Εἰς ἀνάμνησιν τῶν ἐννέα ἡμερῶν ἀπό τήν κοίμησή του
Κι ὅμως ὕστερα ἀπό ἕναν ὁλόκληρο μῆνα σωματικῆς ἀπουσίας γύρισες πίσω.
Γύρισες τελικά ἀφοῦ εἶχες φύγει μακριά γιά τό αἰώνιο ταξίδι, γιά τήν ἄλλη ζωή,
τήν ἐπουράνια, τήν ἀληθινή, πού τόσο πολύ λαχταροῦσες.
Ὅμως, ἀπόψε, στίς ἐννέα μέρες ἀπό τότε πού φτερούγισες γιά τά οὐράνια
σκηνώματα ἦρθες γιά λίγες ὧρες ξανά πίσω. Ἐδῶ στό Μοναστήρι μας πού ἔκτισες μέ
τά ἴδιά σου τά χέρια.
Ντύθηκες, λέω, μ᾿ ἄφατη ἱεροπρέπεια τήν λευκή στολή σου κι ἄρχισες νά
λειτουργεῖς τόσο ὄμορφα, τόσο λαμπρά, τόσο κατανυκτικά. Ὅπως ἔκανες πάντα μέχρι
τώρα. Κι ἡ φωνή σου δέν ἀκουγόταν ἄρρωστη οὔτε ἐξαντλημένη ἀλλά τόσο βροντερή,
τόσο γλυκύλαλη, τόσο ἀγαπητή.
Καί συνέχιζες νά διαβάζεις τίς εὐχές τῆς Θείας Λειτουργίας μέ τό χαμηλωμένο προσευχητικό σου βλέμμα κι ἄς μήν χρειαζόσουν βιβλίο γιά νά τίς λές. Γιατί εἶχαν γίνει ζωή σου, βίωμά σου, πνοή ἀπ᾿ τήν πνοή σου. Καί ἔστρεφες τό σῶμα σου πρός τό ἐκκλησίασμα τοῦ ναοῦ, πρός τούς μοναχούς σου. «Εἰρήνη πᾶσι» ἔψαλες καί εὐλογοῦσες ἀπ᾿ τόν βορρά ὥς τόν νότο. Τά πάντα λύγιζαν μπροστά στήν ματιά σου, γονάτιζαν μπρός στήν ἅγια θωριά σου.
Καί ἐκεῖ πού δέν χορταίναμε νά σέ βλέπουμε πῶς ἱερουργοῦσες, πῶς μᾶς
νουθετοῦσες, πῶς μᾶς παιδαγωγοῦσες, πῶς μᾶς μιλοῦσες, ξαφνικά ξαναφτερούγισες
γιά νά βρεθεῖς ψηλά στό ἐπουράνιο Θυσιαστήριο. Γιατί εἶχες ἀποτινάξει μακριά τό
βάρος τοῦ χοϊκοῦ ἀνθρώπου. Δέν μποροῦσαν πλέον τά ἀνθρώπινα ὅρια νά σέ
περιορίσουν.
Οἱ συλλειτουργοῦντες ἅγιοι ἱεράρχες σέ καλοῦσαν γιά νά παρασταθεῖς πάραυτα
μπροστά στόν θρόνο τοῦ Δεσπότη Χριστοῦ. Καί ἐσύ ἀπό παιδί ἑπτά ἐτῶν εἶχες
ἀφιερώσει τήν ζωή σου ὁλόκληρη σ᾿ Αὐτόν. Πῶς τώρα νά Τοῦ ἀρνιόσουν στήν
πρόσκληση πού σέ καλοῦσε;
Ἔτσι μᾶς εἶχες πεῖ τήν τελευταία μέρα λίγο πρίν φύγεις.
«Ἄν μέ καλέσει, θά πάω», εἶπες. «Καί θά σᾶς εὐλογῶ ὅλους σας ἀπό
ψηλά».
Καί παρακαλοῦσες πολύ νά μᾶς βλέπεις ἀπό ψηλά ἑνωμένους καί ἀγαπημένους. Κι
ὄχι ἀπελπισμένους καί διχασμένους.
Καί ἐκεῖ πού ὅλοι λυπούμασταν καί θλιβόμασταν γιατί δέν σέ εἴχαμε πιά κοντά
μας, μᾶς παρηγόρησες γιά νά μᾶς πεῖς νά μήν στεναχωριόμαστε. Ἤθελες βέβαια νά
δείξεις καί τήν εὐαρέσκειά σου πού μᾶς συνάντησες ὅλους νά σέ περιμένουμε, ὅπως
ἀκριβῶς ποθοῦσες.
Κι ὅταν ὁ καθένας μας ἔψαχνε ἐρωτήσεις νά σοῦ ὑποβάλλει, νά σέ ρωτήσει ἴσως, δηλαδή, μά πῶς καί γιατί ἔφυγες τόσο ξαφνικά ἤ κάποιος ἄλλος νά σέ παρακαλοῦσε
νά ἔμενες ἀκόμη λίγο μαζί μας γιατί τό κενό βρισκόταν δυσαναπλήρωτο, χαμογέλασες
παρηγορητικά καί εἶπες:
«Σκύψτε στήν καρδιά σας, ἐκεῖ θά μέ βρεῖτε αἰώνια φωλιασμένο, ἀγαπημένα μου
παιδιά. Καί νά μήν λυπᾶσθε ὅπως λυποῦνται οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πού δέν εἶναι
πνευματικοί, αὐτοί πού δέν ἔχουν ἐλπίδα στή ζωή τους. Καί νά ἐλπίζετε βαθιά πώς
κάποια στιγμή θά συναντηθοῦμε ὅλοι μαζί στήν οὐράνια πατρίδα μας, ἐκεῖ πού
πρῶτος τώρα βρέθηκα ἐγώ γιά νά παρακαλέσω τόν Δεσπότη μας Χριστό κανείς νά μήν
στερηθεῖ αὐτῆς τῆς οὐράνιας μακαριότητος».
Ἀμήν. Γένοιτο.
Καλέ μας Γέροντα... Κλαίω.Ακόμα κλαίω.Απο εγωισμό κλαίω. Γιατί εγώ δεν θα σας ξαναδώ, γιατί δεν μπορώ να φιλήσω το χέρι σας, δεν θα ακούσω την φωνή σας, αυτή την αγγελικη φωνή..." Όλοι οι αμαρτίες μας έρχονται από το εγωισμό μας,παιδί μου" - μου λέγατε. Συγχωρήστε με που πάλι αφήνω το "ΕΓΩ" να με οδηγεί. Στο ιερό το κομποσκοίνι μαζευατε τής αμαρτίες μας και με ένα δάκρυ τα καθαρίζατε. Μας αφήνατε και πάλι καθαρή στον αγώνα μας.Τωρα πλέον πρέπει να μάθουμε να προχωράμε χωρίς εσάς δίπλα μας. Δύσκολος δρόμος αλλά πρέπει να το καταφέρουμε. Γιατί μας άφησατε πολλά, μας δίδαξατε πολλά, γιατί το έργο σας, τα λόγια σας και η αγάπη σας θα είναι πάντα μπροστά μας. Ευχαριστούμε, τόσο πολύ Σας ευχαριστούμε!Θα έρθω πάλι την Κυριακή στην Θεία λειτουργία για να καθαρίσω "τα παπούτσια μού και την ψυχή μου από κάθε σκουπιδακι". Θα σκουπίσω τα δάκρυα και θα χαμογελάσω,όπως κάνετε σίγουρα και εσείς τώρα εκι ψηλά. Την ευλογία σας να έχουμε για πάντα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑιώνια η μνήμη, αγαπημένε μας Γέροντας!