Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

Ὁ πτωτικός ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά ἔχει αἰσθητή ἀντίληψη τῶν πνευμάτων

ὁσίου  Ἰγνατίου  Μπριαντσανίνωφ


 ὕπαρξη τῶν πνευμάτων παραμένει ἕνα σκο­­­τεινό θέμα σέ κείνους πού δέν ἔχουν μελετήσει τόν Χριστιανισμό ἤ πού τόν μελέτησαν ἐπιφανειακά.[...]

Ἡ ἀντίληψη τῶν πνευμάτων εἶναι διπλή. Ὑπάρχει ἡ αἰσθητή ἀντίληψη τῶν πνευμάτων, ὅταν τά βλέπουμε μέ τά σωματικά μας μάτια. Ὑπάρχει κι ἡ πνευματική ἀντίληψη, ὅταν τά βλέπουμε μέ τά πνευματικά μας μάτια, νοερά, ὅταν τά νιώθουμε μέ τήν καρδιά, ἄν αὐτή ἔχει καθαριστεῖ μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Στήν κατάσταση τῆς πτώσης πού ζοῦμε, ἐκεῖ πού κεῖται κι ὁλόκληρος ὁ κόσμος, δέν μποροῦμε νά δοῦμε πνεύματα οὔτε μέ αἰσθητό τρόπο οὔτε μέ πνευματικό. Ἔχουμε διπλή τύφλωση. Τά χρώματα καί τ᾽ ἀντικείμενα τοῦ φυσικοῦ κόσμου μας, γιά τόν ἀόμματο δέν ὑπάρχουν. Τό ἴδιο γίνεται καί σ᾽ αὐτούς πού τυφλώθηκαν πνευματικά μετά τήν πτώση. Ὁ πνευματικός κόσμος καί τά πνεύματα γι᾽ αὐτούς μοιάζουν νά μήν ὑπάρχουν. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἀνυπαρξίας τους.[...]

Τά πονηρά πνεύματα πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο μέ τόση πανουργία, ὥστε οἱ σκέψεις καί τά ὄνειρα πού ἐμβάλλουν μέσα του νά μοιάζουν πώς γεννιοῦνται στήν ψυχή, ὄχι πώς προέρχονται ἀπό τούς δαίμονες πού ἐνεργοῦν κρυφά μέσα της. Γιά ν᾽ ἀντιμετωπίσει κανείς τόν ἐχθρό, πρέπει νά τόν γνωρίζει, νά τόν βλέπει. Ἄν δέν βλέπεις τά πνεύματα, δέν μπορεῖς νά κάνεις ἀγώνα ἐναντίον τους, παρά μόνο νά τά φαντάζεσαι καί νά τούς κάνεις δουλική ὑπακοή.[...]

 Ἡ αἰσθητή ἀντίληψη τῶν πνευμάτων

 Πρίν ἀπό τήν πτώση τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἦταν ἀθάνατο, ἀπαλλαγμένο ἀπό ἀρρώστιες καί βαρύτητα, ἀπό ἁμαρτωλές κι αἰσθησιακές κινήσεις, πού τώρα εἶναι τόσο συνηθισμένα πράγματα. Οἱ αἰσθήσεις του ἦταν πιό λεπτές, οἱ ἐνέργειές του ἦταν ἀγαπητικές καί ἐλεύθερες. Μέ τέτοιο σῶμα καί τόσο εὐαίσθητα ὄργανα, ὁ ἄνθρωπος μποροῦσε νά βλέπει τά πνεύματα μέ τίς αἰσθήσεις του. Μέ τήν ψυχή του ἀνῆκε κι αὐτός στήν ἴδια πνευματική τάξη. Μποροῦσε νά ἐπικοινωνεῖ μαζί τους, ἀφοῦ εἶχε τήν ἴδια φύση μέ τά ἅγια ἀγγελικά πνεύματα.[...]

Ἡ ψυχή καί τό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου ἄλλαξαν μετά τήν πτώση. Ἡ πτώση ἦταν κατά κάποιο τρόπο ὁ θάνατός τους. Τό γεγονός πού βλέπουμε καί τό ὀνομάζουμε θάνατο, στήν πραγματικότητα εἶναι χωρισμός τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα. Καί τά δύο τους εἶχαν νεκρωθεῖ ὅταν ἐγκατέλειψαν τήν ἀληθινή ζωή -τόν Θεό. Γεννιόμαστε ἤδη σκοτωμένοι ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο. Δέν ἀντιλαμβανόμαστε πώς ἔχουμε φονευτεῖ, γιατί εἶναι γνώρισμα τῶν νεκρῶν νά μήν ἀντιλαμβάνονται τόν θάνατό τους. Οἱ ἀδυναμίες τοῦ σώματος μας, ἡ ὑποταγή του στή δυσάρεστη ἐπιρροή διαφόρων καταστάσεων τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, ἡ σαρκική κλίση, εἶναι ὅλα ἀποτελέσματα τῆς πτώσης. Λόγω τῆς πτώσης τό σῶμα μας ἔγινε ἴδιο μέ τῶν ζώων. Ἔχει ζωώδη ὕπαρξη, βιώνει τή ζωή τῆς ἐκπεσμένης φύσης. Λειτουργεῖ σάν φυλακή, σάν φέρετρο τῆς ψυχῆς.

Χρησιμοποιῶ δυνατές ἐκφράσεις. Παραταῦτα, δέν περιγράφουν μέ ἐπάρκεια τήν πτώση τοῦ σώματός μας ἀπό τά πνευματικά ὕψη στή σαρκική κατάσταση. Πρέπει ὁπωσδήποτε νά καθαριστοῦμε μέ βαθιά μετάνοια. Πρέπει νά συνειδητοποιήσουμε, ὡς ἕνα σημεῖο τουλάχιστο, τήν ἐλευθερία καί τή μεγαλοσύνη τῆς πνευματικῆς κατάστασης, γιά νά καταλάβουμε τήν ἀθλιότητα καί τή στενοχωρία τοῦ σώματός μας, τήν ἔλλειψη ζωῆς πού προκαλεῖται μέ τόν χωρισμό του ἀπό τόν Θεό. Σ᾽ αὐτή τήν ἄψυχη κατάσταση, λόγω τῆς ὑπερβολικῆς σαρκολατρείας καί τῆς σωματικῆς τραχύτητας, οἱ σωματικές αἰσθήσεις δέν εἶναι ἱκανές νά ἐπικοινωνήσουν μέ τά πνεύματα, δέν μποροῦν νά τά δοῦν, νά τ᾽ ἀκούσουν ἤ νά τά νιώσουν. Ἔτσι τό ἀμβλύ τσεκούρι δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθεῖ γιά νά ἐκτελέσει τόν σκοπό του. Τά ἅγια ἀγγελικά πνεύματα ἀπέστρεψαν τό πρόσωπο ἀπό τήν ἐπαφή τους μέ τούς ἀνθρώπους, πού ἦταν ἀνάξιοι γιά τέτοια ἐπαφή κι ἐπικοινωνία. Τά ἐκπεσμένα πνεύματα πού μᾶς παρέσυραν στήν πτώση τους, ἀνακατεύτηκαν μαζί μας. Γιά νά μᾶς κρατήσουν σίγουρα αἰχμάλωτους, προσπαθοῦν νά μή φαίνονται, οἱ ἁλυσίδες τους νά εἶναι ἀόρατες. Ἀκόμα κι ὅταν μᾶς ἀποκαλύπτονται, τό κάνουν μόνο γιά νά σιγουρέψουν τήν κυριαρχία τους πάνω μας.

(Ἀπό τό βιβλίο «Τά Πνεύματα» τοῦ ὁσίου Ἰγνατίου Μπριαντσανίνωφ, Ἐκδόσεις Πέτρου Μπότση, σ.19, 22, 24-25, 27-28, 30-32)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου