Ἕνας μονάρχης, τὴν ἡμέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς, ἐπισκέφθηκε τοὺς
φυλακισμένους, μὲ τὴν πρόθεση νὰ χαρίσει σὲ μερικοὺς ἀπ’ αὐτοὺς τὴν ποινή τους.
- Τί ἔχεις κάνει ἐσύ; ρώτησε τὸν πρῶτο.
- Ἐγὼ τίποτε, βασιλιᾶ μου, εἶμαι ἀθῶος…
Τὴν ἴδια ἀπάντηση ἔδωσαν κι ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος.
- Ἐσὺ τί ἔχεις κάνει;
- Ἐγώ, βασιλιᾶ μου, ἀπάντησε ἐκεῖνος, εἶμαι ἕνας ἄθλιος κακοῦργος.
- Πολὺ καλά, εἶπε ὁ μονάρχης· καὶ γυρνῶντας στὸν
δεσμοφύλακα, τοῦ λέει:
- Αὐτὸν ἐδῶ νὰ τὸν βγάλετε γρήγορα ἔξω, νὰ φύγει ἀπὸ δῶ· δὲν πρέπει ἕνας ἄθλιος κακοῦργος νὰ βρίσκεται στὸν ἴδιο χῶρο μὲ τούς… ἀθώους.
Ἔτσι ἐλευθερώθηκε ἐκεῖνος, ποὺ ταπεινὰ ὁμολόγησε τὰ
σφάλματά του.
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μικρὲς κι’ Ὠφέλιμες Διηγήσεις», Β΄ ἔκδοση, βελτιωμένη &
ἐπηυξημένη.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου