Δεν ξέρω τι να πω στον μπαμπά μου που
έρχεται τις νύχτες στον ύπνο μου και δεν μου μιλά αλλά με κοιτάζει με παράπονο,
σαν να μου λέει «γιατί παιδί μου ;»
"Γιατί δεν θυμάσαι όσα σου έχω πει για το πόσο πείνασα στην Κατοχή, για τα ψωμιά από πίτουρο -τα προορισμένα για τα σκυλιά- που έκλεβα από τους βλάχους, στον κάμπο, όταν αμέριμνοι πήγαιναν στο μαντρί και τα είχαν κρεμασμένα στο σαμάρι του αλόγου, για τη λαχτάρα μου να προλάβω τη μάνα και την αδερφή μου ζωντανές όταν πετύχαινα να βρω ένα δάχτυλο λάδι, για τη γιαγιά σου που δεν έτρωγε μπομπότα για να φάμε η θειά σου και γω, για τα τσουβάλια κάρβουνο που κουβαλούσα, στις μικρές μου πλάτες, στη γειτόνισσα για να μας δώσει λίγο αλευράκι να το βράσουμε με νερό;
Δεν μιλάς τώρα αλλά όταν σου τα έλεγα
αυτά, μεγάλωναν τα μάτια σου –παιδικά ακόμη- και είχα πιστέψει πως καταλάβαινες
και πως δεν θα ξεχνούσες πόση πατρίδα, έκρυβε η πείνα μας.
Θυμάσαι που σου έλεγα για τα πτώματα
που τα μάζευαν σε κάρρα, για τους άλλους που βρίσκαμε σκοτωμένους έξω από τις
πόρτες μας το πρωί και που με αίμα ήταν γραμμένο στην πλάτη τους «έτσι
πεθαίνουν οι προδότες» και πόσο φοβόμουν εγώ, γιατί δεν ήξερα τι θα πει
προδότης και δεν καταλάβαινα γιατί λιγόστευαν οι γείτονες;
Θυμάσαι που σου έλεγα για τις νύχτες
που κρυώναμε στο σκοτάδι (η λάμπα δεν είχε πετρέλαιο και το μαγκάλι ήταν από
καιρό σβηστό) και σφιγγόμασταν -τρείς νοματαίοι- η μάνα, η Βαγγελιώ
η αδελφή μου και ‘γω ο ένας κολλητά στον άλλον, κάτω από τα -γεμάτα τρύπες-
σκεπάσματα; Απέξω περνούσαν Γερμανοί και δεν ξέρω πια, αν έτρεμα από
φόβο ή από την παγωνιά, περισσότερο….
Σου έχω πει πως η Βαγγελιώ
κατουριόταν (από το κρύο) στον ύπνο της και αυτό ήταν μια παρηγοριά γιατί,
ξέρεις, το κάτουρο –ακόμη και των πεινασμένων- είναι ζεστό…
Όλο το βράδυ ονειρευόμουν τον
πεθαμένο πατέρα μου να μας φέρνει ζεστά ψωμιά και την πεθαμένη γιαγιά -την
Κυρατσώ- να βγάζει απ’την τσέπη της, μισολιωμένα ζαχαρωτά. Ξυπνούσα
ξημερώματα από το κλάμα της μάνας μου. Δεν την ρωτούσα. Ένα παιδί στα
δεκαπέντε του, πάντα ξέρει γιατί κλαίει ο γονιός του….Μόνο έλεγα -μέσα μου- πως
θα σκοτώσω όλους αυτούς που κάνουν τη μάνα να κλαίει.
Όταν έφευγαν οι Γερμανοί, τρέχαμε
ξοπίσω τους ουρλιάζοντας και φτύνοντας.
Η πατρίδα λευτερώθηκε και την είχαμε
κρατήσει ζωντανή εμείς, οι ψειριάρηδες και νηστικοί στις πόλεις και τα
βουνά.
Αργότερα άρχισε να ξαστερώνει,
πανηγυρίσαμε την ζέστα των καρβελιών και τον αναμμένο φούρνο, φορέσαμε
παπούτσια ξέχειλα ή στενά αλλά δεν είμαστε ξυπόλητοι πια.
Τα θυμάσαι όλα αυτά Λενιώ μου;
Γιατί δεν αποκρίνεσαι;
Θυμάσαι τη λαχτάρα μου να έχετε
μερέντα και πάριζα εσύ και ο αδελφός σου για να ξορκίσω στο δικό σας χορτάτο
στομάχι τον δικό μου φόβο της πείνας και της σκλαβιάς;
Νομίζεις πως ήταν μόνο αυτό;
Δούλεψα πολύ σκληρά, όπως ξέρεις ,
για να βεβαιωθώ ότι δεν θα γίνετε αναγκεμένοι και σκλάβοι, ότι δεν θα φοβάστε
τις νύχτες, όπως εγώ.
Και τώρα σε βλέπω σιωπηλή και
μαραμένη εσένα που πάντα με δυσκόλευες με τις επαναστάσεις σου!
Μην κιοτεύεις Λενιώ μου! Τα βλέπω όλα
από δω που είμαι και σου λέω πως αρκεί να θυμάσαι τι σου έχω πει και να
αντιστέκεσαι.
Μην σκιαχτείς. Είναι για την πατρίδα.
Γιατί πατρίδα είναι η πείνα μου, ο
φόβος μου, το δάκρυ μου, ο χορτασμός μου μετά, ο γάμος με τη μάνα σου, πατρίδα
είστε εσείς τα παιδιά μου, πατρίδα είναι ό,τι δεν σε αφήνει να ησυχάσεις τις
νύχτες. Για τούτο το τελευταίο , έρχομαι και γω στον ύπνο σου.
Για να θυμάσαι πως έχεις πατρίδα και
να μην προδώσεις…… "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου