Κρύο. Ἀνεμόβροχο
ψιλό. Ταξίδευε τό νησί ὁλόκληρο μές στοῦ βοριᾶ τά κύματα.
Πρωί-πρωί ὁ
κυρ-Παντελής, ὁ εἰκονοφύλακας τῆς Ἁγίας Εἰκόνας, ἀνέβαινε τά σκαλιά τοῦ Ναοῦ τῆς
Μεγαλόχαρης. Σταυροκοπιόταν πού ἀξιώθηκε καί σήμερα νά ’ρθῆ ὡς τή Χάρη Της. Ἀνέβαινε
σκυφτός καί παραμιλοῦσε... Μά σάν ἔφτασε ψηλά στό κεφαλόσκαλο, ξαφνιάστηκε. Μιά
γυναικεία μορφή καθόταν κουλουριασμένη μπροστά στήν πόρτα τοῦ Ναοῦ. Τυλιγμένη
μ’ ἕνα ἄσπρο μποξά πάνω ἀπ’ τό μπέζ παλτό τοῦ χαμογελοῦσε μέ συστολή. Ἦταν μιά
κοπελίτσα ὥς 25 χρόνων, πού μέ νοήματα τόν καλωσόρισε. Μιά λέξη μόνο ἔλεγε ἑλληνικά,
«καλόγρια... καλόγρια».
- Ποιά εἶσαι,
παιδί μου; Ἀπό ποῦ ἦρθες; Πῶς δέν ξεπάγιασες μέσα στή νύχτα; Τή ρωτοῦσε μέ πόνο
κι ἐκείνη τόν ἔβλεπε, μόνο τόν ἔβλεπε παρακλητικά.
Ἦρθε κι ὁ
νεωκόρος, ἄνοιξαν τό Ναό, πέρασαν μέσα. Ἔβλεπε ὁλόγυρα ἡ ἄγνωστη ἐξαϋλωμένη καί
γοερά κλαίοντας μπροστά στήν Ἁγία Εἰκόνα ψιθύριζε λόγια ἀκατανόητα. Μετά τήν
πρώτη συγκίνηση ἄρχισε νά μιλᾶ σέ γλώσσα τουρκική. Ἀνάσανε ὁ κυρ-Παντελής.
Μποροῦσε ἐπιτέλους νά συννενοηθῆ, γιατί τό 1921-1922 πολέμησε στή Μ.Ἀσία καί κάτι
καταλάβαινε ἀπ’ τά λόγια της. Λίγο ἁγιασμό τῆς πρόσφεραν νά δροσίσει τά μέσα
της καί τούς ἔλεγε μέ λόγια καί πιό ἐκφραστικά μέ νοήματα.
Ἦταν κόρη Χότζα ὀνομαστοῦ
γιά τή σοφία του. Πολύ πλούσια, μέ μεγάλη περιουσία. Ἀλλά ἔνιωσε τήν ἀληθινή
χαρά, ὅταν ἡ παιδαγωγός της, κρυφή χριστιανή, ἄρχισε νά τήν κατευθύνει στήν
πίστη τοῦ Χριστοῦ. Σεισμός στά σπλάχνα της, ὅταν ὁραματίστηκε τόν Τίμιο
Πρόδρομο πού τήν καλοῦσε νά γίνει «χριστιανή»! Δέν τήν χωροῦσε ὁ τόπος
της. Μέρες καί νύχτες ὕψωνε τά χέρια της στόν οὐρανό καί παρακαλοῦσε μέ
λαχτάρα. Καί μιά νύχτα ἡ θεϊκή κλήση ἄλλαξε τή ζωή της: «Κύριος, ἐπέβλεψεν ἐπί
τήν προσευχήν τῶν ταπεινῶν, καί οὐκ ἐξουδένωσε τήν δέησιν αὐτῶν» (Ψαλμ.
101).
Πῆρε τήν ἀπόφαση.
Ἔφυγε κρυφά ἀπ’ τό σπίτι της, γιά νά γίνει «καλόγρια». Ἀλλά δέν ἤξερε ποῦ. Τί ζῆλος
ἦταν αὐτός; Πεζοπορῶντας ἀπ’ τή Μ.Ἀσία πέρασε στήν Ἑλλάδα. Πῶς; Μόνη της μ’ ἕνα
μπόγο στήν πλάτη. Ὁλομόναχη, χωρίς καμμιά ἀνθρώπινη παρέμβαση ἤ προστασία! Μόνο
ἐσωτερική παρόρμηση τήν κατηύθυνε. Στίς Σέρρες κατηχήθηκε. Ἐκεῖ ἡ ὀθωμανή Ἀλή
Μπουλά βαπτίστηκε χριστιανή! Σοφία τό ὄνομά της. Ἀλλά τήν κινοῦσε ἡ ψυχή
της γιά ἀλλοῦ. Ποῦ; Πῶς; Ποιός τό πιστεύει; Χωρίς χρήση μεταφορικοῦ μέσου,
περπατώντας στό ἄγνωστο, διέσχιζε τήν Ἑλλάδα. Μέ πίστη στήν προστασία τοῦ Θεοῦ.
Τήν φύλαγε «ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Ποῦ θά σταματοῦσε; Ποῦ θά κοιμόταν; Ποῦ ὑπῆρχε
νερό; Ὅλα γίνονταν μέ τή καθοδήγηση τοῦ Προδρόμου καί ἡ Σοφία αἰσθανόταν ἀσφαλής,
γιατί «μιλοῦσε» μέ τόν Ἅγιο Ἰωάννη. «Στήν Τῆνο... Στήν Τῆνο» τήν
καθοδηγοῦσε. Δέ ρώτησε πῶς. Ἔφτασε στόν Πειραιᾶ, πῆρε τό καράβι κι ἀποβιβάστηκε
κάποιο ἀπόβραδο στό νησί. Μά ἔτριβε τά μάτις της, σάν ἀντίκρισε τό λιμάνι, τό
τοπίο καί τό Ναό ψηλά στήν κορυφή τοῦ λόφου. Ὅλα ἦταν, ὅπως τά εἶδε στόν ὕπνο
της. Ἡ χαρά φτέρωσε τά πόδια της. Ἀκολούθησε τό ἀνηφόρι μές στή νύχτα κι ἔμεινε
ἐκεῖ στήν πόρτα, μπροστά στήν Ἐκκλησία, περιμένοντας...
Ἐν τῷ μεταξύ ἦρθαν
οἱ ἱερεῖς καί οἱ ψάλτες. Σήμαναν οἱ καμπάνες, ἄρχισε ἡ θεία λειτουργία καί ἡ
νεοφώτιστη μέχρι τέλους παρακολουθοῦσε μέ καταφανῆ συγκίνηση. Πῆρε ἀντίδωρο καί
ἀπό ἐκείνη τήν ἡμέρα ἔτρωγε μόνο ἀντίδωρο καί ἔπινε ἁγιασμό. Ἐπί 40 ἡμέρες καί
40 νύχτες ἔμενε καί ξενυχτοῦσε ἐκεῖ στήν πόρτα τοῦ Ναοῦ τῆς Εὐαγγελίστριας καί
τίς πιό πολλές φορές δίπλα, ἀπέναντι ἀπό τό ναΐσκο τοῦ Ἁγ.Ἰωάννη στό
πλατύσκαλο, ὅπου καί ἡ ἄνοδος στό γυναικωνίτη. Ἐκεῖ τή συντρόφευε ὁ Ἅγιός της.
Μάταια τήν παρακαλοῦσε ἡ Ἐπιτροπή τοῦ Ἱδρύματος νά μείνει σέ ἕνα κελλί
(δωμάτιο) στό προαύλιο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἀρνιόταν πεισματικά νά φύγει ἀπ᾿ τή
θέση της. Ἐκεῖ προσευχόταν καθιστή ἤ γονατιστή.
Δίχως ἄλλο, ἡ
Θεοτόκος «ἡ παράκλησις τῶν ξένων» ἄνοιξε «τῆς εὐσπλαγχνίας τήν πύλην». Ἡ «ξένη»
βρῆκε θαλπωρή στό σπίτι τοῦ κυρ-Παντελῆ ἀνάμεσα στά κορίτσια του. Τήν ἀγκάλιασαν
ὡς ἀδελφή τους. Τήν ἔπαιρναν μαζί τους σέ ἀγροτικές ἐργασίες καί κοντά τους ἔμαθε
τή γλώσσα μας, τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί ἐμυεῖτο στήν ἑλληνική παράδοση. Ἀλλά
μιά δύναμη μέσα της τήν ὠθοῦσε στό Μοναστήρι. Καί περίμενε τή στιγμή...
Περίμενε. Δέν κίνησε μόνη της νά πάει πουθενά, ἔστω κι ἄν ἔτυχε νά κατεβεῖ μιά
καί δυό φορές κάποια μοναχή ἀπ᾿ τό
Μοναστήρι στό Ναό.
Ἕνα πρωϊνό
κατέβηκε μέ τό γαϊδουράκι ἀπό τή Μονή Κεχροβουνίου, γιά νά προσκυνήσει τή
Μεγαλόχαρη, ἡ εὐλαβής γερόντισσα Ἐλισάβετ. Μά ἐπειδή ἦταν τυφλή, εἶχε πάντα μιά
μοναχή συνοδό. Γι᾿ αὐτή ὅμως τή κάθοδο εἶχε ἡ γερόντισσα ἐσωτερική
πληροφόρηση. Καί μάλιστα φεύγοντας ἀπ᾿ τό Μοναστήρι πῆραν μαζί τους κι ἄλλο
γαϊδουράκι, ἐπειδή θά χρειαζόταν γιά τήν ἐπιστροφή. Ἔφτασαν στό Ναό.
Προσκύνησε καί θερμοπαρακάλεσε τή Θεομήτορα νά τῆς δώσει ἕνα σημάδι. Ἡ Σοφία,
μόλις τήν εἶδε, πετάχτηκε ἀπό χαρά, πλησίασε. Ὁ κυρ-Παντελής βρῆκε τήν εὐκαιρία:
- Γερόντισσα, σοῦ
᾿χω νά κάμεις ἕνα καλό!
- Τί εἶναι,
Παντελῆ μου; Γι᾿ αὐτό κατέβηκα.
- Νά, αὐτό τό
κορίτσι. Νά τό πάρεις στό Μοναστήρι κοντά σου καί νά τό προστατέψεις. Ἦρθε ἀπό
μακριά. Ὁ Θεός ξέρει πῶς. Καί θέλει νά γίνει καλόγρια. Τά ἄλλα, ἐσύ, τά ξέρεις.
Ἔτσι ἡ
Σοφία ἔφτασε στή Μονή τῆς Κυρίας τῶν Ἀγγέλων, ὅπου εἶχε ἁγιάσει ἡ Ὁσία Πελαγία.
Σέ μιά ἀτμόσφαιρα εὐλογημένης γαλήνης -ἀγαπημένη ἀπ᾿ ὅλες τίς μοναχές- νά ὑμνεῖ
καί νά δοξολογεῖ τόν Τριαδικό Θεό ὡς μοναχή Ἀγαθονίκη. Νηστεύτρια ἀληθινή
ἡ γλυκύτατη γερόντισσα Ἀγαθονίκη ἔζησε τήν ἐπίγεια ζωή της ὥς τό Μάρτιο τοῦ
1981 μέσα σέ παραδείσια ἁπλότητα μέ πολλή ἄσκηση καί προσευχή. Κι ἐμεῖς
κρατήσαμε εὐλαβικά στό εἰκονοστάσι τῆς ψυχῆς μας ὁσάκις τήν συναντήσαμε τήν ἀγιασμένη
φυσιογνωμία της. Βλέπαμε μέσα στά μάτια της καθάριο οὐρανό καί φῶς Χριστοῦ στό
πρόσωπό της!
(
Ἂννας Κ. Κορνάρου-Καλαμαρᾶ, Ἡ «Ἀκοίμητη Λαμπάδα » στή Μεγαλόχαρη τῆς Τήνου, ἐκδ. «ΤΗΝΟΣ»,
Ἀθήνα 2018, σελ. 13-17)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου