκοκρατίας ἡ ἴδια πίστη, ὁ ἴδιος ἡρωισμός, τὰ ἴδια λόγια. Χωρὶς διαφωτισμὸ
φυσικά.
Τὸ
1520, πρὶν ἀπὸ πεντακόσια χρόνια, τὴν 1η Νοεμβρίου, μαρτύρησαν ὁ ἀπὸ τὴν
Καστοριὰ Ὁσιομάρτυρας Ἰάκωβος, μαζὶ μὲ δύο μαθητές του, τοὺς Ἰάκωβο
διάκονο καὶ Διονύσιο μοναχό. Ἦταν πλούσιος, μοίρασε τὰ πλούτη του
–τριακόσιες χιλιάδες γρόσια– στοὺς πτωχούς, πῆγε στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐκάρη μοναχὸς
στὴ Μονὴ Δοχειαρίου. Βγῆκε ἀπὸ τὸ Ὄρος καὶ κήρυξε στὶς περιοχὲς τῆς Αἰτωλίας καὶ
Μετεώρων. Πλῆθος χριστιανῶν ἔτρεχε σὲ αὐτὸν γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμά του,
κάτι ποὺ ἔκανε τὸν ἀρχιερέα τῆς Ἄρτας Ἀκάκιο νὰ τὸν φθονήσει καὶ νὰ προδώσει τὸ
ἔργο του στοὺς ἐξουσιαστές.
Οἱ
Ὀθωμανοὶ δὲν ἔχασαν τὴν εὐκαιρία. Τὸν φυλάκισαν καὶ τὸν βασάνισαν. Μετὰ τὰ
βασανιστήρια ἐρώτησαν τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὸν Μωάμεθ καὶ ἐκεῖνος τοὺς εἶπε
ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ τέλειος Θεὸς καὶ ὁ τέλειος ἄνθρωπος καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ δὲν
εἶναι προφήτης, ἀλλὰ πολέμιος τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ. Τότε συνέχισαν τὰ
βασανιστήρια μέχρι θανάτου καὶ νεκρὸ τὸν κρέμασαν, μαζὶ μὲ τοὺς δύο μαθητές
του.
Ἕλληνες
λόγιοι προσέφεραν στοὺς ὑπόδουλους Ἕλληνες τὶς γνώσεις τους, ὁ Ἅγιος
Νικόδημος τοὺς γνώρισε τὴν Ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Ὅπως γράφει ὁ Χρῆστος
Γιανναρᾶς τροφοδότησε τὸ ὑπόδουλο Γένος μὲ θεμελιώδη κείμενα πνευματικῆς καὶ
πολιτισμικῆς αὐτοσυνειδησίας. Προσθέτει ἐπίσης ὅτι οἱ Κολλυβάδες δὲν ἀντέταξαν
στὸν δυτικῆς προέλευσης νεωτερισμὸ μίαν ἀντίπαλη ἰδεολογία, ἀλλὰ ἕνα λόγο ὑπαρκτικῆς
ἀφύπνισης στὶς οὐσιώδεις καὶ πρωταρχικὲς ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως τὶς φώτισε
τὸ ἦθος καὶ ἡ ἐμπειρία τῶν Πατέρων τῆς ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης. (Χρ. Γιανναρᾶ
«Ὀρθοδοξία καὶ Δύση στὴ Νεώτερη Ἑλλάδα», ἐκδ. «Δόμος», Ἀθήνα, 2006, σελ. 188 –
189).-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου