Οἱ
Τοῦρκοι μπορεῖ συνεχῶς νά ἀπειλοῦν, νά προκαλοῦν, νά ἐκβιάζουν, νά μᾶς
τρομοκρατοῦν ψυχολογικά. Ὅμως σύμφωνα μέ τήν προφητεία τοῦ ἁγίου Παϊσίου «αὐτοί
τά κόλλυβα τά ἔχουν στό ζωνάρι τους. Τά᾿χουνε, τά κουβαλοῦν μαζί τους...».
Ἔφτασε
ὁ καιρός. Πλησιάζει ἡ ὥρα, ὅσο κι ἄν οἱ Τοῦρκοι φωνασκοῦν καί κάνουν πώς ἀγριεύουν.
Οἱ Ἕλληνες ἀγναντεύουμε ἤδη ἀπό τώρα τήν
Ἁγια-Σοφιά λουσμένη μέσα σ᾿ ἕνα θεϊκό φῶς.
Λοιπόν,
«πάλι μέ χρόνια μέ καιρούς, πάλι δική μας θά᾿ναι». Ἔφτασε ὁ καιρός... Ἄς ἔχουμε
μόνο τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη μας στόν Θεό!
Ξ
|
ημερώματα
μπήκαμε στά Δαρδανέλια. Οἱ μηχανές τοῦ βαποριοῦ μούγκριζαν καί τό γέρικο
φορτηγοστάλι, πού μᾶς ταξίδευε, τράνταζε ὁλόκληρο. Ντύθηκα βιαστικά καί βγῆκα
στό πλωριό καμπούνι. Ἤθελα νά δῶ μέ τό χάραγμα τοῦ ἥλιου τά χώματα τῆς
μονάκριβης Ἀνατολῆς. Πρώτη φορά θά τήν ἔβλεπα κι αὐτό γιά μένα ἦταν ἕνα
βάφτισμα, ἕνα παρθενικό βίωμα, καί δέν ἤθελα νά χάσω τίποτα. Μέσα μου ἄρχισε νά
χορεύη μιά ταραγμένη συγκίνηση, ἕνα παράξενο αἴσθημα, σάν νά ξαναγύριζα στό
σπιτικό μου ὕστερα ἀπό πολύχρονο ταξίδι. [...]
Ἤθελα
νά δῶ τά χώματα, τίς πέτρες, τά νερά, τά δέντρα, ὅλο τό πρόσωπο τῆς γῆς αὐτῆς
πού ἀνέβηκε ὥς τά οὐράνια καί κράτησε ἀπό τότε τά χέρια ὑψωμένα καί δεητικά ὥς
τά σήμερα. Νἆναι τό μυστήριο τοῦ Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Νἆναι οἱ μνῆμες, τά
βάσανα, οἱ καημοί, πού ἀνασαλεύουν μέσα στά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς; [...]
Κάτι
ξεπήδησε ἀπό τήν καρδιά καί ἀπ᾿ τό μυαλό καί ζωντάνευε καί πύρωνε τά μάτια, πού
ἔβλεπαν λαίμαργα, ἔβλεπαν καί θάμπωναν καί δέ χόρταιναν. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις εἶχαν
γίνει μιά: ὅραση. Βλέπαμε ἀμίλητοι. Ἀλλά μέ μιά σιωπή, πού ἔλεγε ὅσα δέν μποροῦν
νά ποῦν οἱ ρήτορες καί οἱ ποιητές. Κι ὅσο πλησιάζαμε τόσο ἡ μυστική ἀναταραχή
μεγάλωνε. Νά καί μπαίνουμε στήν Προποντίδα, νά ὁ Βόσπορος, νά καί ἀρχίζει νά ἀχνοφέγγει
καί ἡ Πόλη ἡ Ἑφτάπολι, ἡ Βασιλεύουσα, ἡ Πόλη τῆς Παναγίας τῆς Στρατηλάτισσας, ἡ
Μάνα τοῦ Θρύλου, ἡ Κωνσταντινούπολις ἡ Ἁγία, νά καί θ᾿ ἀνεβοῦν τά δάκρυα τῆς
καρδιᾶς νά μᾶς προδώσουν... [...]
Ὁ
μεγαλόπρεπος ὄγκος τῆς Ἁγιας-Σοφιᾶς ἔστεκε ἀφώτιστος, σάν πένθιμος, μέ τούς
τέσσερις μιναρέδες γύρω του, νά τόν φυλᾶνε βουβά, σάν ἄγριοι τσέτες, μή
ξεθαρρέψει κάποια ὥρα καί τιναχτεῖ καί σπάσει τίς ἁλυσίδες του καί τότε...
[...]
Ἡ
ψυχή μου ὁλόκληρη τεντώθηκε σάν τόξο ἕτοιμο νά τιναχτῆ πέρα στό μουράγιο, νά
τρέξη καί ν᾿ ἀγκαλιάση τήν Ἁγια-Σοφιά, πού τώρα τήν ἔβλεπα πρώτη φορά, ὁλόγυμνη
καί πανέμορφη, νά λούζεται, σάν τή Βηρσαβεέ τῆς Γραφῆς, μέσα στό οὐράνιο φῶς.
Τή Βηρσαβεέ τήν εἶδε ὁ Δαβίδ καί ἁμάρτησε. Ἐγώ εἶδα τήν Ἁγια-Σοφιά κι ἔνοιωσα
πιό καθαρός ἀπό πρῶτα. Σάν νά πλύθηκα μέσα στό δικό της ὑπερκόσμιο φῶς, πού ἀνάβλυζε
ἀπ᾿ τό ἁγιασμένο κορμί της. Ἄν τήν ἔβλεπα πρώτη φορά μέ τόν ἥλιο, μπορεῖ καί νά
μή φανερωνόταν ἔτσι, πού μοῦ φανερώθηκε μέσα στή νύχτα καί κάτω ἀπ᾿ τό φεγγάρι
σάν πονεμένη καί βαριοπλάνταχτη ψυχή, πού ζητᾶ νά ἐξομολογηθῆ καί νά λυτρωθῆ...
Ἔβλεπα
κι ἤμουν ὅλος μάτια καί αὐτιά. Γιά ν᾿ ἀκούσω τή δικιά της φωνή καί τίποτ᾿ ἄλλο.
Ἡ καρδιά μου εἶχε κολλήσει ὁλόκληρη πίσω ἀπό τά μάτια καί τ᾿ αὐτιά, ὅπως στά
μικρά παιδιά, πού βλέπουν πίσω ἀπ᾿ τά τζάμια τή βροχή καί τό χιόνι κι ἀνακαλύπτουν
τό θάμα τῆς ζωῆς. Ὁ μεγάλος κεντρικός τροῦλλος τοῦ ναοῦ, σωστός οὐρανός κάτω
ἀπ᾿ τόν οὐρανό τοῦ Θεοῦ, καί οἱ ἄλλοι τροῦλλοι οἱ μικρότεροι ἔμοιαζαν ὄχι μέ τό
Μέγα Μοναστήρι τοῦ δημοτικοῦ θρήνου, ἀλλά σάν τή στέγη ὅλου τοῦ κόσμου, ὅπου
μπορεῖ νά προστατευθεῖ καί νά σωθεῖ ἡ οἰκουμένη πᾶσα, σάν τό ἀληθινό σπίτι, πού
σκέπαζε τό ξακουστό Γένος τῶν Ρωμιῶν, τῶν Ὀρθοδόξων...
–Τί
εἶναι αὐτό, Θεέ μου; εἶπα μέσα μου.
Ἀνατρίχιασα
μέ τήν τόση ὀμορφιά, πού πρωταντίκριζα. Τίποτα γήϊνο δέν εἶχα ξαναδεῖ, ἔτσι ὄμορφο
καί καθαρό καί συγκλονιστικό, πού ἅπλωνε τά χέρια του κι ἔσφιγγε τήν καρδιά μου
νά τήν ξεκολλήσει ἀπ᾿ τά στήθια. Κι ἔνοιωθα πώς ἄν τήν ἔπαιρνε τήν καρδιά
μου, τότε σίγουρα θά τήν πήγαινε καθαρή μπροστά στό θρόνο τοῦ Θεοῦ. Γιατί τοῦτο
πού ἔβλεπα ἦταν θεῖο πρᾶγμα, ἅγιο, ἱερό, καί μέ καθάριζε καί μένα. Θαρρεῖς καί
δέν ἀκουμποῦσε στή γῆ.
–Θεέ
μου, αὐτή εἶναι ἡ ἐκκλησιά Σου;...
Βούρκωσα
μέσα μου. Ἕνας κόμπος δενόταν στό λαιμό μου. [...]
Περνοῦσε
ἡ ὥρα κι ὅλα σιγά-σιγά βούλιαζαν τό κουρασμένο κορμί τους μέσα στή νύχτα.
Μονάχα ἡ καρδιά μου ἀγρυπνοῦσε κι ἔμενε τεντωμένη ἀπέναντι στή Βασιλεύουσα καί
τήν Ἁγια-Σοφιά τή φεγγαρολουσμένη, πού τόσο ἤθελα νά δῶ ἀπό κοντά, νά τήν ἀγγίξω,
νά τῆς μιλήσω, νά τήν ἀκούσω νά χτυπᾶ «τά τετρακόσια σήμαντρά» της, μέ τούς
ψαλτάδες της, τούς παπάδες, τούς διάκους καί τόν Πατριάρχη της τόν ἁγιασμένο...
Σημαίνει
ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆς, σημαίνουν τά ἐπουράνια,
σημαίνει
κι ἡ Ἁγια-Σοφιά τό μέγα μοναστήρι
μέ
τετρακόσια σήμαντρα κι ἑξηνταδυό καμπάνες
κάθε
καμπάνα καί παπᾶς, κάθε παπᾶς καί διάκος...
Πόσο
θἄθελα νά ἔτρεχα τώρα, ἔτσι ὄπως εἶμαι, νά μπῶ μέσα νά τά δῶ καί νά τ᾿ ἀκούσω
τά σήμαντρά της καί νά λειτουργηθῶ καί νά μεταλάβω τά Ἄχραντα Μυστήρια κι ἄς ἤξερα
πώς εἶναι κλειστή κι ἔρημη καί ἄδεια, σέ ξένα χέρια βέβηλα, νά κλαίει βουβά καί
νά θρηνεῖ γιά τά δικά μας κρίματα καί τά δικά μας λάθη... Κι ὅπως τά
συλλογιόμουν ὅλα αὐτά, νά καί φτάνουν στ᾿ αὐτιά μου μελωδικές βυζαντινές φωνές,
σάν νἄψελναν οἱ χοροί τῶν μεγάλων ψαλτάδων, τῶν κληρικῶν κι ὅλου μαζί τοῦ πιστοῦ
λαοῦ τά πλήθη καί νά ἱκετεύουν πονεμένα τόν
Ὕψιστο:
Σῶσον,
Κύριε, τόν λαόν Σου
καί
εὐλόγησον τήν κληρονομίαν Σου...
Δέν
ἤξερα ὅμως ἀπό ποῦ ἔρχονταν οἱ φωνές αὐτές. Ἔκανα προσπάθεια ν᾿ ἀκούσω πιό καθαρά κι ἄκουσα κι ἄλλες φωνές
μεγαλόπρεπες, χιλιάδες φωνές, λές καί ἀναστήθηκαν ὅλοι οἱ ἀρχιψαλτάδες, πού ἔχουν
σταθεῖ στό ἀναλόγιο τῆς Ἁγιας-Σοφιᾶς καί ἐξυμνοῦσαν τήν Θεοτόκον καί Μητέρα τοῦ
Φωτός:
Τῇ
Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τά νικητήρια
ὡς
λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια
ἀναγράφω
Σοι ἡ Πόλις Σου, Θεοτόκε...
Εἶναι
ἡ Πόλι, ἡ Πόλι τῆς Παναγίας, πού τήν εὐχαριστεῖ καί τήν τιμᾶ, ὅσο κι ἄν ἡ ἁμαρτία
τήν ἔριξε στή σκλαβιά καί τήν ἔσχατη ταπείνωσι. Ἄς ὑποφέρει, ἄς πονεῖ, ἄς
τήν ποδοπατοῦν οἱ ἄπιστοι, ἐκείνη ἔχει τά θάρρη της στήν ἀκαταίσχυντη προστασία
τῆς Θεομήτορος. Νἆναι ἄραγε ἀλήθεια πώς μιλοῦν καί οἱ πέτρες; Μήπως τοῦτες
οἱ ἁγιασμένες πέτρες τοῦ ναοῦ τῆς τοῦ Θεοῦ Ἁγίας Σοφίας τό μποροῦν; Μήπως αὐτό
εἶναι, πού λέγει καί τό Εὐαγγέλιο, πώς «οἱ λίθοι κεκράξονται»; Ἔκανα τό σταυρό μου αὐθόρμητα, ὅπως τόν
κάνουμε μόλις μποῦμε σέ κάποιο ναό. Κι ἀναρωτήθηκα γιά χίλια πράγματα, πού τώρα
ἔρχονταν στήν σκέψη μου. Ὅλα ὅμως εἶχαν κέντρο καί ἀφετηρία τοῦτο τό ἀπερίγραπτο
φρούριο τοῦ Γένους, πού κρατᾶ ὅλα τά ὄνειρα καί τίς μνῆμες, ὅλη τήν ψυχή τῆς
Ρωμιοσύνης. [...]
Κι
ἔχει κάτι ἀπ᾿ τήν Ἀνάστασι τούτη ἡ βραδιά. Ἀνασταίνεται ἀργά καί τελετουργικά ἡ
Βασιλεύουσα μπροστά μου. Κι ἐγώ εἶμαι ὁ μόνος θεατής καί ἀκροατής σ᾿ αὐτό τό
μοναδικό θέαμα, στό ξαναζωντάνεμα ἑνός ὁλόκληρου κόσμου.
Ἡ
γενέθλια χρονιά τῆς Πόλης εἶναι τό 324 μ.Χ. καί δημιουργός της ὁ ἀληθινά
Μεγάλος Κωνσταντῖνος, ὁ Γενάρχης ἤ ἕνας ἀπ᾿ τούς Γενάρχες τῆς Ρωμιοσύνης. Περνοῦν
ὅμως οἱ αἰῶνες. Περνοῦν τά χίλια περίπου εὐτυχισμένα χρόνια της καί πέφτει
ματωμένη στά χέρια τῶν βαρβάρων τήν πικρή ἐκείνη Τρίτη 29 Μαΐου 1453. Τά τείχη
της τά ὀνομαστά καί τά Κωνσταντινιανά καί τά Θεοδοσιανά πέφτουν. Οἱ ἑκατόν εἴκοσι
πύργοι κι ὅλες οἱ ἐπάλξεις γκρεμίζονται καί τά γιαταγάνια τῶν ἀπίστων ἀφανίζουν
μικρούς καί μεγάλους.
Πρίν
ἀπ᾿ αὐτούς ὅμως ἔχουν διαγουμίσει τήν Πόλη ἄλλοι ἄπιστοι, οἱ Σταυροφόροι τῆς
Φραγκιᾶς, τό 1204-1261. Τοῦτοι ἐδῶ εἶναι χειρότεροι, ἀπό τίς ἄπιστες ὀρδές,
πού ἔπεσαν πάνω στήν κουρασμένη Αὐτοκρατορία. Γιατί φοροῦν σταυρό πάνω στήν
πανοπλία τους καί ξεγελοῦν τόν κόσμο. Κάνουν τούς ἐλευθερωτές καί εἶναι
κατακτητές καί λήσταρχοι. Μέ τό λάβαρο τοῦ σταυροῦ ἐξορμοῦν γιά νά πολεμήσουν
τόν Σταυρό τῆς Ὀρθοδοξίας καί νά τήν σταυρώσουν πάνω σ᾿Αὐτόν. Πρόφαση
καταραμένη νά ἐλευθερώσουν τούς Ἁγίους Τόπους ἀπό τούς Μωχαμετάνους, τούς
σπαθοφόρους ὀπαδούς τοῦ Μωάμεθ. Καί γίνονται αὐτοί πιό ἄγριοι, πιό ἀβυσσαλέοι ἀπό
τούς ἄπιστους Μουσουλμάνους. Γιατί ἡ ἔχθρητά τους εἶναι πιό βαθειά, πιό παλιά,
πιό μεγάλη κι ἄς τήν κρύβουν. Γι᾿ αὐτό καί οἱ δικές τους οἱ πληγές δέν ξεχνιοῦνται
καί δέ σβήνουν, γιατί τό χέρι, πού μαχαίρωσε τήν Ἀνατολή δέν ἦταν τοῦ ἄπιστου
Ἀσιάτη, ἀλλά τό ἀδελφικό χέρι τῆς Φραγκιᾶς. Ἄν αὐτοί δέν τσάκιζαν τότε
τήν Αὐτοκρατορία, μποροῦσε, παρά τίς ἀδυναμίες καί τίς πολλές της ἁμαρτίες, νά ἀντέξει
στά στίφη τῶν ἀπίστων καί νά συγκρατοῦσε, ὅπως ἄλλοτε τούς Πέρσες, γιά νά μήν
προχωρήσουν...
Βλέπω
ἀπ᾿ ἔξω κι ἀπό μακριά τοῦτον τόν πέτρινο ψαλμό τῆς πιό δοξασμένης ἐκκλησιᾶς
τῆς Ρωμιοσύνης καί τοῦ κόσμου ὅλου καί προσπαθῶ νά φανταστῶ τά μέσα της μεγαλεῖα,
πού οἱ δύο ἀρχιτέκτονές της Ἰσίδωρος καί Ἀνθέμιος εἶχαν φροντίσει νά τήν
πλουτίσουν. Τίς εἰκόνες καί τά ψηφιδωτά της, τό τέμπλο καί τή διακόσμηση, τήν ὑπερκόσμιά
της ἀρχιτεκτονική, τόν ὁλοφώτεινο τροῦλλο τόν κεντρικό μέ τά 58 μέτρα ὕψος, τά
μοναδικά τόξα καί τό τέλειο δέσιμό της. Τούς τοίχους, τά δάπεδα, τίς κολῶνες
καί τά πορτοπαράθυρά της, πού εἶναι φτιαγμένα μέ φῶς, καί νά ἀνασάνω τόν ἁγιασμένον
ἀγέρα, πού τόν ἁγίασαν μεγάλοι Ἅγιοι Πατέρες καί Πατριάρχες καί ἀμέτρητα
μυστήρια καί λειτουργίες καί στεφανώματα καί κηρύγματα, πού γράφτηκαν μέ πύρινα
γράμματα πάνω στήν ἀθάνατην ἱστορία...
[...]
Ἕνας βουβός, ἀλλά πολύβουος διάλογος γίνεται μέ τόν ναό τοῦ Θεοῦ, πού χώρεσε
ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς Ρωμιοσύνης καί τή δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας. Κι ὅπως θωρῶ τό ἀγέραστο,
τό ὑπερχιλιόχρονο τοῦτο κτίσμα, περνοῦν ἀπό μπροστά μου οἱ λεγεῶνες καί τά
φουσάτα μέ τούς ἀκρίτες, πού τρέχουν μέ ἄλογα καί ἅμαξες, μέ πλοῖα καί μέ φτερά
νά σταματήσουν τούς βαρβαρούς, πού χτυποῦν τήν Αὐτοκρατορία σάν ὕαινες ἀπό Ἀνατολή
καί Δύση, ἀπό Βορρᾶ καί Νότο. Ἀγῶνες, αἵματα καί δόξες καί τιμές. Ἀλλά καί ἀτιμίες
κι ἐγκλήματα καί δολοπλοκίες στά βασιλικά ἀνάκτορα καί στά μακρινά στρατηγεῖα.
Μεγαλεῖα καί θρίαμβοι, ἀλλά καί ντροπές καί αἵματα πολλά καί ἄγρια πάθη...
Πάνω
ἀπ᾿ ὅλους ὅμως καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα μένει πάντα ἡ Ἁγια-Σοφιά. Μιά ὑπερκόσμια
Κιβωτός εὐλογημένη, πού γλιστρᾶ πέρα καί πάνω ἀπ᾿ τά γήϊνα πάθη καί κρατᾶ μέσα
της τά Ἅγια τῶν Ἁγίων τοῦ Γένους. Ἡ Ἅγια Τράπεζα τοῦ ναοῦ, τό Ἅγιον
Θυσιαστήριον, εἶναι ἡ ἀκραία κορυφή, τό πνευματικό γεφύρι, τό Ἔβερεστ, πού ἑνώνει τό Βυζάντιο μέ τά ὑπερφυσικά
καί τά ἐπουράνια. [...]
–Ἁγια-Σοφιά
μου, Ἁγια-Σοφιά μου, κολληθείη ἡ γλῶσσα μου τῷ λάρυγγί μου ἐάν μή σου μνησθῶ!...
Ἔκανα
τό σταυρό μου τρεῖς φορές καί εὐχαρίστησα τό Θεό, πού μέ ἀξίωσε νά δῶ μέ τά
μάτια μου τό Μέγα Μοναστήρι τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ κι ἔτσι τελείωσε ἡ σιωπηλή αὐτή
ἀγρυπνία ἔξω ἀπό τό ναό τῆς Ἁγιας-Σοφιᾶς. Ἕνα ὄνειρο, πού τό εἶδα χωρίς νά
κοιμηθῶ. Κι ἀπό τότε μ᾿ ἀκολουθεῖ παντοῦ καί δέ θέλει νά σβηστεῖ ἀπό μέσα
μου...
Ἐπιμέλεια κειμένου ΦΙΛΑΓΙΟΣ
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ Π.Μ.Σωτήρχου «Χατζηεφέντης
καί ἄλλα διηγήματα», ἐκδ. Ἁρμός, σ. 63-89)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου