Χρυσοστόμου Παπασωτηρίου, Ιατρού
Παιδαγωγική. Ἡ ἀγωγὴ τῶν παίδων. Παῖς καὶ ἂγω. Ὁδηγῶ τὸν παῖδα, τὸν νέο. Ἡ
διαρκὴς φροντίδα τοῦ παιδαγωγοῦ για τή διαμόρφωση τῆς ψυχῆς τῶν νέων. Στήν
προκειμένη περίπτωση ἡ ἀγωγή πού παρείχετο ἀπὸ τοὺς «παλαιοὺς» πρὸς τοὺς νέους.
Ἀπὸ αὐτούς πού ἦταν φορεῖς καὶ ἐκφραστὲς τῆς παράδοσης. Πού τὴ βίωναν καὶ τὴν
παρέδιδαν ὡς ἱερὰ παρακαταθήκη στούς νέους.
Τὰ ἤθη καὶ τὰ ἔθιμα ἦταν κοινὰ σὲ πτωχοὺς καὶ πλουσίους, ἀμαθεῖς καὶ
μορφωμένους. Ὅπως ὅριζε ἡ παράδοση, τὴν ὁποία εὐλαβοῦντο τόσο ὅσο καὶ τὴν ἁγία
πίστη τους. Καρπὸς αὐτοῦ τοῦ τρόπου ζωῆς, ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ἦταν ἡ ἀμεριμνησία,
ἡ εἰρηνεμένη συνείδηση καὶ ἡ πηγαία χαρὰ τους.
Μέσα στή θαλπωρὴ αὐτῆς τῆς παράδοσης, κάτω ἀπὸ τὸ ἄγρυπνο μάτι τῶν
«παλαιῶν» ζοῦσαν καὶ ηὑξάνοντο στήν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα οἱ νέοι.
Ἡ ἡρωικὴ ἐγκαρτέρηση τῶν «παλαιῶν» στίς ποικίλες ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, ἡ
ἀσκητικὴ βιωτή, ἡ οὐσιαστικὴ ἀγάπη μέσα στήν οἰκογένεια καὶ στόν εὐρύτερο
κοινωνικὸ περίγυρο ἐνεργούσαν καταλυτικὰ στή διαμόρφωση τῆς ψυχῆς καὶ ἐν γένει
τοῦ χαρακτῆρα τῶν νέων.
Ὁ μακαριστὸς Γέροντας Παΐσιος συχνὰ συνεβούλευε τίς μητέρες: «- Τὰ παιδιὰ δεν ἔχουν ἁνάγκη ἀπὸ λόγια. Χρειάζονται τὸ ζωντανὸ παράδειγμα καί τίς προσευχὲς μας».
Αὐτά πού εἰδικὰ στούς καιροὺς μας εἶναι δυσεύρετα λόγω τῆς φίλαυτης καὶ
ἐγωκεντρικῆς ζωῆς. Μιᾶς ζωῆς βυθισμένης στήν ἀπελπισία καὶ τὸ ἄγχος τοῦ
εὐδαιμονισμοῦ, χωρὶς τή ζεστασιὰ καὶ τὸ χαμόγελο τῆς ἐλπίδας. Τόσο καὶ ἔτσι
βυθισμένη, ποὺ να ἀσφυκτιοὺν τὰ παιδιὰ μας καὶ να ἀπωθοῦνται ἀπὸ τὸ πνιγερὸ
αὐτὸ οἰκογενειακὸ περιβάλλον, ἀναζητώντας λίγο φῶς χαρᾶς στά πνευματικὰ
ἀπορίμματα.
Στά ἄτυχα αὐτὰ παιδιὰ δεν ἔλειψαν οἱ συμβουλές. Κάποτε, ἴσως καὶ να
περίσσευσαν τόσο, ποὺ ὁ λόγος να γίνετο ἐνοχλητικὰ ἀποκρουστικός. Γιατὶ στή ζωὴ
τοῦ παιδαγωγοῦ δέν ὑπῆρχε τὸ ἀντίστοιχο παράδειγμα, τὸ ζωντανὸ παράδειγμα πού
ἐνεργεῖ θεραπευτικὰ στήν παιδικὴ ψυχὴ, ἁπαλὰ καὶ ἀθόρυβα σὰν τὴν εὐλογημένη
ψιχάλα στἠ διψασμένη γῆ.
Οὔτε καὶ ἡ ἀγάπη ἔλειψε. Πληθωρικὴ καὶ κενή, ὅμως, περιεχομένου δεν
ἀνέπαυε. Μιά ἀγάπη ἀλόγιστη καὶ νοσηρή, χωρὶς θαλπωρὴ στραγγάλιζε τἰς ψυχὲς
τους.
Παράλληλα, ἔλειπαν τὰ οὐσιώδη. Αὐτά πού ἑξαγνίζουν τὸ σῶμα καὶ ἁγιάζουν τὴ
ψυχή. Ὁ μόχθος, ὁ κόπος καὶ ὁ πόνος πού ψαλιδίζουν τὴν ἔπαρση καὶ ἀντρειεύουν
τὸ νέο. Ἡ ἐπίπονη ἀσκητικὴ ζωή.
Στήν παιδαγωγικὴ τῶν «παλαιῶν» ὁ λόγος ὑπῆρχε λιτὸς καὶ λακωνικός. Μιλοῦσε
τὸ ζωντανὸ παράδειγμα. Ἡ ἀγάπη τους ἦταν τραχιὰ καὶ αὐστηρὴ σὰν προσταγή. Τή
διέκρινες στά σοβαρά τους πρόσωπα σὰν χάδι, ποὺ ἐνέπνεε χαρὰ καὶ δέος καί που
μας ἐνθουσίαζε. Λαχταροῦσε ἡ ψυχὴ μας νά τοὺς μοιάσουμε.
Ἀπὸ τὴν ἡλικία τῶν ἑπτὰ χρόνων βρισκόμασταν δίπλα τους στίς διάφορες
ἐργασίες ὡς χέρια βοηθητικὰ καὶ ἀπαραίτητα, παίρναμε τὸ βάπτισμα τοῦ πυρός.
Ὄντες δεκατριάχρονοι ἤμασταν μάχιμοι πλέον, μαζί με τοὺς μεγάλους, ἴσα
μ’ αὐτούς. Πόσο καμαρώναμε! Κάναμε ἀγῶνα νά ἀποδείξουμε ὅτι κάτι ἀξίζουμε
κι ἐμεῖς, κάτι τὸ μεγάλο! Κι ὅταν στό πρὀσωπο τῶν γονιῶν διακρίναμε τὸ
ἀντιφέγγισμα τῆς ἰκανοποιήσης καὶ ἀποδοχῆς, εὐθὺς ψηλώναμε μιά σπιθαμἠ.
Μέσα στό γόνιμο αὐτὸ περιβάλλον κυοφορούνταν ὁ αὐριανὸς ἔφηβος, ὁ ὁποῖος
ἀντίκρυζε τή ζωή θαραλλέα, με ἰδανικὰ καὶ ὄνειρα. Ἔχοντας δίπλα τού ἄξια
πρότυπα νά μιμηθεῖ.
Ὑστέρα ἀπὸ διετῆ θήτευση καὶ κάτω ἀπὸ τὴν αὐστηρὴ ἐπιτἠρησή τους ἀκούγαμε
τό :« εὖ, δοῦλε ἀγαθέ…..ἐπὶ πολλὰ σὲ καταστήσω».
Ἡ προσταγὴ τους ἀκούγονταν κοφτή, σὰν τὸν ξερὸ κρότο: «Αὔριο θὰ πάρεις τ’
ἄλογα καὶ θὰ πάς νά ὀργώσεις στἠν Πλατανιά. Καὶ ὅπως ξέρεις, πάντα ὁ κίτσος
μέσα στήν αὐλακιά..κι ἐμᾶς φούσκωνε τὸ στῆθος στή στιγμή, τὸ μυαλὸ βρίσκονταν
σὲ συναγερμὸ καὶ ἡ καρδιἀ φτερούγιζε. Νοιώθαμε χαρὰ μαζί με κρυφὸ φόβο. «Θὰ τὰ
καταφέρω;».
Ὁ καιρὸς κυλοῦσε κι ἐμεῖς νοιώθαμε παλληκάρια. Τὰ πόδια πατοῦσαν γερὰ σὲ
στέρεα γῆ. Ἀφουγκραζόμασταν τή ζωἠ νά μας ὑπόσχεται ταξίματα ἀκριβά, τόσα, πού
κανένα ἀπὸ τὰ ταπεινὰ δἐν μας συγκινοῦσε.
Ἂς σταθοῦμε μακρυὰ ἀπὸ συγκρίσεις καὶ διδάγματα. Ἐπιτακτικὴ μας
ἀνάγκη εἶναι νἀ συνειδητοποιήσουμε τί εἰχαμε καί τί χάσαμε, ποῦ μᾶς ἔπρεπε νά
βρισκόμαστε καὶ σὲ τί βάραθρο γκρεμιστήκαμε. Καὶ νά πἀρουμε τὸν δρόμο τῆς
ἐπιστροφῆς. Ἀλλιῶς, ἡ ἐξαγωγὴ καὶ ἡ ἀπαρίθμηση διδαγμάτων μέ πνεῦμα ψυχρὰ
ἀκαδημαϊκὸ θυμίζει μακάβρια νεκρολογία σὲ αὐτόχειρα. Τὰ διδάγματα ἂς τὰ
ἀνασύρει ὁ καθένας μόνος κατὰ τὴν κρίση του.
1.
Ἡ ἀγάπη στήν πατρίδα
Τὰ παιδιὰ τῶν «παλαιῶν», ποὺ βύζαιναν τὸ ἀθάνατο γάλα τῆς παράδοσης,
ἀποκτοῦσαν παλληκαριά, λεβεντιὰ καὶ φιλότιμο. Ἡ καρδιά τους ἐδονεῖτο
ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα. Τὰ προλάβαμε… Γιά μέρες μέ χοροὺς καὶ τραγούδια
ἀποχαιρετούσαν τὰ χωριά τούς, πρὶν κινήσουν νά καταταγοῦν στόν στρατό, κι ἂς
μύριζε τριγύρω τοὺς ἡ μπαρούτη. Ἂν κάποιος κρίνονταν ἀνίκανος γιά στρατεύση,
ἀπὸ ντροπὴ ἀπεῖχε γιά μῆνες ἀπό τίς κοινωνικὲς ἐκδηλώσεις.
« …..Φεύγουμε γιά τὸ μέτωπο. Νέοι, γέροι, γυναῖκες, παιδιὰ μας στέλνουν
φιλιἀ, κάνουν τὸν σταυρὸ τοὺς καὶ ὕστερα σηκώνουν τὰ χέρια στόν οὐρανό….Λυπάμαι
τοὺς συναδἐλφους μου, ποὺ δὲ γνώρισαν τέτοιες στιγμές. Τὰ δάκρυα σου ‘ρχονται
στά μάτια. Ἀγγ.Τερζάκης). Ἀποκοτιὰ εἶναι μιά σύγκριση μέ τὰ δικὰ μας.
2.
Ἡ πίστη στόν Θεό.
– Οἱ «παλαιοὶ» εἶχαν βαθιὰ πίστη στόν Θεό. Θά μου μείνει ἀλησμόνητη ἡ
εἰκόνα, μικρὸ παιδὶ ὅταν ἤμουν τότε. Σιγοψιθύριζαν στὀ χωριό: «Ἡ κακομοίρα, ἡ
Μαριγώ, θὰ τὸ χάσει τὸ μονάκριβό της…». Ξημέρωνε Μεγάλη Παρασκευή. Ἡ ἐκκλησία
μας ἦταν παλαιά, φυρὰ καὶ τὰ παράθυρα. Ὁ ἀγέρας ὀρμοῦσε οὐρλιάζοντας, οἱ
μαρμαρόπλακες ἦταν παγωμένες, ἐνῶ στή μέση τοῦ Ναοῦ στέκεται ὁ Ἐσταυρωμένος.
Μπαίνει βιαστικὴ ἡ μικρομἀνα Μαριγώ καί μέ προσοχὴ ἐναποθέτει στή βάση τοῦ Σταυροῦ
‘’ἕνα μπόγο’’, τὸ ἄρρωστο παιδὶ της! Σταυροκοπιέται καὶ παίρνει θέση στά
στασίδια τῶν γυναικῶν μέ δακρυσμένα μἀτια…
-Ἂν προξένευαν μιἀ κοπέλα μέ κάποιον πού δέν ἐκκλησιάζονταν, μέ παρἀπονο
διαμαρτύρετο: «-Καλέ, τὸν ἀλιβάνιστο νά πάρω;…». Κι ἂς ἦταν ἀρχοντὀπουλο ὁ
προσφερόμενος γαμπρός.
– «…καὶ πρὶν λίγο δόθηκε τὸ ἰταμὸ τελεσίγραφο. Ὁ πρωθυπουργός, ἡ πολιτικὴ
καὶ στρατιωτικὴ ἡγεσία ὑπογράφουν τὰ διατάγματα γιά τὴν ἐπιστράτευση. Ἐνας ἕνας
ὑπογράφει, κάνει τὸν σταυρὸ του καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Ὁ Θεὸς σώζει τὴν
Ἑλλάδα»(ἀπὸ τὸ Ἔπος τοῦ 1940). Στόν πρῶτο κίνδυνο τῆς πατρίδας ἡ λεβεντογέννα
μάνα, ἡ Παράδοση, ἦταν αὐτή πού ἔδειχνε στά σεμνὰ παλληκάρια τὸν δρόμο τῆς
τιμῆς. Ὁποιαδήποτε σύγκριση μέ τὸ σήμερα ἀποτελεῖ ὕβρη γιά τὶς ἀνδρεῖες ἐκεῖνες
μορφές.
3.
Ἡ οἰκογένεια
Οἱ γέροντες εἶχαν ξεχωριστὴ θέση μέσα στήν οἰκογένεια.Ἠταν βαθὺς ὁ σεβασμὸς
καὶ ἡ ἀγάπη τρυφερή.Γι’αὐτὸ καὶ γηροκομοῦσαν με χαρὰ αὐτές τίς
ἀναπόσπαστες μορφὲς μέσα στόν πυρῆνα τῆς οἰκογένειας.Μνημειώδης εἶναι ἡ
εἰκόνα τῆς γιαγιᾶς μέ τή ῥόκα στό χέρι δίπλα στό τζάκι νά διηγεῖται παραμύθια ἢ
συναξάρια Ἁγίων στά ἐγγονάκια της.Ἡ’ ὁ παπποῦς καθισμένος στήν ἀναπαυτικὴ
πολυθρόνα του νά ἱστορεῖ τὰ κατορθώματά του στούς πολέμους.Βοᾶ τὸ δίδαγμα.Γεννᾶ
ντροπὲς ἡ σύγκριση…
4.
Τὸ φιλότιμο
– Οἱ νέοι πού τρέφονταν μἐ τὰ νάματα τῆς εὐλογημένης παρἀδοσης εἶχαν
φιλὀτιμο. Μέσα στὀ κατακαλόκαιρο ἕνα σπίτι ἔγινε στάχτη ἀπὸ φωτιά. Ὅμως,μέσα σὲ
τρεῖς μῆνες ἔστεκε καὶ πάλι ὄρθιο! Δούλεψε ὅλο τὸ χωριὸ καὶ προπαντὸς οἱ νέοι.
Γιά μῆνες εἶχαν νἀ λένε οἱ μεγάλοι γιἀ τὰ παλληκάρια τους, γιἀ τὴν προθυμία καὶ
τὸ φιλοτιμὸ τους. Ἐλεγαν καὶ καμάρωναν.
– Στις παγωνιές, ὅταν ἦταν νά βοηθήσουν κάποια ἐμπερίστατη οἰκογένεια, πάλι
αὐτοὶ εἶχαν τὸ προβάδισμα.
5.
Ἡ διἀκριση τῶν νέων
Οἱ νέοι βίωναν ἔντονα τὴν ἀρετὴ τῆς διάκρισης. Τὴν ἀρετή πού οἱ ἅγιοι
πατέρες ὀνομάσαν «γεννήτρια καὶ φύλακα πασῶν τῶν ἀρετῶν».
Ἐπιστροφὴ ἀπὸ τὸ θέρος. Στή βρύση πίνουν νερὸ τὰ ἄλογα. Ξεπεζεύει ὁ πατέρας
καί μου δἰνει νερό, καταφθάνει κι ὁ Νικόλας ἔφιππος καὶ συνομήλικός μου. Πρὶν
ξεπεζέψει, ὁ πατέρας τοῦ προσφέρει νερὸ κι ὁ Νικόλας ἔντρομος τὸν ρωτά: «Θεἶε,
ἐσὺ νἀ μου δώσεις νερό;». Ώ, ἁγία διάκριση τῶν «παλαιῶν», ποὺ γαλουχοῦσες
τέτοιους νέους!
Οἰκογενειάρχες νέοι, πρὶν ἀνοίξουν τὴν πόρτα τοῦ καφενέ, κοιτοῦσαν ἀπὸ τὸ
παράθυρο. Ἂν μέσα βρίσκονταν ὁ πατέρας ἢ ὁ θεῖος τους, ἄλλαζαν καφενεῖο.
Δυστυχῶς, αὐτὰ γιά τὴν ἐποχὴ μας εἶναι ψιλὰ γράμματα καὶ δυσανάγνωστα.
6.
Ἡ τιμὴ τοῦ λόγου τους
Τὰ παλληκάρια αὐτὰ εἶχαν μπέσα. Ὅταν ἔσφιγγαν τὰ χέρια, τὸ συμβόλαιο
ἐχαράσσετο μέ τὴν ἀνεξἰτηλη σφραγῖδα τῆς τιμῆς τοῦ λόγου τους. Ἀκόμη κι
ἂν ἔνας ἀπὸ τοὺς δύο μετὰ τὸ χρόνο ἀποδεικνύονταν ἀδικημένος, σταθερὰ
ἀποφαίνονταν: «τώρα εἶναι ἀργά, ἔδωσα τὸν λόγο μου».
Ἠταν ἄφθονα τὰ ψυχικὰ ἀποθέματα στίς ψυχὲς τους. Μέσα τους κόχλαζε μιά
ἀκατάβλητη δύναμη. Μὲ στερήσεις, μὲ κόπους καὶ πεῖσμα, μὲ ὑπομονὴ σὐναξαν ὅλον
αὐτὸν τὸν πλοῦτο, πού μας παρέδωσαν, προσθέτοντας καὶ τή σφραγῖδα τη δική τους.
Κι ἐμεὶς ἀλόγιστα καί μέ ἐπαρση τή σπαταλήσαμε.
Μὲ συντριβὴ ἀλλὰ ἀμετανόητοι, ἀκόμα, θρηνοῦμε πάνω στά ἐρείπια, ποὺ οἱ
ἴδιοι σωρεύσαμε. Τρέμουμε τὴν κατακραυγὴ τῶν παιδιῶν μας, γιατὶ παραλάβαμε
χρυσάφι καὶ τοὺς κληροδοτοῦμε τὴν ἐπάρατο «κρίση». Τὴν ὀνομάσαμε οἰκονομική,
καθὼς μας λείπει τὸ θάρρος νά ὁμολογήσουμε τὴν ἀλήθεια. Ὅτι ἡ κρίση αὐτή μέ τίς
τραγικὲς συνέπειές της εἶναι καρπὸς τῆς περιφρόνησης καὶ τῆς ἀπεμπόλησης τῆς
ἱερᾶς μας παρἀδοσης.
7.Πλοῦτος
ἀρετῶν
Εἶναι γεγονὸς ὅτι ὁ σεβασμὸς τῶν νέων πρὸς τοὺς γονεῖς καὶ ἡ ἀγάπη τους
στήν πατρίδα ἐμπεριέχει πλειάδα ἄλλων ἀρετῶν. Ἐμπεριέχει τὴν ὑπακοή, τὴν ἐκκοπὴ
τοῦ ὀλέθριου θελήματος τῆς ἀνώριμης νιότης(π.χ «Ἔτσι εἶπε ὁ πατέρας»), τὴν τιμὴ
καὶ τὴν ἀγάπη σὲ συγγενεῖς καὶ φίλους, τὸ ταπεινὸ ἦθος ἀλλὰ καὶ τὸ γενναῖο
φρόνημα, τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἀκατάβλητη ἀντοχὴ στις τραχεῖες συνθῆκες τῆς ζωῆς…
«Ἐπιλείψει γάρ μέ διηγούμενον ὁ χρόνος» περὶ παράδοσης παλαιῶν καὶ νέων. Τὰ
διδάγματα εἶναι πολλὰ καὶ ἀφοπλιστικά. Τελευταῖο προκύπτει τὸ δίδαγμα ἐκ τῶν
διδαγμάτων. Ὀρθώνεται τὸ δίλημμα: να πάρουμε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς; Ἐμεῖς οἱ
λίγοι ἢ οἱ πολλοί μέ μπροστάρη τὴν ἐκκλησία καί μέ μοναδικὸ ἐφόδιο στό ταγάρι
τῆς ψυχῆς μας τὴν πίστη στόν Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη στήν πατρίδα; Ἡ νά κρεμάσουμε τὰ
«ὅπλα» μας «ἐπὶ ταῖς ἰτέαις» καὶ νά θρηνήσουμε τὸν ὁριστικὸ θάνατο τῆς φιλτάτης
παράδοσὴς μας, τὸ κλέος αὐτὸ τῆς πατρίδας, τὴ ψυχὴ τῆς ψυχῆς τῆς;
Ὁ δρόμος εἶναι ἕνας. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιστροφῆς. Τὸ θαῦμα θὰ γίνει. Ἡ ἱστορία
τῆς ἱερᾶς αὐτῆς γῆς εἶναι ὑφασμένη ἀπὸ τέτοια θαύματα. Μικρὰ καὶ μεγάλα.
Ἐξάλλου, ἔτσι πορεύτηκε ἡ ἀτίθαση αὐτὴ φυλὴ κι ἔτσι μεγαλούργησε στὀ διάβα τῆς
ἱστορίας ἐδώ καὶ αἰῶνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου