Οὐάσιγκτων Φουντᾶς
Σ᾿ ἕνα διαμερισματάκι στή πόλη μας,
ζοῦσε ἕνας φτωχός καί ταπεινός γεροντάκος. Αὐτός ὁ εὐλογημένος ἀγαποῦσε πολύ
τόν Θεό καί τήν ἐκκλησία.
Βρισκότανε ὅλο τόν χρόνο σέ νηστεία,
καί δέν ἄφηνε μέρα χωρίς νά λειτουργηθεῖ καί νά κοινωνήσει.
Ὅταν ἔπεσε ὁ λοιμός καί κλείσανε τίς ἐκκλησίες
τά ἔχασε γιά τά καλά. Ἤτανε σά νά τοῦ ξεριζώσανε τήν καρδιά.
Αὐτό δέν τό ἄντεξε καί πῆγε νά
διαμαρτυρηθεῖ στό δεσπότη.
–Νά κάνεις ὑπομονή! τοῦ εἶπε
–Καί πότε θά κοινωνήσω;
–Κάνε ὑπομονή... κι ἐμεῖς ὑπομονή
κάνουμε.
Δέν ἀπελπίστηκε, οὔτε σκέφτηκε νά τά παρατήσει. Πῆγε στό ἐκκλησάκι στά Κοιμητήρια. Αὐτό τό λειτουργοῦσε κάποιες μέρες, ἕνας συνταξιοῦχος παπᾶς, μά καί κεῖ βρῆκε τίς πόρτες κλειστές.
Σ᾿ ἕνα χωριό, δέκα ὧρες μέ τά πόδια ἔξω
ἀπό τήν πόλη, ἤτανε ἕνας γέροντας, φημισμένος πνευματικός, πού φοβότανε μόνο
τόν Θεό καί δέν καταλάβαινε οὔτε ἀπό ἀρχές οὔτε ἀπό ἐξουσίες.
Ξεκίνησε τό Σάββατο ἀπό νωρίς, μά σάν
ἔφτασε στά μισά, τόν σταματήσανε, καί μέ περιπολικό τόν γυρίσανε πίσω.
Τώρα μοναδική του ἐλπίδα ἤτανε ὁ
Χριστός.
Ἔπεσε στά γόνατα κι ἔριξε μαῦρο
δάκρυ.
«Μέχρι πότε Κύριε θά μένω ἀλειτούργητος
καί ἀκοινώνητος; Ὅλοι μοῦ κλείσανε τίς πόρτες. Βοήθησέ με τόν φτωχό».
Ἔπεσε, καί ὅπως ἤτανε ἀπό τόν κόπο
τόν πῆρε ὁ ὕπνος.
Εἶδε τότε τόν ἄγγελό του πού τόν ἔφερε
μέσα σ᾿ ἕνα ναό πού ὅμοιός του δέν ὑπῆρχε σ᾿ὅλη τήν κτίση. Ἦτανε φτιαγμένος
μόνο ἀπό Φῶς, ἀχειροποίητος, νοητός πού ἔπιανε ὅλο τόν οὐρανό κι ὁ χρυσός κι ὁ ἄργυρος
δέν εἴχανε καμιά ἀξία μπροστά του.
Καί ἐνώπιον πάντων τῶν Ἁγίων καί τῶν Ἀγγέλων
τελοῦνταν Θεία Λειτουργία ὅπου συλλειτουργοῦσαν Ἅγιοι Ἱεράρχες κι Ἀρχάγγελοι
καί ἀκούγονταν ὕμνοι πού ποτέ δέν ἄκουσε ἀπό ἀνθρώπους στή γῆ καί εὐωδίαζε ὁ
τόπος ἀπό τά λιβανωτά τοῦ Οὐρανοῦ.
Κι ὅλη του ἡ ὕπαρξη πληρώθηκε ἀπό ἀνέκφραστη
εἰρήνη καί χαρά.
Τόν πῆρε τότε ὁ ἄγγελός του καί τόν ὁδήγησε
ἐκεῖ ὅπου ἤτανε ἡ πηγή τοῦ Φωτός, ὁ Δεσπότης Χριστός πάνω στόν δεσποτικό του
θρόνο, ὡς Μέγας Ἀρχιερεῦς καί στό σύνθρονο ἡ Θεοτόκος ὡς βασίλισσα τῶν Οὐρανῶν.
Ἔπεσε μέ δέος καί προσκύνησε κι ἔβαλε
σέ ἔλεγχο τόν ἑαυτό του, πῶς αὐτός ὁ ἀνάξιος βρῆκε χάρη νά παραστεῖ μπροστά στό
θρόνο τῆς Μεγαλοσύνης Του.
Καί δέν τολμοῦσε νά σηκώσει τά μάτια
του.
Κι ὁ Χριστός τόν εὐλόγησε. Τόν εὐλόγησε
κι ἡ Παναγία.
Κι ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα πῆγε καί κοινώνησε
κι ὁ ἄγγελός του τόν ἔφερε πίσω, στόν τόπο τῆς προσκαίρου ζωῆς.
Ὅταν ξύπνησε εἶχε εἰρήνη καί χαρά
στήν καρδιά του καί τή γεύση τῆς Μεταλαβιᾶς στό στόμα του.
Υ.Γ. Ὁ Ἀλέξανδρος δέν ἄντεξε τίς ἁλυσίδες στίς ἐκκλησιές καί τά βουβά καμπαναριά. Ἔφυγε τήν Κυριακή πρίν τά Χριστούγεννα. Τό ἡμερολόγιο ἔγραφε Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου