Σάββατο 18 Απριλίου 2020

ΚΑΙ ΟΜΩΣ, Ο ΧΡΙΣΤΟΣ... ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ!



Στή Μόσχα τῆς ἀθεϊστικῆς Ρωσσίας, στά χρόνια τοῦ κομμουνισμοῦ, παίχθηκε ἕνα ἀντιθρησκευτικό θεατρικό ἔργο. Ὀ τίτλος τοῦ ἔργου ἦταν: «Ὀ Χριστός μέ φράκο». Τό ἔργο θά παιζόταν σ᾿ ἕνα θέατρο τῆς Μόσχας καί εἶχε ἀναγγελθεῖ ἐδῶ καί μέρες.
Φαίνεται πώς εἶχαν σχεδιάσει ἀπό καιρό νά κάνουν ἀντιπερισπασμό στή νυχτερινή ἀκολουθία τῆς Ἀναστάσεως. Ὁλόκληρη τή Μεγάλη Ἑβδομάδα ἦταν ἀναρτημένα πλακάτ σ᾿ ὅλα τά κεντρικά καί πολυσύχναστα σημεῖα τῆς πόλης:
Ὄρθρος τῆς Κομσομόλ! (= κομμουνιστική - σοσιαλιστική νεολαία) Ἀκριβῶς στίς 12 τά μεσάνυχτα! Ἐλᾶτε νά δεῖτε τή νέα κωμωδία τοῦ Ἀντώνη Ἰζιούμωφ:
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ.
Στόν κεντρικό ρόλο ὁ ἠθοποιός τοῦ θεάτρου Μόσχας Ἀλέξανδρος Ροστόβτσεφ. Χείμαρρος εὐφυολογίας! Τρελλό γέλιο! Τό βράδυ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἡ δημοτική μπάντα πέρασε ἀπ᾿ ὅλους τούς δρόμους τῆς πόλης, καλώντας τό λαό στήν παράσταση. Μπροστά ἀπό τούς ὀργανοπαῖχτες πήγαινε ἕνας σωματώδης νεαρός μέ ἱερατική ἀμφίεση καί καλυμμαύχι. Κρατοῦσε ἕνα πλακάτ σάν λάβαρο, ὅπου ἦταν ζωγραφισμένος ὁ Χριστός μέ φράκο (= ἐπίσημο ἀνδρικό σακάκι μέ ψαλιδωτό σχίσιμο στό πίσω μέρος) καί ψηλό καπέλλο! Στά πλάγια βάδιζαν κομσομόλοι (=νεαροί στρατευμένοι κομμουνιστές) μέ ἀναμμένες δάδες. Ὅλη ἡ πόλη εἶχε σηκωθεῖ στό πόδι. Πλῆθος ἄρχισε νά καταφθάνει στό θέατρο. Πάνω ἀπό τήν κεντρική εἴσοδό του ἔγραφε μέ κόκκινα φωτεινά γράμματα:
 Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΕ ΦΡΑΚΟ
Στή μεγάλη αἴθουσα τά μεγάφωνα μετέδιδαν ραδιοφωνική ὁμιλία ἀπό τό σταθμό τῆς Μόσχας μέ θέμα: «Ὁ αἰσχρός ρόλος τοῦ χριστιανισμοῦ στήν ἱστορία τῶν λαῶν». Ὅταν σταμάτησαν τά μεγάφωνα, ἡ χορωδία τῶν κομσομόλων, μέ συνοδία ἀκορντεόν, ἄρχισε νά τραγουδάει:
Μέ τήν προσευχή δέν βλέπω προκοπή / Σβησμένο εἶναι τό κερί μου /
Δέν θέλω, ὄχι, τόν προφήτη Ἠλία! / Δῶστε μου τό φῶς τοῦ Ἠλία!...
(= ὑπονοοῦν τόν Λένιν, τοῦ ὁποίου ὁ πατέρας λεγόταν Ἠλίας).
Τό πλῆθος ξέσπασε σέ ἀλαλαγμούς, βρισιές καί χαχανητά. Ἔβαλαν τά χέρια στούς γοφούς, ἔτριξαν τά δόντια, βρυχήθηκαν:
– Κι ἄλλο, παιδιά! Πιό ἄγρια! Βαρᾶτε!...
...Τρεῖς γριές ψωμολυσσιάρες / Δυό σαρακιασμένοι γέροι /
Ἄδειο, ἄδειο τό ἐκκλησάκι / Δέν μαζεύει πιά πεντάρα!...
– Πιό δυνατά! Δῶστε του! Πιό ζωντανά!
...Ἄχ, αὐγουλάκι μου / δέν ἔχεις τσουγκριστεῖ /
Μέ πόσες θεϊκές κουταμάρες / ἔχουμε ποτιστεῖ!...
– Πιό-δυ-να-τά! Καί-πιό-σκλη-ρά!

Πλησίαζαν μεσάνυχτα. Ἀπό τή μικρή ἐκκλησούλα, πού ἦταν κοντά στό θέατρο, βγῆκαν οἱ πιστοί γιά τήν τελετή τῆς Ἀναστάσεως. Σκοτάδι. Οἱ ἄνθρωποι δέν ξεχωρίζουν – μονάχα οἱ φλογίτσες τῶν κεριῶν, πού τρεμόπαιζαν καί προχωροῦσαν ἀργά-ἀργά.
«Τήν ἀνάστασίν σου, Χριστέ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς...».
Σάν εἶδαν τή λιτανεία οἱ κομσομόλοι, ξελαρυγγιάστηκαν στά γιουχαΐσματα καί τά σφυρίγματα. Τό᾿ στησαν πάλι στό τραγούδι:
Ἔ, σύ, μηλαράκι μου, κυλίσου / Ὁ δρόμος εἶναι γλιστερός /
Παράσυρε ὅλους τούς ἁγίους / Πάσχα τῶν κομσομόλων
Οἱ φλόγες τῶν κεριῶν ἦταν τώρα ἀκίνητες μπροστά στήν εἴσοδο τοῦ ναΐσκου. Ἀπό κεῖ ἦρθε ἡ ἀπόκριση στό τραγούδι τῶν κομσομόλων:
«Χριστός ἀνέστη ἐκ νεκρῶν / θανάτῳ θάνατον πατήσας / καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι / ζωήν χαρισάμενος!»

Τά εἰσιτήρια γιά τήν πρεμιέρα εἶχαν προπωληθεῖ ἀπό καιρό. Ἡ μεγάλη αἴθουσα τοῦ θεάτρου ἦταν γεμάτη κόσμο. Ἡ παράσταση ἄρχισε... Πράξη πρώτη: Πάνω στή σκηνή εἶχαν ἀναπαραστήσει τό ἱερό ἑνός ναοῦ. Στήν ὑποτιθέμενη ἁγία τράπεζα βρίσκονταν μπουκάλια μέ κρασί καί μεζέδες. Ὁλόγυρα, σέ ψηλά καθίσματα –αὐτά πού ἔχουν στά μπάρ– ἦταν καθισμένοι οἱ ἠθοποιοί, ντυμένοι μέ ἱερατικά ἄμφια. Τσούγκριζαν καί ἔπιναν μέ ἅγια ποτήρια. Κάποιος ἄλλος, μέ διακονικό στιχάρι, ἔπαιζε φυσαρμόνικα. Στό πάτωμα κάθονταν σταυροπόδι μερικές τάχα καλόγριες κι ἔπαιζαν χαρτιά. Οἱ θεατές ἔσκαγαν στά γέλια. Κάποιος ζαλίστηκε. Τήν ὥρα πού τόν
ἔβγαζαν ἀπό τήν αἴθουσα, βρυχιόταν σάν θηρίο, γελώντας ἄγρια καί κουνώντας τό κεφάλι, μά ἔχοντας τό βλέμμα πάντα καρφωμένο στή σκηνή. Οἱ παράξενοι μορφασμοί τοῦ προσώπου του προκάλεσαν περισσότερο γέλιο... Στό διάλειμμα οἱ ὑπεύθυνοι τῆς παραστάσεως ἔλεγαν:
– Ὅσα εἴδατε εἶναι μόνο τά λουλούδια. Οἱ καρποί θά᾿ ρθουν σέ λίγο! Περιμένετε... Στή δεύτερη πράξη θά βγεῖ ὁ Ροστόβτσεφ, καί τότε πραγματικά θά τρελλαθεῖτε!...
Πράξη δεύτερη: Γιά τόν κύριο ρόλο τοῦ ἔργου διάλεξαν τόν κομμουνιστή ἠθοποιό Ἀλέξανδρο Ροστόβτσεφ.
Θά ὑποδυόταν τόν Χριστό. Ὁ διάσημος ἠθοποιός παρουσιάστηκε στή σκηνή κάτω ἀπό θύελλα ζητωκραυγῶν καί χειροκροτημάτων. Φοροῦσε μακρύ, λευκό χιτώνα καί στά χέρια του κρατοῦσε χρυσό Εὐαγγέλιο. Παρίστανε τόν Χριστό. Σύμφωνα μέ τό ἔργο, ἔπρεπε νά διαβάσει δυό στίχους –μόνο δυό στίχους– ἀπό τούς Μακαρισμούς. Ὁ ἠθοποιός εἶχε βάλει ὅλη τήν τέχνη του γιά νά κάνει τούς θεατές νά γελάσουν. Πλησίασε ἀργά, μέ ἱεροπρέπεια, σ᾿ ἕνα ἀναλόγιο καί ἀκούμπησε τό Εὐαγγέλιο. Μέ τή βαθιά, κυματιστή φωνή του ἀναφώνησε:
–Πρόσχωμεν!
Στήν αἴθουσα ξαφνικά βασίλεψε ἀπόλυτη σιωπή. Ὁ Ροστόβτσεφ ἄνοιξε τό ἱερό βιβλίο καί ἄρχισε νά διαβάζει:
–Μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοί παρακληθήσονται... Στό σημεῖο αὐτό ἔπρεπε νά σταματήσει. Ἔπρεπε ἀκόμα νά πετάξει τό Εὐαγγέλιο καί τό χιτώνα πού φοροῦσε. Κι ἐδῶ ἀκριβῶς θ᾿ἀπάγγελε ἕνα φοβερό, χλευαστικό, βλάσφημο μονόλογο, πού θά τελείωνε μέ τή φράση: “Φέρτε μου τό φράκο καί τό καπέλλο!” Δέν ἔγινε ὅμως αὐτό!
 Ὁ ἠθοποιός ἀπροσδόκητα σωπαίνει. Τό πλῆθος τῶν θεατῶν μένει κι αὐτό ἀκίνητο. Κατάλαβε ὅτι κάτι συνέβη στόν Ροστόβτσεφ. Ὅλοι κρατοῦν τήν ἀναπνοή τους. Ἀλλά καί ἡ σιωπή τοῦ ἠθοποιοῦ κρατάει τόσο πολύ, πού ἀπό τά παρασκήνια ἀρχίζουν ν᾿ ἀνησυχοῦν. Τοῦ ὑπαγορεύουν τά λόγια πού ἔπρεπε νά πεῖ, τοῦ κά νουν ἀπεγνωσμένα νοήματα... αὐτός ὅμως στέκεται σάν μαρμαρωμένος. Δέν ἀκούει, δέν βλέπει, δέν καταλαβαίνει τίποτα. Τέλος σέ μιά στιγμή συνταράζεται ὁλόκληρος. Μέ τρομαγμένο βλέμμα κοιτάζει τό ἀνοιχτό Εὐαγγέλιο. Τά χέρια του τραβᾶνε σπασμωδικά τό χιτώνα. Τό πρόσωπό του ἀλλοιώνεται. Ἡ φωνή του τώρα ἔχει ἐντελῶς διαφορετικό τόνο. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ φαίνεται ὅτι τόν εἶχε πλέον ἀγγίξει. Κρατώντας τό Εὐαγγέλιο πλησιάζει πρός τό μέρος τοῦ κοινοῦ. Στυλώνει τά μάτια στό βιβλίο καί ἀρχίζει πρῶτα νά ψιθυρίζει κι ἔπειτα νά διαβάζει ὅλο καί πιό δυνατά:
–Μακάριοι οἱ πεινῶντες καί διψῶντες τήν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοί χορτασθήσονται. Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοί ἐλεηθήσονται...
Εἶναι ἀπίστευτο: Στό θέατρο, πού πρίν ἀπό λίγο τό δονοῦσαν οἱ βλαστήμιες καί οἱ ἐμπαιγμοί, ἐπι κρατεῖ τώρα νεκρική σιγή. Καί μέ σα σ᾿ αὐτή τή σιγή κυκλοφοροῦν, σάν τίς πασχαλινές λαμπάδες ὁλό γυρα στήν ἐκκλησία, τά λόγια τοῦ Χριστοῦ:
–Ὑμεῖς ἐστε τό φῶς τοῦ κόσμου... ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς ὑμῶν...προσεύχεσθε ὑπέρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καί διωκόντων ὑμᾶς...
Ὁ Ροστόβτσεφ διάβασε ἀργά καί καθαρά ὁλόκληρο τό πέμπτο κεφάλαιο τοῦ κατά Ματθαῖον εὐαγγελίου. Καί τούς σαρανταοκτώ στίχους του. Κανένας δέν κουνήθηκε. Κανένας δέν διαμαρτυρήθηκε. Κανένας δέν τόν διέκοψε... Μήπως ἡ ἱερόσυλη μεταμόρφωση τοῦ ἠθοποιοῦ εἶχε ἀποκαταστήσει μπροστά στά μάτια τους –ὅπως, ἄλλωστε, καί στοῦ ἴδιου τά μάτια– τή γκρεμισμένη εἰκόνα τοῦ ζωντανοῦ Κυρίου; Ὅλοι ἀκοῦνε τούς λόγους του, σάν νά τούς μιλᾶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὥσπερ ὁ Πατήρ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν». Μετά ἔκλεισε τό Εὐαγγέλιο καί κοίταξε πρός τό πλῆθος. Ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι.
Ἡ ὄψη του ἔδειχνε ὅτι μόλις ἐκείνη ἀκριβῶς τή στιγμή εἶχε κάνει κάτι τό πολύ ἀποφασιστικό στή ζωή του. Στά παρασκήνια ἀκούγονταν δυνατοί ψιθυρισμοί καί νευρικοί βηματισμοί. Δέν εἶναι δυνατόν! Θ᾿ ἀστειεύεται ὁ Ροστόβτσεφ! Κάποιο κόλπο σκαρώνει! Νά, τώρα, ὅπου νά᾿ ναι, μ᾿ ἕνα χτύπημα στά γόνατα, μέ δυό του λέξεις, θά ξεσηκώσει τό κοινό! Θά τούς κάνει νά χτυπιοῦνται!... Μά στή σκηνή ἔγινε κάτι ἀκό μη πιό ἀπροσδόκητο, πού ἔκανε ἀργότερα ὁλόκληρη τή χώρα νά τό συζητάει: Ὁ Ροστόβτσεφ σχημάτισε μέ εὐλαβική ἐπιδεικτικότητα πάνω στό σῶμα του τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ, καί ἐπανέλαβε τούς λόγους τοῦ συσταυρωθέντος μέ τόν Ἰησοῦ ληστοῦ:
– Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου!...
Κάτι ἀκόμα πῆγε νά πεῖ, ἀλλά τή στιγμή ἐκείνη κατέβασαν τήν αὐλαία. Μετά ἀπό λίγα λεπτά, μιά νευρική φωνή ἀνακοίνωσε ἀπό τά μεγάφωνα:
– Λόγω ξαφνικῆς ἀσθένειας τοῦ συντρόφου Ροστόβτσεφ, ἡ σημερινή θεατρική παράσταση ματαιώνεται!...
Ὅ, τι εἶχε προετοιμασθεῖ γιά νά γελοιοποιήσει τόν Χριστό, μεταστράφηκε σέ κήρυγμα καί σέ ὁμολογία πίστεως ἑνός ἀνθρώπου, πού στόν κολοφώνα τῆς ἐπαγγελματικῆς του δόξας κυριεύθηκε ἀπό τό θάρρος τῶν Ἁγίων καί τῶν Μαρτύρων. Κανένας ἀπό τούς θεατές δέν διαμαρτυρήθηκε. Κανένας δέν εἶπε ἔστω κάτι, τό παραμικρό. Σιωπηλοί, ἀμίλητοι, ἐγκατέλειψαν τό θέατρο. Ἀκριβῶς ὅπως συμβαίνει μετά ἀπό μιά θύελλα ἤ μιά δυνατή καταιγίδα. Ὁ κεραυνός πού ἔπεσε τούς εἶχε ἀγγίξει ὅλους. Πραγματικά, ἐκεῖνο τό βράδυ ἐντελῶς ἀπροσδόκητα, ὁ Θεός ἄγγιξε τίς ψυχές τῶν ἀνθρώπων...
Ἀπό τότε τό ἔργο αὐτό οὐδέποτε ξαναπαίχθηκε. Καί ὁ ἠθοποιός Ροστόβτσεφ ἀπό ἐκεῖνο τό βράδυ ἐξαφανίστηκε. Κανείς δέν ἔμαθε ποτέ τί ἀπέγινε...

(Ἀπό τόν ἐπετειακό Τόμο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΔΗΜΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ, πενταετίας 2005-2009)

2 σχόλια:

  1. ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ

    Όλη η Πίστη μας βασίζεται πάνω σε τέσσερις Λέξεις.

    ΧΡΙΣΤΌΣ ΑΝΈΣΤΗ
    ΑΛΗΘΏΣ ΑΝΈΣΤΗ

    Ο ΑΝΑΣΤΆΣ ΕΚ ΝΕΚΡΏΝ ΧΡΙΣΤΌΣ Ο ΑΛΗΘΙΝΌΣ ΘΕΌΣ.
    ΝΑ ΣΑΣ ΣΚΕΠΆΖΕΙ ΝΑ ΣΑΣ ΦΩΤΊΖΕΙ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΕΝΔΥΝΑΜΏΝΕΙ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή