Ο |
Χριστός λέγει : «Ήλθα στο όνομα του
Πατρός μου και δεν με παίρνετε. Αν έλθει ένας άλλος στο δικό μου όνομα, θα τον
πάρετε» (Ιω. ε΄ 43)
Ποιος άραγε είναι αυτός ο άλλος; Είναι ο ψεύτικος
Χριστός, αυτόν που πλάσαμεν ημείς σαν τον εαυτόν μας, δηλαδή ο εαυτός μας. Όσοι
δεν θέλουν τον αληθινόν Χριστό κάνουν έναν άλλο Χριστό. Χωρίς ταπείνωσιν,
χωρίς έλεος, χωρίς απλότητα, χωρίς πνευματικόν χαρακτήρα. Κάνουν ένα είδωλο που
το ζυμώνουν με όλα τα σαρκικά πάθη τους, με εγωϊσμούς, με μικρολογίαν, με
σαρκικήν ωραιοπάθειαν, με θεατρικήν επιτήδευσιν, με ψεύδος παντός είδους και
προσποιούνται ότι τον λατρεύουν.
Κοιτάξετε τους ψευτοχριστιανούς πως έχουν καταντήσει την θρησκείαν του Χριστού. Το ανάποδο από ό,τι είναι. Οι εκκλησίες τους είναι θέατρα, οι ιερείς τους ηθοποιοί, οι ψάλτες τους κύμβαλα αλαλάζοντα, οι πιστοί είναι μικρολόγοι, συμφεροντολόγοι, στενόκαρδοι, χωρίς πνεύμα Χριστού, που περνούν την ώρα τους ακούγοντας τραγούδια, ψυχές ακατάνυκτες, χωρίς δάκρυα.
Οι ιερωμένοι
τους, τιμούν τους πλούσιους και τους ισχυρούς και υποτάσσουν τη θρησκείαν εις
την πολιτικήν. Αντί να ευωδιάζουν από την ευωδίαν του Χριστού, μυρίζουν την
άσχημη μυρουδιά του χλιαρού που τον εξέρασεν ο Θεός από το στόμα του : «Ούτως
ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός
μου». (Αποκάλ. γ΄, 16.)
Από τέτοιους εγέμισε η Οικουμένη και φωνάζουν ότι
αυτοί είναι οι μαθηταί του Χριστού, το πλήρωμα της Εκκλησίας του. Ό,τι είναι
αληθινό, ό,τι είναι του Χριστού δεν το θέλουν, ενώ ό,τι είναι του αντιχρίστου
αυτό θέλουν και αυτό τους αρέσει.
Ο απόστολος Παύλος λέγει : «Ημείς είμεθα η ευωδία του
Χριστού. Και σε όσους έχουν μέσα τους τον θάνατον, μυρίζουμε θάνατον. Και σε
όσους έχουν μέσα τους την ζωήν μυρίζουμε ζωήν». (Β΄ Κορινθ. β΄, 14)
Φαίνεται απίστευτο κι όμως πολλοί λεγόμενοι
Χριστιανοί είναι χωρίς Χριστόν. Σ’ αυτούς ο Χριστός είναι άγνωστος. Όπως
είπαμε έκαναν έναν Χριστόν δικόν τους, βολικόν, εύκολον, χωρίς θυσίαν, χωρίς
αγώνα, και για τούτο χωρίς χαράν πνευματικήν, χωρίς ελπίδα, χωρίς πνευματικόν
καρπόν.
Φοβούνται μήπως χάσουν την λεγομένην αξιοπρέπειάν των,
δηλαδή την ματαιόδοξον κενοδοξίαν των. Φοβούνται μήπως ζεσταθούν οι παγωμένες
καρδιές των, μήπως τιμήσουν τον πτωχόν και φανούν πτωχοί, μήπως τιμήσουν τον
απλοϊκόν και φανούν απλοϊκοί.
Οι στεγνές και
κούφιες ψυχές τους καθρεπτίζονται στα αντιπαθητικά και ανόητα τραγούδια που
θέλουν να ακούουν, αντί για την κατανυκτικήν ψαλμωδίαν. Στις σαρκικές ζωγραφιές
που θέλουν να βλέπουν, αντί τις σεμνές και προσκυνητές εικόνες:
«Έκαστον γαρ δένδρον εκ του ιδίου καρπού γινώσκεται» (Λουκ. στ΄, 44.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου