«Ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα, οὐ χρή, ἀδελφοί μου,
ταῦτα οὕτω γίνεσθαι. Μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ
πικρόν;» (Ἰακ. γ΄, 10-11) (: Ἀπὸ τὸ αὐτὸ στόμα βγαίνει δοξολογία καὶ κατάρα.
Ἀλλά, ἀδελφοί μου, δὲν πρέπει νὰ γίνωνται αὐτὰ ἔτσι καὶ νὰ ἀνακατεύωνται οἱ
εὐλογίες μὲ τὶς κατάρες. Μήπως ἡ πηγὴ ἀπὸ τὴν αὐτὴ τρύπα ἀναβλύζει τὸ νερὸ τὸ
πόσιμο καὶ δροσιστικὸ καὶ τὸ νερὸ τὸ ἁλμυρὸ καὶ πικρό;).
Ἀπὸ τὸ στόμα μας πρέπει νὰ βγαίνη πάντα ὁ καλός λόγος καὶ ὄχι ὁ πικρὸς.
Ὁ θεῖος
Χρυσόστομος συμβουλεύει: «Ἄς δοῦμε πῶς διαπλάθεται καὶ τὸ στόμα τοῦ
διαβόλου, γιὰ νὰ μὴ κατασκευάσουμε ποτὲ ἐκεῖνο. Πῶς πλάσσεται λοιπόν; Μὲ
κατάρες, μὲ ὕβρεις, μὲ βασκανίες, μὲ ἐπιορκίες. Γιατὶ ὅταν κάποιος χρησιμοποιῆ
τὰ δικὰ του λόγια, λαμβάνει τὴ γλώσσα του. Ποιὰ λοιπὸν συγχώρηση θὰ ἔχουμε, ἢ
μᾶλλον ποιὰ τιμωρία δὲ θὰ ὑποστοῦμε, ὅταν ἐπιτρέπουμε στὴ γλώσσα, μὲ τὴν ὁποία
ἀξιωθήκαμε νὰ γευθοῦμε τὴ σάρκα τοῦ Δεσπότη, νὰ χρησιμοποιῆ λόγια τοῦ διαβόλου;
Ἂς μὴ τῆς ἐπιτρέψουμε λοιπόν, ἀλλὰ ἂς καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια νὰ τὴν
ἐκπαιδεύσουμε νὰ μιμῆται τὸν Δεσπότη της. Γιατὶ ἂν τὴν διδάξουμε αὐτό, μὲ πολλὴ
παρρησία θὰ μᾶς τοποθετήση στὸ βῆμα τοῦ Χριστοῦ».
- Ὁ μακαριστὸς π. Ἐφραὶμ ὁ Φιλοθεΐτης ἔλεγε
σὲ ὁμιλία του: «Ἡ κατάρα εἶναι ἕνα πολὺ βαρὺ ἁμάρτημα, ποὺ μπορεῖ νὰ
προκαλέση κακὸ ὄχι μόνον σ’ αὐτὸν ποὺ ἀπευθύνεται, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς καὶ
στοὺς ἴδιους ποὺ τὴν ἐκφέρουν». Αὐτὸ θὰ τὸ δοῦμε στὸ ἀκόλουθο ἱστορικό:
Ἕνας ἐπίσκοπος μὲ κάποιο διάκονό του θὰ πήγαιναν νὰ λειτουργήσουν σὲ κάποιο
χωριό. Ξεκίνησαν, λοιπόν, μὲ τὸν διάκονο καὶ ἐκεῖ πού βάδιζαν στὸν δρόμο,
συνάντησαν ἕνα φτωχὸ ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος καθόταν κάπου ἐκεῖ. Ὁ Δεσπότης τὸν
καλημέρισε:
– Καλημέρα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ. Ὁ φτωχὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ὁ Δεσπότης πάλι:
– Καλημέρα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ.
Πάλι δὲν ἀπαντᾶ. Τὸν καλημερίζει γιὰ τρίτη φορά καὶ ἀφοῦ δὲν ἀπάντησε, ὁ
Δεσπότης ἔχασε τὴν ὑπομονή του καὶ λέει:
– Τὴν κατάρα μου νάχης.
Ἴσως γιατί ἔτσι ταπεινώθηκε, ἀφοῦ δὲν τοῦ ἀπάντησε, ὁ φτωχός. Συνέχισαν τὸν
δρόμο τους. Πῆγε ὁ Δεσπότης καὶ λειτούργησε. Μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία
αἰσθάνθηκε ὅτι δὲν ἦταν καλὰ στὴν ὑγεία του καὶ λέει στὸν διάκονο:
– Διάκονε, δὲν εἶμαι καλά, καὶ μάλιστα νομίζω ὅτι τὸ ἔχω πάθει ἀπὸ τὴν
στιγμὴ ποὺ εἶπα ἐκεῖνο τὸν βαρὺ λόγο σ’ ἐκεῖνο τὸν φτωχό.
Τοῦ λέει ὁ διάκονος:
– Ἐπιτρέπεται νὰ σᾶς πῶ, Σεβασμιώτατε, κάτι;
– Ναί, παδί μου, ν’ ἀκούσω.
– Ὅταν καταραστήκατε τὸν φτωχό, εἶδα ὅτι βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα σας ἕνα κοράκι
καὶ πῆγε πρὸς τὸν φτωχό, ἀλλὰ μετὰ γύρισε πάλι πίσω καὶ μπῆκε μέσα σας.
– Ὤ, θὰ ἦταν ἄδικη ἡ κατάρα μου! Ποιὸς ξέρει ὁ φτωχὸς αὐτός, τί θὰ ἦταν.
Λοιπόν, σήκω νὰ πᾶμε γρήγορα.
Σηκώθηκαν, λοιπόν, καὶ πῆγαν ἐκεῖ ποὺ τὸν εἶχαν συναντήσει. Ὅταν ἔφθασαν
ἐκεῖ, κατάλαβαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν κωφὸς καὶ δὲν εἶχε ἀκούσει τὸν καλημερισμὸ
τοῦ Ἐπισκόπου.
«Κατάρα ἐξελθοῦσα καὶ μὴ εὑροῦσα τόπον, ἐπιστρέφει εἰς τὸν πέμψαντα αὐτήν».
Ὅταν ἡ κατάρα εἶναι ἄδικη, ἐπιστρέφει τὸ κακὸ σ’ ἐκεῖνον, ὁ ὁποῖος τὴν ἔδωσε.
Γι’ αὐτὸ πρέπει πάντα νὰ εὐλογοῦμε, δηλαδὴ λόγος καλὸς νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὰ
χείλη μας κι ἔτσι δὲν θὰ πέφτουμε σ’ αὐτὸ τὸ μεγάλο ἁμάρτημα τῆς κατάρας.
Ὁ καλύτερος τρόπος γιὰ νὰ σταματήση πλέον αὐτὸ τὸ ἁμάρτημα, τὸ ὁποῖον εἶναι
τόσο συνηθισμένο καὶ βαραίνει ἰδίως τὶς μητέρες, εἶναι ἡ προσευχή. Βέβαια καὶ
ἂν ἀκόμη ὁδηγηθοῦν ἐξ αἰτίας τῶν παιδιῶν σ’ αὐτὴ τὴν δύσκολη περίπτωση, ὁ Θεὸς
εἶναι τόσον εὔσπλαγχνος, τόσον ἐλεήμων, ὅση εἶναι καὶ ἡ ἀπεραντοσύνη Του- καὶ
ὅλα τὰ συγχωρεῖ, ὅταν ὁ ἄνθρωπος μετανοήση κι ἐπιστρέψη.
Ὁ καλός Θεὸς ἂς ρίξη ἔλεος καὶ φώτιση σὲ ὅλους, γιὰ νὰ μετανοήσουμε καὶ νὰ
ἐπιτύχουμε τὴν Βασιλεία Του.
Ἀμήν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου