Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Ο άγιος Νικόλαος ο ψωμάς

 


Πριν από πολλά χρόνια στη Ρωσία οι άνθρωποι δεν μπορούσαν ν’ αγοράσουν ελεύθερα όσο ψωμί ήθελαν. Την ποσότητα του ψωμιού, που έπρεπε να πάρουν, την όριζε το κράτος ανάλογα µε τα µέλη της κάθε οικογένειας. Έτσι στον καθέναν αντιστοιχούσε ένα «κουπόνι ψωμιού» και µε αυτό το κουπόνι μπορούσε να πάρει από τον φούρνο την ποσότητα ψωμιού, που του αναλογούσε.

Στην πόλη Λένινγκραντ, σήμερα η πόλη αυτή λέγεται Αγία Πετρούπολη, ζούσε μια ευσεβής γυναίκα, η Ελισάβετ Εφίµοβνα Χµελέβα. Με το κουπόνι του ψωμιού της μπορούσε κάθε μέρα να αγοράζει από τον φούρνο 400 γραμμάρια ψωμί.

Το 1941, στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το Λένινγκραντ πολιορκήθηκε από τους Γερμανούς για 900 ημέρες, δηλαδή για δυόμιση περίπου χρόνια. Όταν άρχισε η πολιορκία τα τρόφιμα γίνανε δυσεύρετα και τα κουπόνια του ψωμιού, που κρατούσαν στα χέρια τους οι κάτοικοι, ήτανε πια άχρηστα.

Μια μέρα, η Ελισάβετ άδικα προσπάθησε γυρνώντας ολόκληρη σχεδόν την πόλη να βρει λίγο ψωμί. Οι διαδόσεις πως τάχα σε «κάποια» γειτονιά «κάποιος» φούρνος είχε βρει αλεύρι κι έψησε ψωμί αποδείχτηκαν πως ήταν όλες ψεύτικες.

Η γυναίκα γύρισε αργά το βράδυ απελπισμένη, ταλαιπωρημένη και νηστική στο σπίτι της. Η στεναχώρια της ήταν πολύ μεγάλη. Έβγαλε το κουπόνι από την τσάντα της και κρατώντας το στα χέρια έστρεψε τα δακρυσμένα µάτια της στο εικονοστάσι και κοίταξε τον άγιο Νικόλαο. Δεν μπόρεσε από τη λύπη της να του μιλήσει την ώρα εκείνη. Το µόνο που έκανε ήταν να σηκωθεί και να βάλει το άχρηστο εκείνο κουπόνι του ψωμιού, που κρατούσε, στο μικρό, στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι των κεριών, που βρισκόταν μπροστά από την εικόνα.

– Ας το φυλάξω, σκέφτηκε, ίσως κάποτε ξαναγίνει χρήσιμο.

Έτσι, κουρασμένη και εξαντλημένη όπως ήταν, έπεσε αμέσως να κοιμηθεί.

Την άλλη μέρα ένα απαλό σκούντημα στην πλάτη της την έκανε να ξυπνήσει από τον βαθύ της ύπνο.

– Ελισάβετ, άκουσε τη γειτόνισσά της, τη Μάσα, να της μιλάει.

– Μάσα, πώς μπήκες στο σπίτι; ρώτησε η γυναίκα.

– Η ώρα κοντεύει εννιά και, σαν είδα πως δεν άνοιξες το κουρτινάκι σου από το παράθυρο που βλέπει στον δρόμο, σκέφτηκα μήπως ήσουν άρρωστη και ήρθα να σε δω. Χτύπησα πολλές φορές το χερούλι της πόρτας, µα δεν µου απάντησες. Κόλλησα το αυτί µου πάνω της και δεν άκουσα τον παραμικρό θόρυβο. Τότε πήρα την απόφαση να µπω στο σπίτι.

– Έκανες σαν καλή γειτόνισσα. Σ’ ευχαριστώ, Μάσα, είπε η Ελισάβετ και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Κάθισε και θα βάλω το σαμοβάρι στη φωτιά για να πιούμε το τσάι µας.

Με τα λόγια αυτά η Ελισάβετ έστρεψε το βλέμμα της στο τραπέζι και είδε άξαφνα πάνω στο υφαντό τραπεζομάντηλο ένα μικρό φραντζολάκι ίσαμε τετρακόσια γραμμάρια φρέσκο ψωμί.

– Μάσα, πού βρήκες το ψωμί; φώναξε έκπληκτη η Ελισάβετ στη γειτόνισσά της.

Η Μάσα, που την ώρα εκείνη είχε πλησιάσει το παράθυρο και τραβούσε το κουρτινάκι για να µπει το πρωινό φως, γύρισε σαστισμένη το κεφάλι της και κάρφωσε τα µάτια στο φραντζολάκι του ψωμιού, που ήταν πάνω στο τραπέζι.

– Ένα φραντζολάκι ψωμί, είπε σαστισμένη και πλησίασε αργά, σαν μαγεμένη απ’ την εικόνα που αντίκριζαν τα µάτια της.

– Μα πες µου, Μάσα, πού βρήκες το ψωμί; φώναξε ξανά τρελή από τη χαρά της η Ελισάβετ.

– Εγώ πού βρήκα το ψωμί; Εσύ θα µου πεις πού το βρήκες για να τρέξω µε το κουπόνι µου να πάρω κι εγώ.

– Μα τι λες, Μάσα! Εγώ χθες μάτωσα τα πόδια µου γυρίζοντας όλο το Λένινγκραντ ψάχνοντας να βρω σε φούρνο ψωμί.

Οι δυο γυναίκες, δίχως ν’ αγγίζουν το ξεροψημένο φραντζολάκι, έσκυψαν από πάνω του και κλείνοντας τα µάτια τους μύρισαν το υπέροχο άρωμά του.

– Αν λες αλήθεια πως το ψωμί αυτό δεν το πήρες µε το κουπόνι σου, τότε να µου το δείξεις για να πειστώ, είπε η Μάσα.

– Να! Εδώ το έχω βάλει! Στάσου μια στιγμή και θα σου το δείξω!

Αυτά είπε τρέμοντας από συγκίνηση η Ελισάβετ κι απλώνοντας το χέρι της πήρε το στενόμακρο, ξύλινο κουτάκι των κεριών από το εικονοστάσι και το ακούμπησε πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο μικρό φραντζολάκι του ψωμιού. Η Μάσα έσκυψε µ’ αγωνία από πάνω του και, καθώς το καπάκι άνοιξε, εκείνη έμεινε µε τα µάτια ορθάνοιχτα να κοιτάζει το κουπόνι του ψωμιού, που ήταν διπλωμένο κι ακουμπισμένο δίπλα σ’ ένα λεπτό κεράκι.

Οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν έκπληκτες κι έπειτα μηχανικά γύρισαν τα µάτια τους και κοίταξαν την εικόνα του αγίου Νικολάου στο μικρό εικονοστάσι.

– Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, Μάσα, είπε η Ελισάβετ. Το ψωμί μού το έφερε ο άγιος Νικόλαος.

– Ναι! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση, ψέλλισε σαστισμένη µα µε σιγουριά και η Μάσα.

– Ζούμε ένα θαύμα, Μάσα, ένα θαύμα, είπε η Ελισάβετ κι έκανε τον σταυρό της.

– Ελισάβετ, είπε συγκινημένη η Μάσα. Σε παρακαλώ άφησέ µε να βάλω κι εγώ το κουπόνι µου μέσα στο κουτί µε τα κεριά. Πού ξέρεις; Ο άγιος Νικόλαος μπορεί να λυπηθεί τα παιδιά µου και να φέρει και σε µας ψωμί.

– Τρέξε και φέρε το κουπόνι σου, είπε µε χαρά η Ελισάβετ. Φέρε το και θα προσευχηθούμε στον άγιο να κάνει και πάλι το θαύμα του.

Η Μάσα σαν αγέρας πήγε και γύρισε στο σπίτι κρατώντας σφιχτά στη χούφτα της το κουπόνι του ψωμιού. Οι γυναίκες έβαλαν στο κουτί των κεριών τα δυο κουπόνια και το επέστρεψαν στη θέση του, μπροστά στην εικόνα του αγίου Νικολάου.

Την άλλη μέρα, µε το που ξημέρωσε, η Ελισάβετ βρήκε πάνω στο τραπέζι της ένα ζεστό, φρεσκοψηµένο φραντζολάκι 400 γραμμαρίων, ενώ η Μάσα ένα καρβέλι ψωμί 800 γραμμαρίων.

Το νέο σαν αστραπή μαθεύτηκε στη γειτονιά και το κουτί των κεριών του αγίου Νικολάου γέμισε από κουπόνια τόσα, που δεν έκλεινε πια το καπάκι του.

Και ο άγιος Νικόλαος ο ψωµάς, κάθε πρωί άφηνε πάνω στο τραπέζι τους το ψωμί, που αναλογούσε στον καθέναν σύμφωνα µε το κουπόνι του. Κι ετούτο το θαύμα κράτησε όσο και η πολιορκία του Λένινγκραντ, 900 ολόκληρες ημέρες, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια.

ΠΗΓΗ agiosnikolaosalimou

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου