Φώτης Κόντογλου
Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τίς
παραμονές τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπό χώρα σέ χώρα κι ἀπό χωριό σέ χωριό, καί
χτυπᾶ τίς πόρτες γιά νά δεῖ ποιός θά τόν δεχτεῖ μέ καθαρή καρδιά. Μιά χρονιά λοιπόν,
πῆρε τό ραβδί του καί τράβηξε. Ἤτανε σάν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μέ κάτι
μπαλωμένα παλιόρασα, μέ χοντροπάπουτσα στά ποδάρια του καί μ᾽ ἕνα ταγάρι
περασμένο στόν ὦμο του. Γι᾽ αὐτό τόν παίρνανε γιά διακονιάρη καί δέν τ᾽ ἀνοίγανε
τήν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατί ἔβλεπε τήν ἀπονιά τῶν ἀνθρώπων
καί συλλογιζότανε τούς φτωχούς πού διακονεύουνε, ἐπειδής ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾽ ὅλο
πού αὐτός ὁ ἴδιος δέν εἶχε ἀνάγκη ἀπό κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε ἀπό δῶ κι ἀπό κεῖ, κι ἀφοῦ
πέρασε ἀπό χῶρες πολλές κι ἀπό χιλιάδες χωριά καί πολιτεῖες, ἔφταξε στά ἑλληνικά
τά μέρη, πού ᾽ναι φτωχός κόσμος. Ἀπ᾽ ὅλα τά χωριά πρόκρινε τά πιό φτωχά, καί
τράβηξε κατά κεῖ, ἀνάμεσα στά ξερά βουνά πού βρισκόντανε κάτι καλύβια,
πεινασμένη λεμπεσουριά.
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιάς βογγοῦσε,
ἡ πλάση ἤτανε πολύ ἄγρια. Ψυχή ζωντανή δέν ἀκουγότανε, ἐξόν ἀπό κανένα τσακάλι
πού γάβιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾽ ἕνα
ἀπάγκειο πού ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ᾽ να μικρό βουνό, κ᾽ εἶδε ἕνα μαντρί κολλημένο
στά βράχια. Ἄνοιξε τήν αὐλόπορτα πού ἤτανε κανωμένη ἀπό ἄγρια ρουπάκια καί μπῆκε
στή μάντρα. Τά σκυλιά ξυπνήσανε καί πιάσανε καί γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νά
τόν σκίσουνε· μά, σάν πήγανε κοντά του, σκύψανε τά κεφάλια τους καί σερνόντανε
στά ποδάρια του, γλύφανε τά χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καί
κουνούσανε παρακαλεστικά τίς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στό καλύβι τοῦ τσομπάνου καί χτύπησε τήν πόρτα μέ τό ραβδί του καί φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιά τίς
ψυχές τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστός μας διακόνεψε σάν ἦρθε σέ τοῦτον τόν
κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καί βγῆκε ἕνας
τσομπάνης, παλληκάρι ὥς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μέ μαῦρα γένεια· καί, δίχως νά δεῖ
καλά - καλά ποιός χτυποῦσε τήν πόρτα, εἶπε στόν γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾽ ἀρχοντικό μας νά
ζεσταθεῖς! Καλή μέρα καί καλή χρονιά!».
Αὐτός ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης
ὁ Μπάϊκας, πού τόν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σάν τά
πρόβατα πού βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στήν καλύβα ἔφεγγε μέ λιγοστό φῶς
ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σάν εἶδε στό φῶς πώς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας
καλόγερος, πῆρε τό χέρι του καί τ᾽ ἀνασπάστηκε καί τό ᾽βαλε ἀπάνω στό κεφάλι
του. Ὕστερα φώναξε τή γυναῖκα του, ὥς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, πού κουνοῦσε τό
μωρό τους μέσα στήν κούνια. Καί κείνη πῆγε ταπεινά καί φίλησε τό χέρι τοῦ
γέροντα, κ᾽ εἶπε:
«Κόπιασε, παππού, νά ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στήν πόρτα
καί βλόγησε τό καλύβι κ᾽ εἶπε:
«Βλογημένοι να ᾽σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο
τό σπιτικό σας! Τά πρόβατά σας νά πληθαίνουνε ὡς τοῦ Ἰώβ μετά τήν πληγήν καί ὡς
τοῦ Ἀβραάμ καί ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι
μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στό τζάκι καί
ξελόχισε ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σέ μιά γωνιά τό ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τό
μπαλωμένο τό ράσο του κι ἀπόμεινε μέ τό ζωστικό του. Τόν βάλανε κ᾽ ἔκατσε κοντά
στή φωτιά, κ᾽ ἡ γυναίκα τοῦ ᾽βαλε καί μιά μαξιλάρα ν᾽ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κ᾽ εἶδε γύρω
του καί ξανάπε μέσα στό στόμα του:
«Βλογημένο νά ᾽ναι τοῦτο τό καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε γιά νά φέρει
τό ᾽να καί τ᾽ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάρριξε ξύλα στή
φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τό καλύβι μέ
μιάν ἀλλιώτικη λάμψη καί φάνηκε σάν παλάτι. Τά δοκάρια σάν νά ᾽τανε
μαλαμοκαπνισμένα, κ᾽ οἱ πυτιές πού ἤτανε κρεμασμένες σάν νά γινήκανε χρυσά
καντήλια, καί τά τυροβόλια κ᾽ οἱ καρδάρες καί τ᾽ ἄλλα τά σύνεργα πού τυροκομοῦσε
ὁ Γιάννης, λές κ᾽ ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καί τά ξύλα πού καιγόντανε στή φωτιά
εὐωδιάζανε σάν μοσκολίβανο καί δέν τρίζανε ὅπως τρίζανε τά ξύλα τῆς φωτιᾶς,
παρά ψέλνανε σάν τούς ἀγγέλους πού ᾽ναι στόν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλός ἄνθρωπος, ὅπως
τόν ἔφτιαξε ὁ Θεός. Φτωχός ἤτανε, εἶχε λιγοστά πρόβατα, μά πλούσια καρδιά. «Τῇ
πτωχείᾳ τά πλούσια!». Ἤτανε αὐτός καλός, μά εἶχε καί καλή γυναῖκα. Κι ὅποιος
τύχαινε νά χτυπήσει τήν πόρτα τους, ἔτρωγε κ᾽ ἔπινε καί κοιμότανε. Κι ἄν ἤτανε
καί πικραμένος, εὕρισκε παρηγοριά. Γι᾽ αὐτό κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στό
καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά παραμονή τῆς χάρης του, κ᾽ ἔδωσε τήν εὐλογία
του.
Κείνη τή νύχτα τόν περιμένανε ὅλες οἱ
πολιτεῖες καί τά χωριά τῆς οἰκουμένης, ἄρχοντοι, δεσποτάδες κ᾽ ἐπίσημοι ἀνθρῶποι,
πλήν ἐκεῖνος δέν πῆγε σέ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρά πῆγε στό μαντρί τοῦ
Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σάν βολέψανε τά πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ
Γιάννης καί λέγει στόν γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρά ἔχω ἀπόψε πού ἦρθες,
ν᾽ ἀκούσουμε κ᾽ ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατί δέν ἔχουμε ἐκκλησιά κοντά μας, μήτε
κάν ρημοκκλήσι. Ἐγώ ἀγαπῶ πολύ τά γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἄς μήν τά
καταλαβαίνω, γιατί εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μιά φορά μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης
καί μᾶς ἄφησε τούτη τήν ἁγιωτική φυλλάδα, κι ἄν λάχει νά περάσει κανένας
γραμματιζούμενος καμμιά φορά, τόν βάζω καί τήν διαβάζει. Ἐγώ ὅλα - ὅλα τά
γράμματα πού ξέρω εἶναι τρία λόγια πού τά ᾽λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, πού ἔβγαζε
λόγο στό χωριό, δυό ὧρες ἀπό δῶ, κι ἀπό τίς πολλές φορές πού τά ᾽λεγε,
τυπωθήκανε στή θύμησή μου. Αὐτός ὁ γραμματικός ἔλεγε καί ξανάλεγε: “Σ᾽ κώνιτι οὑ
μήτηρ του κί τούν ἀνισπάζιτι κί τοῦ λεγ᾽: Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αὐτά τά
γράμματα ξέρω...».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ
Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνω καί στάθηκε γυρισμένος κατά τήν ἀνατολή κ᾽ ἔκανε
τόν σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καί πῆρε ἀπό τό ταγάρι του μιά
φυλλάδα κ᾽ εἶπε:
«Εὐλογητός ὁ Θεός ἡμῶν πάντοτε, νῦν
καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καί στάθηκε ἀπό πίσω
του καί σταύρωσε τά χέρια του. Ἡ γυναίκα βύζαξε τό μωρό καί πῆγε καί κείνη καί
στάθηκε κοντά στόν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τό «Θεός Κύριος»
καί τ᾽ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφήν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες»,
χωρίς νά πεῖ τό δικό του τ᾽ ἀπολυτίκιο, πού λέγει: «Εἰς πᾶσαν τήν γῆν ἐξῆλθεν ὁ
φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκά καί ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κ᾽ ἡ Γιάνναινα τόν ἀκούγανε
μέ κατάνυξη καί κάνανε τόν σταυρό τους. Κ᾽ εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τόν Ὄρθρο καί
τόν Κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρίς νά πεῖ τόν δικό του Κάνονα
«Σοῦ τήν φωνήν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κ᾽ ὕστερα εἶπε ὅλη τή Λειτουργία, κ᾽ ἔκανε
ἀπόλυση.
Καθήσανε στό τραπέζι καί φάγανε, ὁ Ἅγιος
Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπαρμπα-Μάρκος ὁ
Βουβός, πού τόν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καί τόν βοηθοῦσε.
Καί, σάν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα
τήν βασιλόπιττα καί τήν ἔβαλε ἀπάνω στό σοφρά. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τό
μαχαίρι καί σταύρωσε τήν βασιλόπιττα κ᾽ εἶπε:
«Εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ
καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κ᾽ ἔκοψε τό πρῶτο κομμάτι κ᾽ εἶπε:
«Τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τό δεύτερο κ᾽ εἶπε: «Τῆς Παναγίας», κ᾽ ὕστερα ἔκοψε τό
τρίτο καί δέν εἶπε: «Τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλά εἶπε: «Τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη
τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καί τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τόν Ἅη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τόν ξέχασα!».
Κ᾽ ἔκοψε ἕνα κομμάτι κ᾽ εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλά κομμάτια, καί σέ
κάθε ἕνα πού ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ
Μάρκου τοῦ μογιλάλου», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στόν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δέν ἔκοψες γιά τήν ἁγιωσύνη
σου;».Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μά ὁ Γιάννης δέν κατάλαβε τίποτα, ὁ
καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα γιά νά κοιμηθοῦνε.
Σηκωθήκανε νά κάνουνε τήν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τίς ἀπαλάμες
του κ᾽ εἶπε τή δική του τήν εὐχή, πού τή λέγει ὁ παπάς στή Λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός, οἶδα ὅτι οὐκ εἰμί ἄξιος,
οὐδέ ἱκανός ἵνα ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».
Σάν τελείωσε τήν εὐχή κ᾽ ἑτοιμαζόντανε
νά πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης:
«Ἐσύ, γέροντα, πού ξέρεις τά
γράμματα, πές μας σέ ποιά παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κ᾽
οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ᾽χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοί εἴμαστεν ἁμαρτωλοί
καί κακορρίζικοι, ἐπειδής ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νά κολαζόμαστε».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε
πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τίς ἀπαλάμες του καί ξαναεῖπε τήν εὐχή του ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος
σου Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς ἐστιν ἄξιος καί ἱκανός ἵνα ὑπό τήν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι
νήπιος ὑπάρχει, καί τῶν τοιούτων ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Καί πάλι δέν κατάλαβε τίποτα ὁ
Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου