Τό κείμενο πού ἀκολουθεῖ
παρακάτω μέ μαῦρα ἔντονα γράμματα, ἔχει γραφτεῖ ἀπό τό χέρι ἑνός θεοφώτιστου ἱεράρχη
τοῦ 20οῦ αἰ., τοῦ ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς (1881-1956).
Ἀναφέρεται ὁ Ἅγιος στήν
ἀρχέγονη δίψα τοῦ ἀνθρώπου, μιά δίψα πού ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ἱκανοποίηση τῆς
ἀθάνατης ψυχῆς του.
Τό ἐρώτημα πού
παραμένει πάντοτε διαχρονικό εἶναι τό ἑξῆς: Γιατί ὑποφέρει ὁ ἄνθρωπος; Καί ἡ ἀπάντηση:
Ὑποφέρει γιατί ἔχασε τήν πίστη του στόν Θεό, σ᾿ Ἐκεῖνον πού τοῦ παρέχει τή
δυνατότητα νά ξεδιψάσει ἀληθινά καί νά ἱκανοποιήσει τήν βαθύτερη ὑπαρξιακή του ἀνάγκη.
Διψᾶ πνευματικά ὁ ἄνθρωπος. Ἡ ψυχή του διψᾶ τόν ἀληθινό Θεό. Καί εἶναι μόνιμος
καημός τοῦ ἀνθρώπου αὐτή ἡ δίψα...
Ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου, ὡστόσο,
μᾶς καλεῖ πάντα κοντά Του καί διαρκῶς μᾶς προτρέπει κράζοντας: «Ἐάν τις διψᾶ ἐρχέσθω
πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄, 37).
Καί ὁ ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς
μας, καθώς πορεύεται μόνος, κατάμονος στά ἄγνωστα μονοπάτια τοῦ 21ου αἰ.,
βιώνει ἤδη ἔντονα τήν πνευματική δίψα στήν ὁποία ἀναφέρθηκε ὁ Χριστός.
Οἱ δραματικές ἤ μᾶλλον
οἱ τραγικές στιγμές πού ζεῖ ἡ ἀνθρωπότητα, ἀπό τήν εἴσοδό της ἀκόμη στόν αἰώνα
αὐτό, σηματοδοτοῦν ἔντονα ἕνα καί μοναδικό γεγονός: ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔβγαλε μέσα ἀπό
τή ζωή του τόν Θεό, λησμόνησε τόν Θεό. Πίστεψε ὁ ἄνθρωπος ὅτι μπορεῖ νά κορέσει
τήν δίψα τῆς ψυχῆς του μέ ἄλλα πράγματα. Ὅμως ἡ ψυχή πού δέν πιστεύει καί δέν ἀναζητᾶ
τόν Θεό, παραμένει πάντοτε διψασμένη.
Καί ἦρθε ὁ καιρός πού οἱ
ἄνθρωποι θά ζητοῦν νά ἀκούσουν λόγον Θεοῦ, ἀλλά δέν θά τούς δίνεται αὐτή ἡ
δυνατότητα, ἕνεκα τῆς μεγάλης ἀποστασίας. Τό εἶχε προβλέψει αὐτό ἐδῶ καί αἰῶνες
ὁ προφήτης Ἀμώς (8, 11-12):
«Ἰδού ἡμέραι ἔρχονται,
λέγει Κύριος, καί ἐξαποστελῶ λιμόν ἐπί τήν γῆν, οὐ λιμόν ἄρτων οὐδέ δίψαν ὕδατος,
ἀλλά λιμόν τοῦ ἀκοῦσαι τόν λόγον Κυρίου καί σαλευθήσονται ὕδατα ἀπό τῆς
θαλάσσης ἕως θαλάσσης, καί ἀπό βορρᾶ ἕως ἀνατολῶν περιδραμοῦνται ζητοῦντες τόν
λόγον Κυρίου καί οὐ μή εὕρωσιν».
Βιώνουμε ἔντονα πλέον αὐτήν
τήν πνευματική δίψα. Ὡστόσο, μετά ἀπό τήν πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ -σύμφωνα μέ
τήν φωνή τῶν εἰδικῶν καί τήν ἄποψη τῶν ἐπαϊόντων- ἡ ἀνθρωπότητα θά ὁδηγηθεῖ καί
σέ παγκόσμια πείνα, σέ ἕναν βιβλικό λιμό...
Ἡ φράση «ἐάν τίς διψᾶ ἐρχέσθω
πρός με καί πινέτω» εἶναι μιά κραυγή τοῦ Χριστοῦ πού ἀκούγεται ἀνά τούς αἰῶνες
καί μᾶς καλεῖ νά τήν ἀφουγκρασθοῦμε, ἔστω καί τώρα, τώρα πού ὁ κόσμος ὅλος
βυθίζεται μέσα στό ἀδιέξοδο καί τήν ἀπελπισία.
Ἐμεῖς θά ἀνταποκριθοῦμε
σ᾿ αὐτήν τήν ἔκκληση τοῦ Ἰησοῦ;
Ἄς μετανοήσουμε εἰλικρινά
καί ἄς προετοιμαζόμαστε νηφάλια γι᾿ αὐτά πού ἔρχονται...
Ἐκεῖνο πού κυρίως μᾶς
χρειάζεται εἶναι ἡ πνευματική προετοιμασία, ἡ ὁποία θά μᾶς ἐνισχύσει καί θά μᾶς
ἀναζωογονήσει, θά μᾶς ἀνανεώσει καί θά μᾶς ἀναγεννήσει, ὥστε νά μπορέσουμε νά ἀντιμετωπίσουμε
τά ἐπερχόμενα δεινά. Μόνο μέ πνευματική προετοιμασία καί ἀδιάλειπτη προσευχή θά
ἀνταπεξέλθουμε στά δύσκολα πού ἔρχονται...
Στῶμεν καλῶς!
«Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί
τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός σέ, ὁ Θεός. Ἐδίψησεν ἡ
ψυχή μου πρός τόν Θεόν ζῶντα» (Ψαλμ. μα΄, 2-3).
Τό ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη κι
ὅτι ἡ οὐσία της ἀνήκει στόν ἀθάνατο κόσμο, τό ἀπόδείχνει τό γεγονός ὅτι, στήν ἐπίγεια
αὐτή ζωή, νιώθει σάν τόν ἀνικανοποίητο ταξιδιώτη σέ ξένη χώρα, πού τίποτα στόν
κόσμο δέν μπορεῖ νά τόν χορτάσει καί νά τόν ζωογονήσει. Ἀκόμα κι ἄν ἡ ψυχή εἶχε
τή δυνατότητα ν᾿ ἀδειάσει μέσα της τό σύμπαν ὁλόκληρο μ᾿ ἕνα ποτήρι νεροῦ, ἡ
δίψα της ὄχι μόνο δέν θά λιγόστευε, ἀλλά στήν οὐσία θά γινόταν ἐντονότερη.
Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ζωντανή. Ζωντανή πού πάντα ὅμως διψάει γιά περισσότερη ζωή. Τίποτα δέν μπορεῖ
νά τήν ξεδιψάσει, παρά μόνο ἡ ζωή. Ἡ ζωή της ὅμως βρίσκεται μόνο στόν Θεό, στόν
ζῶντα Θεό. Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός Θεόν τόν ζῶντα. Δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ψαλμός
αὐτός, εἶναι ἕνα γεγονός.
Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρός Θεόν
τόν ζῶντα. Αὐτά δέν εἶναι λόγια πού τά λέει κάποιος ποιητής, ἀλλ᾿ ἕνας
διψασμένος ταξιδιώτης ἐν γῇ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ. Δέν εἶναι
τραγουδιστής αὐτός πού ἔχει συνθέσει τούς στίχους αὐτούς, ἀλλ᾿ ἴσως ὁ ἄνθρωπος
μέ τή μεγαλύτερη ἔμπνευση στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἄνθρωπε! Ἄν ἐξακολουθεῖς νά
πιστεύεις πώς ἡ σωματική τροφή καί τό ποτό εἶναι ἱκανά νά θρέψουν καί νά
ξεδιψάσουν τήν ψυχή σου, θά βρεθεῖς στό ἐπίπεδο ὅπου βρίσκονται τά οἰκόσιτα ζώα
καί τά ἄγρια κτήνη. Ἄν κατόρθωσες νά ξεπεράσεις τό ἐπίπεδο αὐτό κι ἐλπίζεις πώς
ἡ ψυχή σου μπορεῖ νά τραφεῖ καί ν᾿ ἀναζωογονηθεῖ ἀπό τήν ἀνθρώπινη σοφία καί τό
ἐγκόσμιο κάλλος, τότε θά βρεθεῖς στό ἐπίπεδο ἐκείνων πού ἔχουν ἀποκτήσει ἡμι-ἐμπειρία,
ἡμι-ἀνάπτυξη. Ἡ πρώτη σκέψη εἶναι ἀνόητη, ἡ δεύτερη (ἡ ἐλπίδα) εἶναι στείρα.
Στό δεύτερο αὐτό ἐπίπεδο ἀκοῦς τά βογγητά καί τίς κραυγές τοῦ διψασμένου κόσμου
καί νομίζεις πώς εἶναι τραγούδια κι εὐωχίες, μιά προσπάθεια νά ξεδιψάσει κανείς
μέ τή δίψα τῶν ἄλλων. Ἄν ξεπέρασες τό ἐπίπεδο αὐτό κι ἔνιωσες μιά ἀνέκφραστη
δίψα, πού καμιά πηγή στόν κόσμο δέν θά μποροῦσε νά τή σβήσει -πού δέν θά μποροῦσε
οὔτε κι ὁλόκληρος ὠκεανός νά τή σβήσει- τότε ἔχεις ἀποκτήσει πραγματική ἐμπειρία,
εἶσαι ἄνθρωπος ἀληθινός.
Ὁ Σωτήρας μας Χριστός δέν ἔδωσε
τό ζῶν ὕδωρ μόνο στούς Σαμαρεῖτες καί τούς Ἰουδαίους. Τό ἔδωσε κι ἐξακολουθεῖ
νά τό δίνει μέχρι σήμερα σέ κάθε ἄνθρωπο πού ἔχει ἐπίγνωση τῆς πνευματικῆς του
δίψας στήν ἔρημο αὐτῆς τῆς ζωῆς. Κάποτε ὁ Κύριος στάθηκε στήν Ἱερουσαλήμ «καί ἔκραξε
λέγων· ἐάν τίς διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καί πινέτω» (Ἰωάν. ζ΄, 37). Πρόσεξε πῶς τό
ἀναφέρει ὁ εὐαγγελιστής: ἔκραξε. Ὁ Καλός Ποιμήν δέν ψιθυρίζει. Φωνάζει, κράζει
τό ποίμνιό Του, τό καλεῖ στό νερό. Ἀπό τήν ἀγάπη Του γιά τό ἀνθρώπινο γένος ὁ
Χριστός στέκεται στή μέση τῆς ἐρήμου αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί κράζει σ᾿ ὅλους τούς
ταξιδιῶτες πού εἶναι ἐξαντλημένοι ἀπό τή δίψα. Εὐλογημένοι εἶναι ὅσοι ἀκοῦνε τή
φωνή Του καί Τόν πλησιάζουν μέ πίστη. Ὁ Χριστός δέν θά τούς ρωτήσει οὔτε ποιά
γλώσσα μιλᾶνε οὔτε σέ ποιό ἔθνος ἀνήκουν. Οὔτε τήν ἡλικία τους θέλει νά μάθει οὔτε
ἄν εἶναι πλούσιοι ἤ φτωχοί. Θά δώσει σέ ὅλους ὕδωρ ζῶν γιά νά τούς ἐνισχύσει
καί νά τούς ἀναζωογονήσει, νά τούς ἀνανεώσει καί νά τούς ἀναγεννήσει, νά τούς υἱοθετήσει,
νά τούς βγάλει ἀπό τό πύρινο καμίνι αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί νά τούς ὁδηγήσει στή γῆ
τῆς ἐπαγγελίας.
Πόσο ὑπέροχο εἶσαι, ὕδωρ ζῶν!
Γλυκύτατε Σωτήρα μας, δροσερή, κρυστάλλινη κι ἀνανεωτική πηγή, πόσο πλούσιος
καί ζωοποιός εἶσαι! Πνεῦμα Ἅγιο, Παράκλητε, προσάγαγε στόν Κύριο Ἰησοῦ ὅλους ἐκείνους
πού οἱ ψυχές τους διψοῦν γιά τήν αἰώνια ζωή καί κραυγάζουν: «Ἡ ψυχή μου διψᾶ
γιά τόν Θεό, γιά τόν Ζώντα Θεό»!
(ἀπό τό
βιβλίο ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΗΜΕΡΑ, ἐκδ. Πέτρου Μπότση, Ἀθήνα 2011, σ. 107-110 καί
140-141, ἀπόσπασμα ἀπό τήν ὁμιλία στήν Κυριακή τῆς Σαμαρείτιδος)
ΦΙΛΑΓΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου