Κωνσταντίνος Βαθιώτης
Αναπλ. καθηγητής Νομικής Σχολής ΔΠΘ
Η χρήση της μάσκας από έναν ικανό αριθμό πολιτών μπορεί να σημαίνει εν τέλει ότι ο «αόρατος εχθρός», για τον οποίο όλοι μιλούν αλλά κανείς δεν βλέπει, καθίσταται «ορατός» στο εκάστοτε πρόσωπο του άλλου ως δυνητικού φορέως του ιού
Ενας πόλεμος διεξάγεται πάντοτε με όπλα, σύμβολα, λάβαρα και εμβλήματα. Στον πόλεμο κατά του «αόρατου εχθρού» (sic), η περίφημη μάσκα, εκτός από αμυντικό όπλο-ασπίδα για την «αυτο-» και ετεροπροστασία των απειλουμένων από τον εν λόγω «εχθρό», αποτελεί -όπως θα δειχθεί στη συνέχεια- και πολυσήμαντο σύμβολο. Η χρήση της θα μπορούσε να ενταχθεί στην ευρύτερη κατηγορία των μέτρων κοινωνικής απόστασης που εφαρμόζονται για τη μη διασπορά του κορονοϊού, αφού η μάσκα αποτελεί ένα τείχος προστασίας, που, ως τέτοιο, εμποδίζει την εγγύτητα.
Σημειωτέον ότι η πρωτοφανής προπαγάνδα υπέρ της ασφάλειας, η οποία αποτυπώνεται σε διαφημιστικά σποτ και αφίσες (αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πλύσης εγκεφάλου η αφίσα που είναι αναρτημένη σε στάσεις λεωφορείων με κεντραρισμένη, δίκην λογοπαιγνίου, τη λέξη ΣΤΑΣΗ ανάμεσα στη μονότονα επαναλαμβανόμενη λέξη ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΑΠΟΣΤΑΣΗ…), δίδει τροφή σε ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις που αφορούν την ιδεοληψία. Σε ένα παλαιό βιβλίο (1976) του Βαγγέλη Πολυδούρη με τίτλο «Το ταμπού των συμβόλων» (σελ. 36), υπάρχει η εξής, άκρως επίκαιρη αναφορά: «Το πιο συνηθισμένο σύμπτωμα του ιδεοληπτικού είναι ο φόβος της επαφής με ορισμένο πρόσωπο ή αντικείμενο (απτικό παραλήρημα). Από μια τέτοια επαφή φοβάται πως μπορεί να πάθει μεγάλο κακό ή ο ίδιος ή κάποιο αγαπημένο του πρόσωπο. […] Οσες όμως προφυλάξεις κι αν πάρει ο ιδεοληπτικός, είναι αδύνατο να αποφύγει τη μετάδοση της μόλυνσης. […] Μια συνηθισμένη διαδικασία κάθαρσης είναι η διατήρηση σχολαστικής καθαριότητας και το συχνό πλύσιμο (νιπτομανία)».
Σε
όποιον προσπαθεί να ανακαλύψει ουσία πίσω από αυτό που φορά κάποιος (ας μην
ξεχνάμε ότι επί ΣΥΡΙΖΑ το προτεινόμενο ενδυματολογικό μοντέλο ήταν να μη φοράμε
γραβάτες, ενώ επί Ν.Δ. να φοράμε μάσκες), θα μπορούσε να προβληθεί η γνωστή
ένσταση «cucullus non facit monachum», δηλαδή «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά».
Ωστόσο,
ένας επίμονος κοινωνικός αναλυτής δύσκολα θα μπορούσε να αντισταθεί στον
πειρασμό να επιχειρήσει τους εξής συμβολικούς συσχετισμούς:
Η μάσκα θυμίζει φίμωτρο και, άρα, παραπέμπει στην προσπάθεια να αποκρουσθεί
ως συνωμοσιολαγνική ή ως προϊόν fake news κάθε αντίθετη άποψη που αμφισβητεί
την ύπαρξη πανδημίας, καθώς και την ορθότητα των εφαρμοζόμενων μέτρων.
Επιπλέον, η μάσκα συμβολίζει την υποκρισία (βλ. τους μασκαράδες), την ανομία ή
την απειθαρχία (βλ. τους κουκουλοφόρους), την άσκηση εξουσίας (βλ. τους
ευγενείς και τους ιππότες του 14ου αιώνος), τον φόβο (βλ. εκείνους που
περπατούν με μάσκα την ώρα της βόλτας τους παρά θίν’ αλός) ή τον πανικό (βλ.
όσους φορούν όχι μόνο μάσκα, αλλά και προσωπίδα), τη νόθευση της ιερότητας του
προσώπου (δεν είναι τυχαίο ότι ο Μέγας και Αγιος Κωνσταντίνος είχε απαγορεύσει
το μαρκάρισμα του εγκληματία στο πρόσωπο) και, εν τέλει, της πολιτιστικής
ταυτότητας, αφού κρυμμένο είχαν το πρόσωπό τους μέχρι σήμερα οι μουσουλμάνοι,
αλλά ποτέ οι χριστιανοί!
Δεν
πρέπει, μάλιστα, να παροραθεί και τούτο: Η χρήση της μάσκας από έναν ικανό
αριθμό πολιτών μπορεί να σημαίνει εν τέλει ότι ο «αόρατος εχθρός», για τον
οποίο όλοι μιλούν αλλά κανείς δεν βλέπει, καθίσταται «ορατός» στο εκάστοτε
πρόσωπο του άλλου ως δυνητικού φορέως του ιού. Αρα, όποιος δεν φορά τη
μάσκα του, όταν αυτό επιτάσσεται εκ του νόμου, αρνείται την ύπαρξη του εχθρού
και μετατρέπεται ο ίδιος σε «εχθρό της κοινωνίας». Κατ’ επέκτασιν, η μάσκα
συμβολίζει πλέον όχι την ανυπακοή (των κουκουλοφόρων), αλλά το ακριβώς αντίθετό
της: την υπακοή (των μη μασκοφόρων).
Η
μάσκα επεβλήθη στους πολίτες σε κάποιες περιπτώσεις ως υποχρεωτικό μέσο
προστασίας μέσα σε ένα πρωτοφανές κλίμα ατέρμονων αντιφάσεων και ασαφειών.
Ουδείς μπορεί να καταλάβει γιατί υποχρεούται να φορά μάσκα μια υπάλληλος σούπερ
μάρκετ που εργάζεται στο τμήμα μη τυποποιημένων προϊόντων, όχι όμως και μια
υπάλληλος που εργάζεται στο ταμείο, ή γιατί στα αεροπλάνα επιτρέπεται να
κάθεται ο ένας δίπλα στον άλλον, όχι όμως και στα πλοία.
Σε
κάποιες περιπτώσεις, η προαιρετική χρήση της μάσκας υποδηλώνεται από τον όρο
«σύσταση» ή, τελευταίως, από τον αλλόκοτο όρο «ισχυρή σύσταση». Πρόκειται για
όρο αλλόκοτο, διότι, όπως στα νομοθετικά κείμενα είναι αδιανόητο να προβλέπεται
μια αυστηρή απαγόρευση (αντιθέτως, σε επίπεδο ανακοινώσεων είθισται να
επιλέγεται, δίκην εμφάσεως, η φράση π.χ. «Απαγορεύεται αυστηρώς το κάπνισμα»),
αντιστοίχως είναι άτοπο να θεσπίζεται μια «αυστηρή σύσταση»· προφανώς με την
έννοια της «αυστηρής» πρέπει να κατανοείται ο καινοφανής όρος της «ισχυρής
σύστασης», αλλιώς, εκτός από αλλόκοτος, θα είναι και ακατάληπτος (πρβλ. την
«αυστηρή σύσταση για περιορισμένη κυκλοφορία σε ανοιχτούς δημόσιους χώρους από
τις 12 π.μ. έως τις 6 π.μ.», που είχε ανακοινωθεί από την κυβέρνηση στις αρχές
Μαΐου). Τούτο, διότι η υποχρεωτικότητα ή, αντιθέτως, η προαιρετικότητα ενός
μέτρου που περιγράφεται στον επίμαχο κανόνα Δικαίου είναι έννοιες μη
διαβαθμίσιμες. Ενα μέτρο προστασίας ή πρέπει ή δύναται να εφαρμόζεται, κατά τον
ίδιο λόγο που μια γυναίκα ή είναι ή δεν είναι έγκυος. Tertium non datur.
Συνεπώς,
πέρα από το γεγονός ότι, σύμφωνα με την αρχική θέση των περίφημων ειδικών, η
χρήση μάσκας είχε θεωρηθεί επικίνδυνη ή περιττή, με αποτέλεσμα ο πολίτης να
τελεί σε σύγχυση από τη μετέπειτα αναγωγή της μάσκας σε εν μέρει υποχρεωτικό
μέσο προστασίας (τέτοιες παλινωδίες αφενός επιτείνουν τον φόβο, αφετέρου
δοκιμάζουν τη διάθεση υπακοής των πολιτών), προξενεί κατάπληξη η έκδοση
αποφάσεων εκ μέρους των αρμόδιων οργάνων διοίκησης των δικαστηρίων, βάσει των
οποίων η χρήση μάσκας καθίσταται υποχρεωτική για τους εισερχομένους στα
δικαστικά μέγαρα. Αφ’ ης στιγμής η σχετική ΚΥΑ στο πλαίσιο ενδεικτικής
απαρίθμησης εντάσσει τη χρήση της μάσκας στη λογική της «ισχυρής σύστασης» (επί
λέξει αναφέρεται ότι «με απόφαση του αρμοδίου οργάνου διοίκησης του οικείου
δικαστηρίου […] ορίζονται τα ειδικότερα ζητήματα που ανάγονται […] 1) [στην]
ισχυρή σύσταση για χρήση μη ιατρικής μάσκας ή ασπίδας προστασίας προσώπου από
τους εισαγγελείς, δικαστές, γραμματείς, συνηγόρους και διαδίκους»), το αρμόδιο
όργανο δεν δικαιούται να υπερβεί το γράμμα του νόμου και να ορίσει contra legem
τη χρήση μάσκας ως υποχρεωτική. Ελλείψει δε νομοθετικής βάσης, περιορίζει κατά
τρόπο ανεπίτρεπτο το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να
αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και, ειδικότερα, να επιλέγει αν και
πώς θα καλύψει τμήμα του προσώπου του.
Επιπροσθέτως,
δεν πρέπει να παροραθεί ότι η χρήση μάσκας ιδίως από τους παράγοντες της
ποινικής δίκης συνιστά διακωμώδηση ενός ιερού θεσμού, που έχει ως προορισμό την
αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας: Ποια σχέση μπορεί να έχει η αλήθεια με
δικαστές, εισαγγελείς και δικηγόρους που συμμετέχουν στη διαδικασία οιονεί
μασκαρεμένοι; Εξάλλου, πόσο εφικτό είναι να ελέγχεται η αλήθεια των κατατιθεμένων
από τους μάρτυρες, όταν υποχρεώνονται να έχουν καλυμμένα τα χαρακτηριστικά του
προσώπου τους; Είναι κοινό τοις πάσι ότι από τις συσπάσεις των χειλέων ή από
τον τρόπο που καταπίνει ένας άνθρωπος μπορεί να εξαχθούν συμπεράσματα για την
ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται την ώρα που καταθέτει. Ετσι, η
χρήση της μάσκας γλιτώνει τον μάρτυρα από τον κίνδυνο να τον προδώσει το ίδιο
του το σώμα.
Συνακόλουθα,
η μάσκα δεν κρύβει μόνο το πρόσωπο, αλλά συσκοτίζει κατά τρόπο απαράδεκτο την
αλήθεια. Ας μου επιτραπεί η εξής παρομοίωση: Η επιβολή χρήσης μάσκας σε
δικαστές και συνηγόρους θυμίζει επιβολή σε ιερείς και πιστούς να φορούν μαγιό
κατά τη θεία λειτουργία. Μήπως, τελικώς, οι σαλτιμπάγκοι διαχειριστές της
υγειονομικής κρίσης αγνοούν την έννοια της ιερότητας, δηλαδή του «ταμπού», ή
ακριβώς επειδή τη γνωρίζουν άριστα βάλθηκαν να την κατακρημνίσουν; Πολύ
φοβούμαι ότι σιγά σιγά δεν μένει τίποτε όρθιο: το ένα οχυρό μετά το άλλο
αλώνεται και η δυστοπική κοινωνία κατοχυρώνεται.
Περαιτέρω,
από τις αντιφάσεις εκείνων των ειδικών που έχουν ιατρική ιδιότητα περάσαμε στην
αντιφάσεις των ειδικών που έχουν νομική ιδιότητα: Ενώ το 2009 η κάλυψη ή η
αλλοίωση των χαρακτηριστικών του προσώπου αποτελούσε επιβαρυντική περίσταση
(βλ., π.χ., το έγκλημα της ληστείας) ή διακεκριμένη περίπτωση εγκλήματος (βλ.
την αντίσταση, η οποία τιμωρείτο αυστηρότερα όταν ο δράστης είχε καλυμμένο ή
αλλοιωμένο το πρόσωπό του), εν συνεχεία με τον νέο Ποινικό Κώδικα κατέστη
ποινικώς αδιάφορη, αφού σε κανένα έγκλημά του δεν προβλέπεται η κάλυψη ή η
αλλοίωση του προσώπου έστω ως επιβαρυντική περίσταση. Σήμερα, όμως, στην εποχή
του κορονοϊού, ο νομοθέτης ανέκρουσε πρύμναν, αφού πλέον κινδυνεύει με πρόστιμο
όποιος παραβιάζει τη θεσπισμένη υποχρεωτικότητα της χρήσης μάσκας, ενδεχομένως
δε και με ποινική δίωξη για την παραβίαση του άρθρου 285 ΠΚ («παραβίαση μέτρων
για την πρόληψη ασθενειών»).
Η
νομοθετική αυτή εξέλιξη συνιστά βίαιο αναποδογύρισμα του νομικού μας
πολιτισμού, αφού μέσα σε 11 χρόνια η ενσκήψασα «πανδημία» ανάγκασε τον νομοθέτη
σε μια αυτοαναίρεση, η οποία έχει το εξής μεγάλο τίμημα: Ο μεν κανόνας Δικαίου
στην υπάρχουσα μορφή του στερείται πειθούς και, άρα, ως κέλευσμα, έχει μειωμένη
-αν όχι μηδαμινή- εξαναγκαστική ισχύ, ο δε αποδέκτης του ευλόγως μπορεί να
επικαλεστεί για τη μη συμμόρφωσή του σε αυτόν όχι μόνο την αντίθετη συνείδησή
του, αλλά και τη γελοιότητα του νομοθέτη. Δυστυχώς, ένας τέτοιος αντιρρησίας,
που θα τολμήσει π.χ. να επιβιβασθεί σε λεωφορείο χωρίς μάσκα, κινδυνεύει με
προπηλακισμό ή λιντσάρισμα από τους σκληροπυρηνικούς μασκοφόρους συνεπιβάτες
του, οι οποίοι θα τον αντιμετωπίσουν ως δυνητική πηγή μολύνσεως (πρβλ. Agamben,
«Μόλυνση, επιδημία, κατάσταση εξαίρεσης», εκδ. Παρέγκλισις, Αθήνα 2020, σελ.
34) ή, μέσα στον υπέρμετρο πανικό τους, ως ανάλγητο δολοφόνο. Κι έτσι δεν
αποκλείεται, αργά ή γρήγορα, να ξεσπάσει ένας ιδιότυπος εμφύλιος πόλεμος
ανάμεσα σε «Βορείους» και «Νοτίους», δηλαδή ανάμεσα σε μασκοφόρους και μη
μασκοφόρους.
Οποιος
θα ήθελε να διασώσει το κύρος των αλληλοαναιρούμενων κελευσμάτων του νομοθέτη
δεν έχει παρά να επικαλεσθεί μια φράση που στηρίζεται στις «Μεταμορφώσεις» του
Οβιδίου: «Οι καιροί αλλάζουν κι εμείς αλλάζουμε μαζί τους» («tempora mutantur
nos et mutamur in illis»). Τι γίνεται. όμως, όταν οι καιροί δεν αλλάζουν
φυσικώ, αλλά τεχνητώ τω τρόπω; Φέρ’ ειπείν, από κάποιους πολεμοχαρείς που το
2001 βάφτισαν αόρατο εχθρό μια τρομοκρατική οργάνωση, τώρα δε έγιναν νονοί ενός
«τρομοκρατικού ιού» δίνοντας σε αυτόν το ίδιο όνομα; Αραγε, μέσω της ταυτόσημης
ονοματοδοσίας δεν εγκαθίδρυσαν συγγενική σχέση ανάμεσα στο προ 19 ετών
φαινόμενο της «nine eleven» (9/11) και το σημερινό φαινόμενο της Covid-19; Και,
άρα, μήπως ο παγκόσμιος περιορισμός των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων μετά
την επίθεση του «αόρατου εχθρού» στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου το 2001 και ο
επίσης παγκόσμιος περιορισμός των αντίστοιχων δικαιωμάτων μετά την επίθεση του
τωρινού «αόρατου εχθρού» στα πέρατα της Γης υπό τη μορφή πανδημίας έχουν έναν
κοινό παρονομαστή, που βοηθά στην αποκωδικοποίηση του DNA του πραγματικού
εχθρού; Nomen est omen, ελληνιστί: Το όνομα είναι οιωνός!
Ωσότου
επιτευχθεί η αποκωδικοποίηση αυτού του DNA, δεν θα ήταν υπερβολή να
υποστηριχθεί ότι ένα άλλο DNA, εκείνο της κοινωνίας των πολιτών, βρίσκεται σε
τροχιά μετάλλαξης. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον έχει ανάγκη την επαφή με τον
πλησίον: Θέλει να του σφίξει το χέρι κατά τη χειραψία, θέλει να αγκαλιάσει τον
φίλο του, θέλει ακριβώς να έλθει σε κοινωνία με τον συνάνθρωπό του.
Συνεπώς, η μάσκα, ομού μετά των λοιπών μέτρων «κοινωνικής απόστασης» (σχήμα
κατ’ εξοχήν οξύμωρο), αποξενώνει τον άνθρωπο από την ίδια του τη φύση,
προετοιμάζοντας ίσως μέσω της ανθρώπινης απόστασης και της τηλεζωής του την
κυριαρχία των ρομπότ.
Για
να απομακρύνουμε αυτόν τον κίνδυνο όσο μπορούμε, ας έχουμε κατά νουν την ωραία
ρήση του Καζαντζάκη, μεταφρασμένη εκ του γαλλικού πρωτοτύπου από τον Παντελή
Πρεβελάκη (εκδ. Ελ. Καζαντζάκη, 1965, σελ. 38): «Αλίμονο σε εκείνον που βλέπει
μονάχα τη μάσκα. Αλίμονο σε εκείνον που βλέπει μονάχα τι κρύβεται πίσω από τη
μάσκα. Το τέλειο βλέμμα είναι να βλέπεις ταυτόχρονα, μοναστραπίς, τη γλυκύτατη
μάσκα και πίσω της το αποτρόπαιο πρόσωπο».
Κι
αν η συγκεκριμένη καζαντζάκεια σύσταση μπορεί να φαίνεται σε κάποιους μη
ισχυρή, τότε πρέπει οπωσδήποτε να μελετήσει ένα συγκλονιστικό παράθεμα από το
έργο του Φουκό «Επιτήρηση και Τιμωρία. Η γέννηση της φυλακής» (μτφ.: Τ.
Μπέτζελος, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 2001, σελ. 226), γραμμένο το 1975 με αφορμή τα
μέτρα που είχαν ληφθεί για την αντιμετώπιση της πανούκλας στα τέλη του 17ου
αιώνος:
«Αν είναι αλήθεια ότι η λέπρα υποκίνησε τα τελετουργικά αποκλεισμού που παρουσίασαν
σε έναν βαθμό το πρότυπο και τη γενική μορφή του μεγάλου Εγκλεισμού, η πανούκλα
υποκίνησε αντιθέτως πειθαρχικά σχήματα». Ολίγες αράδες πιο πάνω, ο Γάλλος
ιστορικός και φιλόσοφος μιλά για το «πολιτικό όνειρο της πανούκλας’», που
χαρακτηρίζεται από την πρόθεση «διείσδυσης του κανονισμού μέχρι τις έσχατες
λεπτομέρειες της ύπαρξης».
Σημασία δεν έχουν «τα προσωπεία που φοριούνται και βγαίνουν, αλλά η απόδοση
στον καθέναν του «αληθινού» του ονόματος, της «αληθινής» του θέσης, του «αληθινού»
του σώματος και της «αληθινής» του ασθένειας».
Και
καταλήγει: «Η πανούκλα ως μορφή της αταξίας, ταυτοχρόνως πραγματική και
φαντασιακή, έχει ως ιατρικό και πολιτικό σύστοιχο την πειθαρχία. Πίσω από τους
πειθαρχικούς μηχανισμούς διαφαίνεται η εμμονή των «μολύνσεων», της πανούκλας,
των εξεγέρσεων, των εγκλημάτων, της αλητείας, της λιποταξίας, των ανθρώπων που
εμφανίζονται και εξαφανίζονται, που ζουν και πεθαίνουν σε συνθήκες αταξίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου