Σωτηρία Ορφανίδου
Επιδόματα και αντιφάσεις
Τον Απρίλιο του 2022, οι Έλληνες πολίτες ενημερώθηκαν ότι άνοιξε η πλατφόρμα για το «επίδομα βενζίνης» με σκοπό την ανακούφιση των ιδιοκτητών οχημάτων Ι.Χ. από το ράλι της τιμής της βενζίνης, εξαιτίας –όπως όλοι γνωρίζουν– του ρωσο-ουκρανικού πολέμου. Παρότι ορισμένες χώρες, όπως π.χ. η Κύπρος1, επέλεξαν να ελέγξουν τις τιμές, μειώνοντας τους φόρους, η ελληνική προσέγγιση ήταν η συνήθης τακτική της εξαγγελίας και εφαρμογής επιδομάτων.
Έτσι, οι δικαιούχοι λαμβάνουν επίδομα βενζίνης2 ύψους 50 € για 3 μήνες, ήτοι το αστρονομικό πόσο των... 16,66 € για κάθε μήνα. Πάλι με απλά μαθηματικά, με ενδεικτική τιμή 2,2 €/λίτρο, ο πολίτης εξασφαλίζει την τροφοδοσία του οχήματός του με 7,5 λίτρα βενζίνης τον μήνα, για το προβλεπόμενο τρίμηνο.
Όσοι κινούνται με αυτοκίνητο δεν χρειάζονται άλλα μαθηματικά για να καταλάβουν ότι το ποσό αυτό είναι σχεδόν μηδαμινό για κάποιον που χρησιμοποιεί αυτοκίνητο για να μεταβεί στη δουλειά του, ιδιαίτερα για μακρινές αποστάσεις. Ωστόσο, ο πολίτης σκέφτεται «γιατί να μην το εκμεταλλευτώ», «είναι καλύτερο από το τίποτα», «ευτυχώς, είναι μια ανάσα» και άλλες συναφείς και πάντως εύλογες σκέψεις και δηλώνει συμμετοχή στην πλατφόρμα, ενώ αναμένει εναγωνίως και την πλατφόρμα για το επίδομα ηλεκτρικού ρεύματος.
Ο πολίτης είναι εξοικειωμένος, άλλωστε, με αλλόκοτες και αντιφατικές καταστάσεις, που εκφράζονται με το δίπολο προστίμου (ή φόρου) και επιδόματος. Πρόσφατο παράδειγμα η αντίφαση του προστίμου των 100 € για τους ανεμβολίαστους πολίτες άνω των 60, και η έκτακτη οικονομική ενίσχυση των ευάλωτων συνταξιούχων, τα οποία περιλαμβάνονται αμφότερα στον Ν. 4865/2021 στα άρθρα 24 και 25 αντίστοιχα3. Οπωσδήποτε οι δύο κατηγορίες δεν συμπίπτουν απόλυτα, και υπάρχουν πολλοί χαμηλοσυνταξιούχοι που είναι εμβολιασμένοι, ωστόσο, όσοι εμπίπτουν όντως και στις δύο κατηγορίες, θα πρέπει πραγματικά να αναρωτήθηκαν σχετικά με το αντιφατικό σκεπτικό της πολιτείας.
Οι αντιφάσεις δεν τελειώνουν εδώ,
καθώς σε μια χώρα με πολύ άσχημα στατιστικά όσον αφορά την ανεργία, παρατηρεί
κανείς τα τελευταία χρόνια ότι ένας πολίτης πιθανότατα απολαμβάνει
περισσότερες διευκολύνσεις και εκπτώσεις ως άνεργος, παρά ως σκληρά εργαζόμενος.
Για παράδειγμα:
- φορολογικές
μειώσεις ή απαλλαγές
- ευνοϊκές
ρυθμίσεις δανείων
- κοινωνικό
τιμολόγιο ηλεκτρικού ρεύματος
- επίδομα
θέρμανσης
- παροχές
από δήμους
- δωρεάν
μετακίνηση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη
- εκπτώσεις
από ιδιωτικούς και πολιτιστικούς φορείς
- εκπαιδευτικά προγράμματα με μειωμένες τιμές ή δωρεάν, κ.ά.
Παράλληλα, οι αυξανόμενες απαιτήσεις στην αγορά εργασίας, τα διευρυμένα ωράρια, οι αυξημένες ευθύνες και οι δυσανάλογα χαμηλές αμοιβές, κάνουν τις διευκολύνσεις των ανέργων να καταλήγουν τελικά να αποτελούν υπολογίσιμα αντι-κίνητρα για εργασία, και τον σκληρά εργαζόμενο πολίτη να διαπιστώνει ότι, όσο κι αν δουλεύει, το βαρέλι των οικονομικών υποχρεώσεών του απέναντι στο κράτος και στα έξοδα της οικογένειάς του (ή του νοικοκυριού του, πιο sic) δεν έχει πάτο. Έτσι, δεν θα ήταν ανακριβές να σκεφτεί κανείς ότι, με αμέσους και έμμεσους τρόπους, η εργασία δεν ενθαρρύνεται, ενώ αντίθετα η αεργία επιβραβεύεται!
Μάλιστα, κατά την περίοδο της
πανδημίας και συγκεκριμένα των λοκντάουν έκανε την εμφάνισή του ακόμη ένα
επίδομα, το περίφημο επίδομα των 534 €, που προσέφερε μεν
οικονομική στήριξη στους κλάδους που τελούσαν σε αναστολή, ωστόσο ώθησε
αρκετούς εργαζόμενους να νιώσουν ότι θα προτιμούσαν να μην
δουλέψουν, αλλά να λαμβάνουν το επίδομα, ενώ πολλοί εργαζόμενοι ήταν αρκετά
ευνοημένοι, καθώς εργάζονταν με μερική απασχόληση και η κανονική αμοιβή τους
ήταν πολύ μικρότερη, αφού το μέτρο εφαρμόστηκε οριζόντια.
Η οριζόντια και χωρίς διακρίσεις και διαβαθμίσεις προσέγγιση ήταν και παραμένει, άλλωστε, χαρακτηριστικό της πανδημίας και της διαχείρισής της. Έτσι, για μερικούς μήνες έστω, η αγωνία για το πώς θα επιβιώσει με τέτοιο κλείσιμο η οικονομία, όπως και οι αντιδράσεις των πολιτών, μετριάστηκαν σημαντικά.
Η κουλτούρα των επιδομάτων – μια
κατασταλτική λιχουδιά!
Όπως φαίνεται, η κουλτούρα των επιδομάτων διαμορφώνεται ως εξής: Τα επιδόματα είναι ένα είδος bonus που κάνουν τον πολίτη να νιώθει τυχερός και ευνοημένος, όπως όταν βρίσκει ένα χαρτονόμισμα αξίας πεσμένο στον δρόμο. Αδυνατώντας να κατανοήσει ότι προέρχεται από το δημόσιο ταμείο, το οποίο ο ίδιος συντηρεί με φόρους και εισφορές, συχνά θεωρεί ότι αυτά τα χρήματα του χαρίστηκαν σχεδόν από τύχη ή έστω «καπατσοσύνη». Τακτικά και έκτακτα επιδόματα, επίδομα ακρίβειας, επίδομα πανελληνίων, voucher για τεχνολογικό εξοπλισμό, κ.ο.κ., τα επιδόματα πληθαίνουν και μεταλλάσσονται ανάλογα με τις εξελίξεις και την επικαιρότητα.
Η αίσθηση του πολίτη ότι τα επιδόματα
είναι μάλλον ένα απροσδόκητο δώρο, παρά μια δίκαιη κοινωνική παροχή, υποστηρίζεται από τη διατύπωση του
David Runciman ο οποίος αναφέρει ότι:
«Ο πολίτης μιας δημοκρατίας έχει
ορισμένες εγγυήσεις σεβασμού του προσώπου του, γιατί κάθε ψήφος μετράει. […]
Όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση βελτίωσης των οικονομικών ενός πολίτη. […] Δύσκολα
δρέπει κανείς σε ατομικό επίπεδο τους καρπούς των δημοκρατικών κρατών. Τείνουν
να έχουν τη μορφή δημόσιων αγαθών. Η ίση κατανομή τους επίσης απαιτεί αγώνα»4.
Και αυτό, διότι ο σύγχρονος πολίτης
γνωρίζει πλέον καλά ότι τα εισοδήματά του και, κατά συνέπεια, το βιοτικό του
επίπεδο, θα παρουσιάσουν άνοδο μόνο μέσα στο πλαίσιο ενός αδέκαστου
καπιταλισμού, στο σύστημα του οποίου θα πρέπει να αναρριχηθεί μέσα από την απόκτηση,
την παρουσίαση και αξιοποίηση εφοδίων και οπωσδήποτε μέσα από σκληρή και
παραγωγική δουλειά χωρίς συμβιβασμούς, εάν επιθυμεί να προσπαθήσει να
«προοδεύσει». Ξέρει μέσα του πως τίποτα δεν του χαρίζεται στη σύγχρονη
εποχή που ζει, ούτε από το κράτος, ούτε από τον διπλανό του.
Φυσικά, υπάρχει και η μερίδα των πολιτών που τονίζουν ιδιαίτερα τις υποχρεώσεις ενός κοινωνικού κράτους, θεωρούν ότι η οικονομική (και όχι μόνο) στήριξη είναι στοιχειώδης κρατική υποχρέωση, απαιτούν ακόμη περισσότερα επιδόματα, αλλά τελικά και οι ίδιοι καταλήγουν στην ίδια συμπεριφορά, δηλαδή στο «κυνήγι επιδομάτων» και στην επανάπαυση και την ικανοποίηση που αυτά τους προσφέρουν − μια ικανοποίηση και ηδονή ότι πήραν κάτι πίσω από το κράτος, ένα ποσό και μια μικρή νίκη.
Εν τέλει, τα επιδόματα φαίνεται πως εξυπηρετούν έναν βασικό σκοπό, καταστέλλουν το άγχος και την αγωνία του πολίτη, του προσφέρουν μια πρόσκαιρη ευχαρίστηση ή ανακούφιση, και συμβάλλουν σημαντικά ώστε αυτός να συνεχίσει να ζει σε ένα κατατονικό αυτοκαταστροφικό ρελαντί, ενώ τίποτα δεν φαίνεται να μπορεί να τον ταρακουνήσει ώστε να βγει από αυτή την τεχνηέντως κατασκευασμένη ομοιόσταση. Με δυο λόγια, τα επιδόματα εξαγοράζουν τη σιωπή και την ανοχή του. Αποτελούν μια κρατική μεγαλοψυχία, μια επικοινωνιακή διαφήμιση και μια χειριστική κίνηση εξαγοράς, καλυμμένη με περιτύλιγμα από ζεστά χαρτονομίσματα.
Επιδόματα και η πυραμίδα του Μάσλοου
Ως μέρος αυτής της συναλλαγής με τον πολίτη, τα επιδόματα ικανοποιούν, έστω και πρόσκαιρα, τις βασικές, σωματικές ανάγκες του ανθρώπου, όπως συναντώνται στη βάση της πυραμίδας του Μάσλοου: τροφή, νερό, στέγη, αέρας, ύπνος, ρουχισμός. Ο δικαιούχος/ωφελούμενος (και όλοι αυτοί οι όμορφοι και τιμητικοί χαρακτηρισμοί) ηρεμεί και δεν ζητά τελικώς να διεκδικήσει τις ανάγκες της επόμενης σκάλας της πυραμίδας, στις οποίες περιλαμβάνεται η εργασία/απασχόληση και η κτήση/περιουσία5.
Σε αυτό το σημείο, δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις. Η εργασία −που σκόπιμα μετονομάστηκε σε απασχόληση− βάλλεται εδώ και δεκαετίες ή αιώνες, και η ατομική ιδιοκτησία δέχεται τα τελευταία χρόνια ένα σφοδρό χτύπημα μέσω του ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (λέγε με «χαράτσι» ή ΕΝΦΙΑ), ενώ ακόμη πιο πρόσφατα ακούσαμε από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ ότι «δεν θα σου ανήκει τίποτα, αλλά θα είσαι ευτυχισμένος»6, ένα σύνθημα που έκανε την εμφάνισή του το 2016 και έκτοτε επαναλαμβάνεται τακτικά.
Προφανώς, αναμένεται από τον πολίτη
να είναι ευτυχισμένος έχοντας μόνο τα βασικά της πυραμίδας, χωρίς καμία
αξίωση ή προοπτική για να ανέβει πιο πάνω από τη βάση, όμως η ευτυχία του
θα είναι εξασφαλισμένη εφόσον δεν θα κάνει ούτε καν σκέψεις για κάτι επιπλέον,
δεν θα αισθάνεται αντίστοιχη επιθυμία, ούτε και την αντίστοιχη έλλειψη.
Ο έλεγχος μέσω του χρήματος
Κάθε άνθρωπος με στοιχειώδη νοημοσύνη και σκέψη θα πρέπει σε αυτό το σημείο να αρχίσει να αναλογίζεται πως όποιος πληρώνει, υποδουλώνει, και σχεδόν πάντα θέτει όρους και κανόνες. Ο έλεγχος των ανθρώπων γίνεται μέσω του χρήματος, έτσι το χρήμα από μέσο συναλλαγών, γίνεται μέσο ελέγχου· από σημείο αξιολογικής αναφοράς και μονάδα μέτρησης, γίνεται μοχλός χειρισμού7.
Όπως ο νέος επιθυμούσε πάντα να
ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά από την γονεϊκή οικογένεια μέσω της
εργασίας, ώστε να μην του ασκείται οποιαδήποτε «εξουσία», επιβολή ή
έλεγχος, έτσι και ο πολίτης θα έπρεπε να θέλει να είναι σε έναν βαθμό ανεξάρτητος.
Αλλά όπως ο σημερινός νέος, ευνουχισμένος από τη δυσχερή
κατάσταση λόγων των μνημονίων, παλινδρομεί και επιστρέφει στην
πατρική εστία και στη γονεϊκή οικονομική εξάρτηση, έτσι και ο πολίτης
παλινδρομεί και «βρεφοποιείται» ωθούμενος προς μια εξάρτηση από το
(πατερναλιστικό) κράτος μέσω (και) των επιδομάτων8.
Η σχέση με το χρήμα
Τίποτα από τα παραπάνω δεν θα
μπορούσε να συμβεί εάν το χρήμα δεν είχε τη σημασία που έχει, ειδικά σήμερα.
Όλα εδράζονται σε καθοριστικό βαθμό στη σχέση του ίδιου του ανθρώπου με
το χρήμα.
Τα συναισθήματα που γεννά το χρήμα και ο πλούτος έχουν καταγραφεί από φιλοσόφους, θρησκευτικούς διδασκάλους, κοινωνικούς επιστήμονες, ψυχολόγους, οικονομολόγους, κ.ά., ενώ η σχέση του ανθρώπου με το χρήμα έχει απασχολήσει έντονα όλα τα πολιτικο-οικονομικά και ιδεολογικά ρεύματα. Επίσης, απόδειξη ότι η ανάγκη ή η επιθυμία για χρήματα δεν αφορά μόνο ανθρώπους που αντιμετωπίζουν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και έχουν ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο διαβίωσης, αλλά ακόμη και τους πιο ευκατάστατους, είναι ότι όλοι, ανεξαιρέτως, επιδιώκουν την απόκτησή του με κάθε μέσο.
Ας δούμε, όμως, για αλλαγή, μια
αποστασιοποιημένη άποψη για το «στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί» από
τον φύλαρχο Τουιάβιι, ο οποίος ταξίδεψε από τα νησιά Τιαβέα του Ειρηνικού, όπου
ζούσε την πρωτόγονη ζωή του, στην Ευρώπη στις αρχές του 20ου αιώνα και οι
σκέψεις του αποτυπώθηκαν στο πρωτότυπο βιβλίο «Ο Παπαλάνγκι»:
«Ο πραγματικός θεός των λευκών είναι το στρογγυλό μέταλλο και το βαρύ χαρτί που τα ονομάζουν χρήμα. […] Το χρήμα είναι η αγάπη του, το χρήμα είναι ο θεός του. Όλοι οι λευκοί το σκέφτονται ακόμη κι όταν κοιμούνται»9.
Ο φύλαρχος διαπίστωσε επίσης αυτό που
πιθανότατα σκέφτεται και ο αναγνώστης, ότι, παρόλη την κριτική, είναι εντελώς
αδύνατο να επιβιώσει κάποιος χωρίς χρήματα:
«Είναι όμως και αδύνατο να ζήσεις
στις χώρες του λευκού έστω και μια φορά από την ανατολή μέχρι τη δύση του ηλίου
χωρίς λεφτά. Εντελώς χωρίς λεφτά. Δε θα μπορούσες να φας και να ξεδιψάσεις, δε
θά ’βρισκες στρώμα για τη νύχτα. […] Πρέπει να πληρώνεις, δηλαδή να δίνεις
λεφτά, για το χώμα πάνω στο οποίο περπατάς, για το χώρο που βρίσκεται η καλύβα
σου, για το στρώμα που κοιμάσαι, για το φως που φωτίζει την καλύβα σου»10.
Και καταλήγει στο πραγματικό κόστος του
χρήματος, που είναι η στέρηση της ελευθερίας:
«Γιατί, όπως δεν είναι καλό και ευγενικό να έχει κανείς κρεμασμένα πολλά και βαριά περιδέραια από όστρακα, το ίδιο ισχύει και για το βαρύ φορτίο του χρήματος. Κόβει την ανάσα του ανθρώπου και αφαιρεί από τα μέλη του την ελευθερία. Κανένας Παπαλάνγκι11 όμως δε θέλει να παραιτηθεί από τα χρήματά του. Κανένας»12.
Θα επιμείνει, ωστόσο, ο καθένας ότι τα χρήματα είναι εξαιρετικά απαραίτητα. Όμως, ο γρίφος παραμένει. Πώς λύνεται η τόσο σύνθετη εξίσωση του σύγχρονου τρόπου ζωής, του υψηλού βιοτικού επιπέδου σε σύγκριση με το παρελθόν, των «έξυπνων» συσκευών τεχνολογίας που είναι προσιτές για όλους, των δυσβάσταχτων χρεών και φόρων, της αβεβαιότητας και της έλλειψης εμπιστοσύνης, και πώς συνδυάζεται με τις πολύ υψηλές οικονομικές απαιτήσεις που υπάρχουν έτσι, ώστε αυτή η ζωή, που είναι (ή φέρεται να είναι) φυσιολογική και απαραίτητη, να μπορεί να εξακολουθήσει;
Η απάντηση πιθανότατα θα έρθει εάν
κοιτάξουμε με κριτική ματιά τη νόρμα που έχει διαμορφωθεί και
μέσα στην οποία ζούμε, σαν ψάρια σε ένα ενυδρείο που άλλοι έφτιαξαν για αυτά.
Οι αυξημένες οικονομικές υποχρεώσεις προκύπτουν από τις ανάγκες που πρέπει να καλυφθούν, οι οποίες με τη σειρά τους υπαγορεύονται από τον επιβαλλόμενο καταναλωτικό τρόπο ζωής, τον οποίο οι πολίτες υιοθετούν πρόθυμα και άκριτα, χωρίς να εξετάσουν εάν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις ή τι θα μπορούσε να σημαίνει μια τυχόν παρέκκλιση από αυτόν. Ο καταναλωτής έχει πειστεί ότι δεν έχει καμία ισχύ και επιρροή σε όλα όσα συμβαίνουν και απλώς ακολουθεί συμβιβαστικά έναν τρόπο ζωής που βρήκε να έχουν κατασκευάσει πριν από αυτόν, για αυτόν.
Γράφει ο Έριχ Φρομ στο έργο του «Να
έχεις ή να είσαι;»:
«Στον καταναλωτισμό είναι εγγενής η
πρόθεση να καταβροχθίσει κανείς ολόκληρο τον κόσμο. Ο καταναλωτής είναι
το αιώνιο βρέφος που κλαίει για το μπιμπερό του»13.
Πράγματι, οι πολίτες ακολουθούν τις καταναλωτικές ανάγκες και τάσεις −με την καθοριστική συμβολή της διαφήμισης−, οι οποίες βαφτίζονται συχνά κοινωνικές ανάγκες (π.χ., πώς μπορείς να ζήσεις χωρίς αυτοκίνητο, είναι αδύνατο σήμερα να μην έχεις smartphone για να επικοινωνείς, το παιδί θα νιώθει μειονεκτικά αν δεν έχει κι αυτό παιχνιδομηχανή, κ.ά.), και οι οποίες έχει πλέον αποδειχτεί πρακτικά πως αυξάνουν συνεχώς και εκθετικά, και ζητούν ολοένα και περισσότερο οικονομικό «καύσιμο» για να ικανοποιούνται, ενώ ταυτόχρονα η πίεση που ασκείται ενάντια σε οποιαδήποτε παρέκκλιση από την καταναλωτική συμπεριφορά, που σχεδόν ταυτίζεται με τον τρόπο ζωής, παραμένει επίσης καταπιεστικά υψηλή.
Τα μεσαία οικονομικά στρώματα, που
απαρτίζουν και το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας και του εκλογικού σώματος,
παίζουν καθοριστικό ρόλο· ωστόσο, δείχνουν να έχουν πλήρως εγκλωβιστεί
στον φόβο της αβεβαιότητας, ο οποίος τους έχει παραλύσει. Ο Εδουάρδο Γκαλεάνο
περιγράφει χαρακτηριστικά:
«Ο φόβος του μεσαίου: το πάτωμα τρίζει κάτω από τα πόδια, δεν υπάρχουν πλέον εγγυήσεις, η σταθερότητα είναι ασταθής, οι δουλειές εξαφανίζονται, τα χρήματα εξανεμίζονται, για να φτάσει το τέλος του μήνα χρειάζεται ένα θαύμα. […] Η μεσαία τάξη ασφυκτιά από τα χρέη και έχει παραλύσει από τον πανικό· και μέσα στον πανικό μεγαλώνει τα παιδιά της. Πανικός να επιβιώσει, πανικός να μην καταρρεύσει: να μη χάσει τη δουλειά, το αυτοκίνητο, το σπίτι, τα πράγματα, πανικός μην τυχόν και δεν κατορθώσει να αποκτήσει για να υπάρχει»14.
Η εκπαίδευση στη νέας μορφής δουλοπαροικία15, και η αντιμετώπιση των πολιτών ως τέτοιων, αλλά και όλο το πλαίσιο που επικρατεί σε άλλους τομείς της ζωής, μας οδηγεί να σκεφτούμε ότι κατέχουμε έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, ως μάζα, σε ένα έργο που λέγεται Νέος Μεσαίωνας.
Μας φέρνει μνήμες από εικόνες που έχουμε δει μόνο σε ταινίες του αμερικανικού Χόλιγουντ, όπου αγαπημένοι μας πρωταγωνιστές υποδύονταν ηρωικούς ρόλους του παλιού Μεσαίωνα, και συνήθως υποστήριζαν τον αδύναμο όχλο (αντίστοιχο με εμάς σήμερα) πρωτοστατώντας στην απελευθέρωσή του από τους τυραννικούς μονάρχες. Μπορούμε να ξαναδούμε αυτές τις ταινίες, στην τηλεόραση 55 ιντσών που αγοράσαμε με δόσεις και με το επίδομα ηλεκτρικών συσκευών, με ρεύμα που ξεπληρώνουμε με επίδομα ακρίβειας (παρά το γεγονός ότι γεμίσαμε την Ελλάδα με ανεμογεννήτριες), φορώντας μάλιστα και γυαλιά 3D, για να νιώσουμε ότι είμαστε εκεί, μέσα στην ταινία, όπου συμβαίνει κάτι άλλο που δεν μας αφορά και να βυθιστούμε δίχως αύριο, με ένα εκστατικό μειδίαμα, στην παραισθησιογόνο ψηφιακή πραγματικότητα.
Ατομική ευθύνη
Στην αίσθηση, και στην τυχόν ένσταση, για αυτή την φαινομενικά αδιέξοδη κατάσταση, χρήσιμη αφετηρία για συλλογισμό αποτελεί η έννοια της «υπαρξιακής κτήσης», όπως εισάγεται από τον Ε. Φρομ16, στην ομπρέλα της οποίας κατατάσσονται τα αγαθά που είναι απαραίτητα προκειμένου να επιβιώσουμε. Το άνευ προηγουμένου ξεχείλωμα των ορίων της υπαρξιακής κτήσης που ζούμε σήμερα, ανεξάρτητα εάν το αντιλαμβανόμαστε ή όχι, είναι μία από τις βασικές αιτίες της αδιέξοδης κατάστασης. Το πρόβλημα απαιτεί ανάλυση, αλλά κυρίως δραστικές λύσεις και αποφάσεις.
Ο Φρομ θεωρεί ότι, αν θα υπάρξει
πιθανότητα επιβίωσης για την ανθρωπότητα, θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες
και επισημαίνει ότι «αυτή τη φορά, ο σκοπός δεν είναι ο έλεγχος επάνω στη
φύση, αλλά ο έλεγχος επάνω στην τεχνολογία και επάνω σε παράλογες
κοινωνικές δυνάμεις και θεσμούς, που απειλούν την επιβίωση της δυτικής
κοινωνίας, αν όχι και ολόκληρης της ανθρώπινης φυλής»17.
Μάλιστα, για την εκπαίδευση και την ενημέρωση των πολιτών σχετικά με την έννοια της υγιούς κατανάλωσης, θεωρεί απαραίτητη τη συμμετοχή της ίδιας της πολιτείας, η οποία μπορεί να βρει τρόπους και μηχανισμούς για να θωρακίσει και να συμβουλεύσει τους πολίτες, να νομοθετήσει −χωρίς να αλλοιωθούν τα συνταγματικά δικαιώματα, όπως σαφώς αναφέρει− και να ωθήσει την παραγωγή και την αγορά σε νέους, πιο υγιείς δρόμους18.
Κομβική σημασία, όμως, έχει η στάση
του ίδιου του πολίτη, καθώς όπως ρητά διατυπώνει ο Φρομ, απαιτείται
η συναίνεση της πλειοψηφίας, ενώ την έντονη αντίδραση που θα πυροδοτηθεί
από όσους θα πλήττονται από αυτές τις αλλαγές «θα μπορεί να τη σπάσει
μόνο η αποφασιστική θέληση των πολιτών για υγιή κατανάλωση»19.
Άλλωστε, εκείνοι που πλήττονται περισσότερο από ένα πρόβλημα, δεν είναι εκείνοι
που θα πρέπει να αναλάβουν πρώτοι δράση για την επίλυσή του;
Τα επιδόματα σήμερα έχουν χάσει το
πραγματικό κοινωνικό νόημά τους· δεν έρχονται ως υποστήριξη των πολιτών σε ένα κράτος
πρόνοιας ως μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικο-οικονομικού σχεδιασμού με λύσεις για
το παρόν και προοπτικές για το μέλλον. Έρχονται ως ένα ξεροκόμματο, σαν
αυτό που ρίχνουμε για να ξεφορτωθούμε ένα ενοχλητικό (αλλά δυνητικά επικίνδυνο)
αδέσποτο ζώο, στο πλαίσιο ενός κράτους που συστηματικά «κόβει» το οξυγόνο
από το εργατικό δυναμικό του, γονατίζει τους αυτοαπασχολούμενους, περιορίζει
τις θέσεις εργασίας, κάθε άλλο παρά διευκολύνει την πραγματική και
μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, ωθεί τους πολίτες του στη μετανάστευση (αλλά ορισμένες
φορές και στην αυτοχειρία), και δημιουργεί φτωχούς, καταρρακωμένους,
απελπισμένους, εξαθλιωμένους και εξαρτημένους πολίτες.
Διαφαίνεται ότι τα επιδόματα αντί να
ισχυροποιούν τους ευάλωτους, όπως και θα έπρεπε, τελικά εργαλειοποιούνται
αποδυναμώνοντας και παροπλίζοντας σταδιακά και ύπουλα τους πολίτες,
καθιστώντας τους στην πραγματικότητα ακόμη πιο ευάλωτους, επαληθεύοντας για
ακόμη μία φορά την έννοια του ανάποδου κόσμου. Και η μεγαλύτερη
ευαλωτότητα που αποκτάται σιγά-σιγά είναι η απελπισία, η απουσία της ελπίδας.
Γι’ αυτό, οι πολίτες καλά θα κάνουν
να μην χαίρονται από πρόσκαιρες «λιχουδιές», εκφράζοντας
ευγνωμοσύνη με σκυμμένο το κεφάλι, αλλά να ζητούν όχι ένα ψάρι για ελεημοσύνη,
αλλά τη δυνατότητα και το δικαίωμα να ψαρεύουν, κατά παραλλαγή
της κινέζικης παροιμίας:
«Αν είσαι φίλος, μην μου δίνεις
ψάρια να τρώω, μάθε με να ψαρεύω»20.
Ο πολίτης θα πρέπει να σκεφτεί καλά πόσο «φίλος» ή ελεήμων είναι εκείνος που του παρέχει μια λιχουδιά που τίποτα δεν του εξασφαλίζει για το μέλλον το δικό του και των παιδιών του, αλλά μάλλον το καθιστά πιο επισφαλές και πιο ζοφερό.
Να θυμηθεί ότι το κατώτατο
επίπεδο διαβίωσης αρμόζει περισσότερο σε ζώα και όχι σε ανθρώπους,
και ότι έχει χυθεί αίμα ανά τους αιώνες για μια καλύτερη και αξιοπρεπή ζωή για
όλους, με κέντρο τον άνθρωπο.
Η σημερινή κατάσταση και τα αδιέξοδα είναι και προσωπική υπόθεση. Όπως σε κάθε κομβικό σημείο ή σταυροδρόμι της προσωπικής ζωής, όπου ο καθένας καλείται να λάβει καθοριστικές αποφάσεις, ο σύγχρονος πολίτης θα πρέπει να αναλογιστεί πού βρίσκεται, από πού ξεκίνησε, και πού πηγαίνει, και κυρίως εάν επιθυμεί να αλλάξει την πορεία του, αναζητώντας τους τρόπους που θα μπορούσε να συμβεί αυτό, όπως και τους συνοδοιπόρους με τους οποίους μπορεί να συνεργαστεί για να γίνουν πράξη οι απαραίτητες αλλαγές.
Σε κάθε περίπτωση, αυτή είναι και η
αληθινή, εξαιρετικά σημαντική έννοια της φράσης που μάθαμε να ακούμε και να
επαναλαμβάνουμε εδώ και δύο χρόνια, η έννοια της ατομικής
ευθύνης.
https://www.newsauto.gr/news/kafsima-ellada-kanto-opos-i-kipros/
https://www.e-nomothesia.gr/kat-oikonomia/koine-upourgike-apophase-2653-2022.html
https://www.e-nomothesia.gr/kat-ygeia/nomos-4865-2021-phek-238a-4-12-2021.html
David Runciman, Έτσι τελειώνει η δημοκρατία;, εκδ.
Πατάκη, 2019, σ. 236.
Περισσότερα για την πυραμίδα του
Μάσλοου και τον αυτοεγκλωβισμό των πολιτών βλ. Βαθιώτη, Όταν η
απειλή πλασάρεται ανάποδα ως επιλογή,
https://kvathiotis.substack.com/p/--b31?s=r
Σχετικό βίντεο του World
Economic Forum στο
Facebook: https://www.facebook.com/watch/?v=10153920524981479
«Τι είναι το χρήμα;», από την Τράπεζα
της Ελλάδας – Ευρωσύστημα https://www.bankofgreece.gr/enimerosi/epeksigiseis/ti-einai-to-xrima
Για τη βρεφοποίηση των
πολιτών βλ. επίσης Βαθιώτη, Από την πανδημία στην κλιματική
αλλαγή. Συντονισμένα τρομο-κράτη σε φόντο παγκόσμιας διακυβέρνησης, εκδ.
Αλφειός, 2021, σ. 289/290.
Ο Παπαλάνγκι, εκδ. Ύψιλον, σ. 46/47.
Ό.π., σ. 49.
Σ.σ.: Παπαλάνγκι ονομάζει
ο φύλαρχος τον λευκό Ευρωπαίο.
Ό.π., σ. 56/57 (η έμφαση της
γράφουσας).
Erich Fromm, Να έχεις ή να είσαι;, εκδ. Διόπτρα,
2021, σ. 52 (η έντονη γραφή του πρωτοτύπου).
Eduardo Galeano, Ένας κόσμος ανάποδα, εκδ. Πάπυρος,
2019, σ. 20.
Βλ. επίσης Σαράντο Ι. Καργάκο,
Παγκοσμιοποίηση, Εκδόσεις Κάκτος, 2001, σ. 31/33.
Ό.π., σ. 135.
Ό.π., σ. 257.
Ο Φρομ γράφει και αναφέρεται στο
αμερικανικό ή δυτικού τύπου καπιταλιστικό σύστημα της δεκαετίας του ’70.
Ό.π., σ. 263.
Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή: «Δώσε
σε κάποιον ένα ψάρι και θα ζήσει μια μέρα, μάθε του να ψαρεύει και θα ζήσει μια
ζωή».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου