Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’ έναν
τόπο ένας άρχοντας. Ήταν που λέτε, αυτός πολύ πλούσιος κι είχε σπίτια, κτήματα
και ζώα που τα έχανες στο μέτρημα.
Είχε ανθρώπους πολλούς στη δούλεψή
του μα είχε και μια στενοχώρια ακόμα μεγαλύτερη. Λένε πως είχε ένα γιο μονάκριβο,
που ήταν αυτός μεγάλος τεμπέλης κι αχαΐρευτος και έγνοια άλλη δεν είχε στο
μυαλό του παρά μονάχα πώς να πηγαίνει από γλέντι σε γλέντι και να σκορπάει τα
λεφτά του.
Πού τον έχανες πού τον έβρισκες, πότε
στα καπηλειά και στις ταβέρνες να τρώει και να πίνει, και στα ξενύχτια και σε
γιορτές να ξοδεύει τον κόπο αλλωνών.
Κι ήταν αυτός κεφάλι αγύριστο, που δεν έπαιρνε μήτε από λόγια μήτε από συμβουλές. Το κατάλαβε ο πατέρας του πως σαν πεθάνει, ο γιος του δεν θα αφήσει ούτε λεφτά ούτε κτήματα που να μην τους βάλει χέρι, και θα γίνουν όλα καπνός και θα χαθούν.
Κάθισε και σκέφτηκε τι να κάνει, για
να μην βρεθεί στο δρόμο και πεινάσει το παιδί του και πάρει το βιος του ο
αέρας.
Μια μέρα ο άρχοντας φωνάζει τον γιο
του. Είχε πια γεράσει για τα καλά κι ο χρόνος θόλωσε τα μάτια του και βάρυναν
τα χρόνια πάνω στο κορμί του. Κατάλαβε πως ήταν η ώρα του να φύγει.
Παίρνουν την άμαξα και πηγαίνουν σ’
ένα απ’ τα πολλά σπίτια που είχε ο άρχοντας. Μα αυτό δεν ήταν σαν τα άλλα.
Φαίνονταν άδειο κι ερημωμένο, με τα πατώματα να τρίζουν και τους τοίχους
έτοιμους να πέσουν. Κατέβηκαν από την άμαξα και μπήκαν μέσα στο σπίτι.
Πήγαν σε μια κάμαρα που απ’ το ταβάνι
της κρεμόταν μια κρικέλα. Ο πατέρας τότε μίλησε και λέει: «Γιε μου, εγώ σε λίγο
καιρό θα πεθάνω, γέρασα πια, τα ‘φαγά τα ψωμιά μου.
Με τα μυαλά όμως που κουβαλάς, το
βλέπω πως πολύ γρήγορα δεν θα σου μείνει δεκάρα τσακιστή. Όταν θα τα ‘χεις
χάσει όλα, περιουσία κι ελπίδα, όταν θα πιάσεις πάτο στο κατήφορο και δεν θα
σου έχει απομείνει τίποτα άλλο, να έρθεις σ’ αυτό το σπίτι. Άκου καλά!
Να περάσεις ένα σκοινί απ’ την
κρικέλα που βλέπεις στο ταβάνι και να κρεμαστείς, για να γλιτώσεις εσύ απ’ τα
βάσανα κι ο κόσμος απ’ τα κρίματα που κουβαλάς!».
Ο γιος του, λένε, δεν έδωσε σημασία,
γιατί είχε το νου του να πάει να βρει τις παρέες του να γλεντήσει.
Πέρασαν λίγες βδομάδες κι ο άρχοντας
σφάλισε τα μάτια του για πάντα. Ο γιος του από την ίδια κιόλας μέρα άρχισε να
ροκανίζει όλα αυτά που απόμειναν δικά του.
Απόχτησε πιότερους φίλους, κι οι
παρέες του, λένε, έρχονταν στο αρχοντικό και έτρωγαν κι έπιναν και γλεντούσαν.
Τώρα τα ξενύχτια κυλούσαν το ένα μετά το άλλο.
Κουβαλήθηκαν κι άλλοι φίλοι,
καινούργιες βδέλλες, που μυρίστηκαν παράδες. Τον καλόπιαναν με κολακείες και
του έπαιρναν λεφτά με τις ψευτιές. Τραπέζια ολοένα στρώνονταν γιομάτα μ’ όλων
των ειδών τα καλά, και να οι μουσικές κι οι χοροί.
Περνούσε ο καιρός και οι σπατάλες
άδειασαν τα σεντούκια. Ύστερα το άδειασμα των σεντουκιών ακολούθησε κι εκείνο
των αποθηκών με τα γεννήματα, και λίγο μετά ήρθε το ξεπούλημα των κτημάτων και
των κοπαδιών.
Πούλησε αυτός τα χωράφια και τα
περιβόλια που έφερναν σοδειές και όταν τέλεψαν κι αυτά, άρχισε να πουλάει τα
σπίτια που του άφησε ο πατέρας του.
Στο τέλος βρέθηκε να πουλάει και το
μεγάλο αρχοντικό κι απόμεινε στο δρόμο με όλα κι όλα τρία γρόσια στο χέρι.
Οι φίλοι κι οι παρέες είχαν αρχίσει
να αραιώνουν από καιρό και στο τέλος τον άφησαν ολομόναχο να γυρνάει στους
δρόμους εδώ κι εκεί.
Όταν δεν του απόμεινε παρά μόνο η
απελπισιά, έφερε στο νου του κείνο το παλιό σπίτι, που τον είχε πάει ο πατέρας
του. «Εκεί θα περάσω τη νύχτα μου…» μουρμούρισε και πήγε.
Στο δρόμο αγόρασε με τα τελευταία
λεφτά λίγο ψωμί και χαλούμι.
Φτάνει καμιά φορά στο σπίτι που με
δυσκολία στεκόταν όρθιο. Μπαίνει στην καμάρα και κοιτάζει το ταβάνι με την
κρικέλα. «Αύριο θα κρεμαστώ να μη βασανίζομαι άλλο» είπε και έφερε στο νου του
τα λόγια του πατέρα του.
Τη νύχτα, την ώρα που αυτός κοιμόταν
σε μια γωνιά, βγήκαν τα ποντίκια και του έφαγαν το ψωμί και το τυρί και δεν
έμεινε μήτε ψίχουλο.
Το πρωί ξυπνάει και βλέπει τι έγινε.
Αντί να κρεμαστεί όμως, πηγαίνει στους παλιούς του φίλους να τους ζητήσει να
του δώσουν να φάει κατιτί, μην φύγει απ’ αυτόν τον κόσμο πεινασμένος.
Τους βρήκε στον καφενέ να περνάνε την
ώρα τους. Τους είπε τι έγινε τη νύχτα στο παλιό σπίτι με τα ποντίκια και τους
ζήτησε να του δώσουν να φάει. Εκείνοι ξέχασαν πολύ γρήγορα τα τραπέζια που τους
έκανε τον παλιό καλό καιρό και γέλασαν μαζί του.
Του είπαν πως τα ποντίκια δεν τρώνε
ψωμί και τυρί και πως τους λέει ψέματα. Γυρίζει τότε εκείνος στο παλιόσπιτο.
Ρίχνει ένα σκοινί, το περνάει απ’ την κρικέλα και το δένει στο λαιμό του.
Την ώρα που το τράβηξε να κρεμαστεί,
«γκραπ!» κάνει μια και γκρεμίζεται το ταβάνι και πέφτει μια στάμνα γιομάτη με
λίρες και λαμποκόπησε όλη η κάμαρα απ’ το χρυσάφι.
Τα μάτια του αστράψανε. «Σίγουρα
τούτη είναι δουλειά του πατέρα μου.
Κατάλαβε τι θα πάθω με το μυαλό που
κουβαλάω και φρόντισε για μένα μπας και καταλάβω το λάθος μου». Ύστερα για
κάμποσο απόμεινε σκεφτικός.
Από κείνη τη μέρα έγινε άλλος
άνθρωπος. Δούλεψε σκληρά και λένε πως κατάφερε τα πάρει ένα χωράφι κι ένα
περιβόλι πίσω. Η σοδειά τους και η δική του φροντίδα τού έφερε σιγά σιγά το
βιος του και πάλι.
Αγόρασε περισσότερα χτήματα που του
έδωσαν πιο πολλά γεννήματα. Οι φίλοι του άρχισαν να έρχονται ξανά κοντά του
γιατί θυμούνταν τα παλιά τα γλέντια και την καλοπέραση που είχαν μαζί του.
Αλλά τώρα αυτός είχε το νου του γιατί
κατάλαβε…
Μια μέρα πήγαν να τον χαιρετίσουν
τάχα και να αρχίσουν τα καλοπιάσματα και τις κολακείες, μα τον βρήκαν
μαραζωμένο και σε μεγάλη στενοχώρια. «Τι έχεις, άρχοντα, καλέ μας φίλε;» τον
ρώτησαν, τάχα μου όλο νοιάξιμο.
Εκείνος τότε τους αποκρίθηκε:
«Αφήστε, πού να σας τα λέω! Είχα αγοράσει κρικέλες, καρφιά και κλειδαριές για
τις πόρτες του σπιτιού μου, μα τη νύχτα βγήκαν τα ποντίκια και μου τα φάγανε».
Οι παλιοί φίλοι στην αρχή παραξενεύτηκαν:
«Μα τι λες, άρχοντα, τι μας ξεστομίζεις;
Τρώνε τα ποντίκια σίντερο;» τον
ρώτησαν, αλλά σε λίγη ώρα άλλαξαν τις κουβέντες τους αφού κοιτάχτηκαν με νόημα
μεταξύ τους: «Μα βέβαια, κι οι ποντικοί τρώνε σίντερο, έχεις δίκιο άρχοντα!»
του αποκρίθηκαν.
Τότε ο άρχοντας θυμήθηκε το πάθημα
του, θυμώνει και τους λέει: «Όταν ήμουνα φτωχός και κουρελής, σας είπα πως οι
ποντικοί μού φάγανε το ψωμί και το χαλούμι, μα εσείς κάνατε τάχα πως δεν με
πιστεύατε και με κοροϊδέψατε.
Τώρα που ξανάγινα πλούσιος και
δυνατός, σας λέω πως οι ποντικοί μού φάγανε τα σίδερα, και για να με κολακέψετε
πιστεύετε τις κουβέντες μου! Φύγετε από μπροστά μου παλιάνθρωποι, δεν σας θέλω
για φίλους!».
Γι’ αυτό λένε στην Κύπρο: «Πιστεύουνε
τον άρχοντα και ψέματα αν λαλεί και περιπαίζουν τον φτωχό αλήθεια άμα πει…»
Παραμύθια λαϊκά ενάντια σε δύσκολους
καιρούς, Δημήτρης Β. Προυσάλης, εκδ. Εύμαρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου