Δημήτριος Κοσκινιώτης
Ἡ Ἑλληνική
πραγματικότητα στά χρόνια πού ζοῦμε μόνο ἀνησυχία καί θλίψη παράγει.
Φτάνει νά ἑστιάσει κανείς στά δημοσιονομικά ἤ τά δημογραφικά στοιχεῖα τῆς χώρας καί σίγουρα θά τρομάξει, ἄν ἔχει ἴχνος σοβαρότητας. Ἔχουμε ἕνα δημόσιο χρέος πού καλπάζει ἀνεξέλεγκτα, ἀφοῦ σχεδόν διπλασιάστηκε τά τελευταῖα δεκατρία χρόνια τῶν «σωτηριωδῶν» ἐπεμβάσεων τῶν ἐξ Ἑσπερίας φίλων μας, παρ’ ὅτι ἔχει ἐκποιηθεῖ ἡ δημόσια περιουσία, ἐνῶ τά δημογραφικά στοιχεῖα, ὅπως ἔδειξε ἡ δημοσιοποίηση τῶν δεικτῶν τῆς ἀπογραφῆς τοῦ 2021, πρόσφατα, ἐπιβεβαίωσαν τό γεγονός πώς λιγοστεύουμε ταχύτατα. Καί παρ’ ὅτι τά στοιχεῖα, χονδρικά, μᾶς λένε ὅτι, τά τελευταῖα δέκα χρόνια ὁ πληθυσμός τῆς Χώρας μειώθηκε μόνο κατά 5% περίπου, μᾶς διαφεύγει πώς αὐτή ἡ μείωση δείχνει μικρή, μᾶλλον ἐπειδή στό ἴδιο διάστημα, ὁ ἀριθμός τῶν πολλῶν πού ἔφυγαν ἀναπληρώθηκε ἀπό ἀθρόες «εἰσαγωγές» ἀνθρώπων πού ἔφτασαν ἀπό τήν Ἀνατολή, κατά βάση, καί ἀπό γεννήσεις παιδιῶν τῶν ὁποίων οἱ πρόγονοι δέν σχετίζονται μέ τόν τόπο.
Φυσιολογικά λοιπόν, τό συμπέρασμα
κάθε σχετικῆς μέ τό μέλλον τῆς Πατρίδας μας συζήτησης, εἶναι τό ἴδιο, ὁ τόπος
σβήνει καί αὐτό δέν χωράει ἀμφιβολία. Παράλληλα ὅμως, ἀναδύεται καί τό ἄλλοθι ὅλων
μας γιά ὅτι συμβαίνει: «τό Κράτος φταίει». Ὅμως, τό νά λέμε ὅτι, φταίει τό
Κράτος γιά τήν κατηφορική μας πορεία δέν ἀπαλλάσσει ὅλους ἐμᾶς ἀπό τίς δικές
μας εὐθῦνες ὡς ἄτομα καί ὡς κοινωνία Ἑλληνική γιατί, μπορεῖ ἡ Πολιτεία νά
κατευθύνει τήν πορεία τῆς Πατρίδας, ὡστόσο, καθένας ἀπό ἐμᾶς, τούς πολῖτες τῆς
Χώρας, ἔχουμε μερίδιο εὐθύνης καί αὐτό ἰσχύει γιά ὅλες τίς παραμέτρους τῆς
δημόσιας ζωῆς. Φταῖμε ὅλοι γιά τήν πορεία τῆς Χώρας, ἄς μήν κοροϊδευόμαστε!
Ἄς πάρουμε ὡς πρῶτο παράδειγμα τό
κορυφαῖο ζήτημα τῆς ἐποχῆς μας, τό δημογραφικό. Κατά τά φαινόμενα, γιά τήν ἐπίσημη
Πολιτεία, δέν ἀποτελεῖ προτεραιότητα οὔτε ἡ ἐθνική συνέχεια καί ἀναζωογόνηση οὔτε
ἡ πληθυσμιακή ὁμογένεια τοῦ Κράτους, ἀλλά ἐπιδίωξή της εἶναι μᾶλλον ἡ διατήρηση
ἀκμαίου ἐργασιακοῦ δυναμικοῦ ὥστε νά μπορεῖ νά ἐξασφαλισθεῖ ἡ βιωσιμότητα τοῦ ἀσφαλιστικοῦ
συστήματος. Βλέπετε στήν νέα ἐποχή οἱ ἀριθμοί ἀπαιτεῖται νά προοδεύουν καί δέν ὑπάρχει
χῶρος γιά συναισθηματισμούς. Ἐμεῖς ὅμως, ἐφ’ ὅσον πιστεύουμε σέ διαφορετική
προτεραιοποίηση τί κάναμε γιά νά ἔχει μέλλον ὁ τόπος; Πόσοι ἀπό ἐμᾶς, ἐδῶ καί
χρόνια, ἀρνοῦνται τήν πρόκληση νά κάνουν οἰκογένεια; Πόσοι ἀποφεύγουν τήν
τεκνοποίηση; Πόσοι ἀρκοῦνται στό ἕνα παιδί μόνο; Καί τό συγκλονιστικότερο,
πόσοι σκοτώνουν τά ἀγέννητα παιδιά τους ἀκόμη καί ἐντός γάμου; Πάνω ἀπό ὅλα ὁ ἑαυτός
μας, ὁ ἐγωϊσμός μας, ἡ καριέρα μας, ἴσως καί ἡ σιλουέτα μας. Ποιός νά σκεφτεῖ
τόν τόπο; Καί ἄν ψάξουμε γιά δικαιολογίες, ἕναν σωρό.
Πᾶμε καί στά σχολεῖα μας πού εἶναι ὁ
πνεύμονας τῆς Πατρίδας. Καταναγκασμός γιά τούς περισσότερους, μαθητές καί
δασκάλους. Ὅσο προχωρᾶ ἡ ἡλικία τόσο μεγαλώνει ἡ ἀποστροφή. Κατά τά φαινόμενα,
τό Ἑλληνικό σχολεῖο δέν ἐμπνέει τούς μαθητές του καί φταῖμε ἐμεῖς οἱ μεγάλοι
γι’ αὐτό, δάσκαλοι καί γονεῖς. Θά συμφωνήσω μαζί σας ὅτι ἡ Πολιτεία καθορίζει
τήν ὕλη καί τίς μεθόδους ἀλλά ἐμεῖς εἴμαστε αὐτοί πού ὑλοποιοῦν, ἀποδέχονται ἤ ἀπορρίπτουν
ὅσα παραγγέλει ἡ Πολιτεία. Ἄν διαφωνεῖτε θά σᾶς θυμίσω τήν περίπτωση ἐκείνου τοῦ
διαβόητου βιβλίου τῆς Ἱστορίας τοῦ Δημοτικοῦ πού ἀναστάτωσε τήν Ἑλληνική
κοινωνία λίγο πρίν ἀρχίσει γιά τή Χώρα ἡ περιπέτεια τῶν «μνημονίων». Ἐμεῖς εἴμαστε
οἱ γονεῖς πού θεωρήσαμε ὅτι εἶναι πρόοδος ὁ ἐξωβελισμός τῶν Θρησκευτικῶν ἀπό τά
μαθήματα τοῦ σχολείου. Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ δάσκαλοι, πού κρυβόμαστε πίσω ἀπό τίς
παρατεταγμένες τάξεις τῶν μικρῶν μαθητῶν ὅταν στά σχολεῖα γίνεται ἡ πρωϊνή
προσευχή γιά νά μήν βλέπουν τά παιδιά ὅτι δέν κάνουμε τόν σταυρό μας. Ἐμεῖς εἴμαστε
οἱ δάσκαλοι, πού γιορτάζουμε τήν ἐπέτειο τῆς ἐξέγερσης τοῦ Πολυτεχνείου μέ
μεγαλύτερο στόμφο ἀπό ὅτι τίς Ἐθνικές Ἑορτές, ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καθηγητές πού
βλέπουμε τίς μαθήτριές μας ὡς θηράματα γιά τήν ἱκανοποίηση τῶν παθῶν μας. Ἐμεῖς
εἴμαστε οἱ γονεῖς πού ἐπιχειροῦμε νά κατασπαράξουμε ὅποιον εὐσυνείδητο δάσκαλο
προσπαθεῖ νά κάνει τά παιδιά μας ἀνθρώπους.
Θά σᾶς πάω καί στό ὕψιστο χρέος πού ἔχουμε
ὡς Ἕλληνες νά ὑπηρετήσουμε τήν Πατρίδα γιά νά διαπιστώσουμε ἄν φταίει μόνο τό
Κράτος. Ἀναζητῶ στά μέρη μου, ἐδῶ στή Θεσσαλική γῆ, κάποιον νεαρό πού τυχόν ὑπηρετεῖ
τή στρατιωτική του θητεία στήν περιοχή τῆς Ὀρεστιάδας ἤ τοῦ Διδυμοτείχου, γιά
νά στείλω κάποια καλούδια ὡς χαιρετίσματα σέ φίλους ἐκεῖ στήν ἀκριτική Θράκη,
καί δέν βρίσκω κανέναν, γιατί βλέπετε οἱ πατριῶτες μου Θεσσαλοί μᾶλλον θεωροῦν ὅτι
τά σύνορα εἶναι κάπου στά Τέμπη καί φροντίζουν τά παιδιά τους νά ὑπηρετοῦν τή
θητεία τους μέχρι τή Λάρισα, τό βορειότερο. Γῆ καί ὕδωρ γιά νά μήν ἀπομακρυνθοῦν
οἱ κανακάρηδές μας ἀπό τό σπίτι. Ἄς πᾶνε οἱ ἄλλοι ἐκεῖ πού χτυπᾶ ἡ καρδιά τῆς
Πατρίδας, ἀρκεῖ νά βολευόμαστε ἐμεῖς. Οἱ πληροφορίες μου λένε ὅτι, κατά βάση τά
παιδιά τῶν ἀλλοδαπῶν συμπολιτῶν μας ὑπηρετοῦν στά σύνορα. Τό Κράτος προφανῶς
διέγνωσε τήν ἀπροθυμία μας νά ἐκπληρώσουμε τό χρέος μας πρός τήν Πατρίδα, ἀφοῦ
προηγουμένως τοῦ ἐπιτρέψαμε νά διαβρώσει τό ἐθνικό μας φρόνημα, καί προκειμένου
νά ἔχει εὐχαριστημένους τούς πολῖτες του, σοφά ἔπραξε καί μείωσε στό ἐλάχιστο
τή διάρκεια τῆς στρατιωτικῆς θητείας καί ἀφήνει τίς Μονάδες τῶν συνόρων μέ τό ἐλάχιστο
προσωπικό. Ἐμεῖς τό ζητήσαμε, τό Κράτος συναίνεσαι, ἄς μήν παραπονιόμαστε γιατί
τό Κράτος ὑποστέλλει τή σημαία ἤ ὑποχωρεῖ ὅταν οἱ περιστάσεις ἐπιβάλλουν ἀπαντήσεις
πού ἀπαιτοῦν κόστος.
Ἡ εὐθύνη μας ὑπάρχει παντοῦ, σέ
μικρές καί μεγάλες ὑποθέσεις. Ἔφυγαν τά παιδιά μας στό ἐξωτερικό καί στήν
μεγάλη πόλη καί ἐρήμωσε ἡ ὕπαιθρος καί ἡ ἀκριτική Χώρα καί τώρα πού μείναμε
μόνοι μας κατηγοροῦμε τό Κράτος γιατί δέν φρόντισε νά βρεῖ δουλειές στά παιδιά
μας, γιατί δέν ἔφτιαξε ἐργοστάσια παντοῦ, γιατί δέν δημιούργησε θέσεις σέ ὑπηρεσίες
τοῦ δημοσίου γιά νά βολευτοῦν ἐκεῖ, ἀκόμη καί γιατί δέν μᾶς βρῆκε νύφες νά
παντρευτοῦν. Ἐθελοτυφλοῦμε ὅμως γιατί ἐμεῖς παρασύραμε τά παιδιά μας καί ἐγκατέλειψαν
ὅποια προοπτική εἶχαν γιά νά προκόψουν στόν τόπο τους ἀφοῦ τούς κρύψαμε ὅτι «οὐδέν
πατρίδος γλυκύτερον» καί τούς στείλαμε νά σπουδάσουν, ἀλλά νά μήν γυρίσουν ποτέ
πίσω, νά γίνουν ὑπάλληλοι τοῦ δημοσίου γιά νά καλοπερνᾶνε, νά ζήσουν μακριά ἀπό
τίς ἀγωνίες τῆς ἐπιχείρησης καί τοῦ μαγαζιοῦ πού κληρονομήσαμε ἀπ’ τούς
πατεράδες μας, ἀπ’ τό λιοπύρι καί τή λάσπη τοῦ χωραφιοῦ καί ἀπό τήν ταλαιπωρία
τοῦ τεχνίτη πού δοκιμάζεται καθημερινά.
Συζητᾶμε μεταξύ μας καί λέμε ὅτι τό
Κράτος εἶναι διεφθαρμένο ἀλλά ξεχνᾶμε ὅτι ἐμεῖς εἴμαστε πού τό στελεχώνουμε ὡς ὑπάλληλοί
του, ἐμεῖς ἐπιλέγουμε τούς ἄρχοντες, καί ἰδιαίτερα τούς τοπικούς, τόν βίο καί
τήν πολιτεία τῶν ὁποίων γνωρίζουμε καλά, ἐμεῖς προκρίνουμε τούς ἐπιτήδειους ἀντί
τῶν ἱκανῶν, ἐμεῖς υἱοθετήσαμε ἀδιαμαρτύρητα τήν προσπάθεια τῆς Πολιτείας νά
καταργήσει τήν ἀριστεῖα, ἐμεῖς διεκδικήσαμε θέσεις πού ἀπαιτοῦσαν προσόντα τά ὁποῖα
δέν εἴχαμε, ἐμεῖς σιωπήσαμε ὅταν βλέπαμε τήν ἀδικία νά ἐπικρατεῖ γύρω μας, ἐμεῖς
εἴμαστε πού φοροδιαφεύγαμε, ἐμεῖς ζητάγαμε ρουσφέτια σέ βάρος ἄλλων, ἐμεῖς ἐξαγορασθήκαμε.
Τότε λοιπόν γιατί διαμαρτυρόμαστε καί γιατί ψάχνουμε νά ἀποδώσουμε εὐθῦνες ἀλλοῦ;
Ξεχάσαμε ὅτι τό ἀποτέλεσμα τῶν πράξεών μας θά γίνει κρῖμα σ’ ἐμᾶς καί στά
παιδιά μας;
Φταῖμε λοιπόν ὅλοι, καθένας ἔχει τό
μερίδιο τῆς εὐθύνης του, μά ἄν τό πιστέψουμε ἔχουμε ἤδη ἀρχίσει νά ἀλλάζουμε
τήν πορεία τῶν πραγμάτων. Ἡ Πατρίδα θά ζήσει μόνο ἄν πραγματικά θέλουμε ἐμεῖς
νά ζήσει, γιατί Πατρίδα εἴμαστε ὅλοι ἐμεῖς καί αὐτό πού ἔχουμε στίς καρδιές
μας.
Φανταστεῖτε τί μπορεῖ νά γίνει ἄν ἀλλάξει
ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καί παίξει τό ρόλο του σωστά. Ἁπλᾶ πράγματα χρειάζονται. Νά ἀρχίσει
πρῶτος ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ καί τῆς πόλης, νά φροντίσει νά εἶναι ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησιᾶς
ἀνοιχτή ὅλη τήν ἡμέρα γιά νά μπορεῖ νά πάει καθένας νά ἀνάψει τό κερί του καί
νά μιλήσει στά εἰκονίσματα ὅποτε ἔχει ἀνάγκη, νά χτυπᾶ τήν καμπάνα πού σήμερα
σωπαίνει, νά κάνει ἑσπερινό, νά λειτουργεῖ συχνά καί θά ἔρθει ὁ κόσμος
καί θά γίνει καλύτερος ἅμα γίνει καλύτερος καί ὁ παπᾶς. Καί ὁ μαθητής θά γίνει
καλύτερος ἅμα τοῦ δείξει ὁ δάσκαλος ὅτι τόν ἀγαπάει καί τόν νοιάζεται, τό ἔδειξε
τό παράδειγμα ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καί τό εἴδαμε καί στό σινεμά πέρυσι τό
καλοκαίρι. Καί ὁ δάσκαλος θά γίνει καλύτερος ὅταν θά δεῖ ὅτι νοιάζονται οἱ γονεῖς
γιά τήν προκοπή τῶν παιδιῶν τους, καί ὄχι μόνο γιά τόν βαθμό, καί ὅταν
καταλάβει ὅτι ὄντως τόν ἐμπιστεύονται. Καί ὁ πολιτικός θά γίνει καλύτερος καί
θά προσφέρει στόν τόπο περισσότερο ἄν δέν τοῦ ζητᾶμε μόνο χάρες καί ἄν ἀντί νά
τόν καλοπιάνουμε γιά νά μᾶς ἐξυπηρετήσει τοῦ ζητᾶμε ἔργο γιά τό κοινό καλό καί
τόν ἐλέγχουμε γιά τά σφάλματα πού τυχόν κάνει. Καί θά ἔχει καί τήν ἔννοια μας
μήπως δέν τά πάει καλά. Καί ὁ διπλανός μας θά γίνει καλύτερος ἄν τοῦ ποῦμε ἐμεῖς
ἔστω μιά καλημέρα. Καί ὁ Κόσμος ὅλος θά ἀλλάξει ἄν τό θελήσουμε ἐμεῖς καί
κάνουμε πράγματα ἁπλᾶ, αὐτονόητα.
Ἀλλά μᾶλλον φαντάζει πολύ τρελλό τό ὄνειρο αὐτό γιά νά γίνει ἀληθινό. Ὅμως μποροῦμε νά ὀνειρευόμαστε. Ἡ Πόλη θά εἶχε σωθεῖ ἄν ἄντεχε μιά μέρα ἀκόμη. Τό ἴδιο καί ἡ Σμύρνη ἄν ἔμεναν ἔστω λίγοι νά τήν ὑπερασπιστοῦν. Ὅλα μποροῦν νά γίνουν. Ὅσοι αἰσθάνονται ρομαντικοί μποροῦν νά θυμηθοῦν ἐκεῖνο τό ὄμορφο τραγούδι πού κέρδισε τόν διαγωνισμό τοῦ Φεστιβάλ Τραγουδιοῦ τῆς Θεσσαλονίκης τό 1977, «Ἄς κάνουμε ἀπόψε μίαν ἀρχή»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου