Σέ
διάφορα ἱστολόγια ἀναρτᾶται κατά καιρούς ἕνα περιστατικό, ἕνα βιωματικό γεγονός
πού ἔζησαν τό 1974 τέσσερα ἄτομα (ἕνας ἱερομόναχος, δύο καθηγητές θεολόγοι καί ἕνας
φοιτητής τοῦ Πολυτεχνείου) κατά τήν ἐπίσκεψή τους στά Κατουνάκια τοῦ Ἁγίου Ὄρους
καί τή συνάντηση πού εἶχαν μέ τόν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ.
Τό
περιστατικό αὐτό ἀναφέρεται ἀπό διάφορα ἱστολόγια ‒προφανῶς ἀπό κάποιο λάθος‒ ὡς
ἐμπειρία τοῦ ἱερομονάχου π.Λουκᾶ Γρηγοριάτη. Πρός ἀποκατάσταση τῆς ἀλήθειας, ὀφείλουμε
νά ποῦμε ὅτι τό γεγονός αὐτό εἶναι ὄντως ἀληθινό, ἀποτελεῖ ὡστόσο προσωπικό
βίωμα τοῦ Ἀρχιμανδρίτου π.Χρυσοστόμου Τσαβδαρίδη, Καθηγουμένου τοῦ Ἱεροῦ
Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου, ὁ ὁποῖος καί τό ἀνέφερε κατά τή διάρκεια ὁμιλίας πού
πραγματοποίησε στή Θεσσαλονίκη, στίς 20 Μαρτίου τοῦ 2017, στήν ἐκδήλωση πού
διοργάνωσε ὁ ὃμιλος φίλων τοῦ Ἁγίου Ὂρους «Ἃγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης» μέ θέμα «Λίγα λουλούδια ἀπό τόν κῆπο τοῦ ἁγίου Ἰωάννη
τοῦ Σιναΐτη».
Τό
περιστατικό αὐτό, ὅπως τό ἔζησε ὁ νεαρός τότε ἱερομόναχος π.Χρυσόστομος καί οἱ
τρεῖς συνοδοί του, εἶναι τό ἀκόλουθο:
Κάποτε,
ἐπισκεπτόμενος τό Ἅγιον Ὄρος, βρέθηκα στά Κατουνάκια. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἕνας ἄνθρωπος,
ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει σέ μεγάλο ὕψος ἁγιότητος. Ὁμοίαζε περισσότερο μέ ἄγγελο.
Τό πρόσωπό του ἔλαμπε ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Στήν πορεία μου αὐτή γιά τά
Κατουνάκια εἶχα μαζί μου δύο καθηγητές Θεολόγους καί ἕναν φοιτητή τοῦ
Πολυτεχνείου. Φθάσαμε στόν Γέροντα μετά ἀπό μεγάλη ἀνάβαση. Μᾶς ὑποδέχθηκε μέ ἀπέραντη
ἀγάπη καί χαρά. «Ἔχω μεγάλη χαρά», ἔλεγε. «Παπᾶς ἦλθε στό κελλί μου!».
Καθήσαμε
καί ἕνας ἀπό τούς καθηγητάς ἐρώτησε:
«Γέροντα, μπορεῖτε νά μᾶς πεῖτε κάτι γιά τήν εὐωδία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;».
Ὁ
Γέροντας σοβάρεψε καί ρώτησε:
«Τί
ἐννοεῖς;».
«Νά
Γέροντα, τά ἅγια Λείψανα, οἱ ἱερές εἰκόνες δέν ἐκπέμπουν κάποια εὐωδία;».
«Ἄ,ἄ»,
εἶπε ὁ Γέροντας καί καθώς ἐσκέπτετο τί νά ἀπαντήσει ἔσκυψε τό κεφάλι καί μιά
σιωπή ἁπλώθηκε παντοῦ.
Ὕστερα...ὦ,
ὕστερα μιά εὐωδία πλημμύρισε ὅλον τόν τόπο. Σήκωσα τά μάτια μου καί εἶδα τούς ἄλλους
τρεῖς μέ μάτια γεμάτα δάκρυα νά μέ κοιτᾶνε. Ὁ Γέροντας παρέμενε μέ σκυμμένο τό
κεφάλι. Μιά γλυκύτητα πλημμύρισε τίς καρδιές μας, μιά κατάσταση πού θύμιζε ἐκεῖνο
τό «ἐπί καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη», ὅπως λέγει καί ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος.
Ὁ
Γέροντας σήκωσε τό κεφάλι του σάν ντροπιασμένο παιδί καί μᾶς εἶπε:
«Νά
μέ συγχωρέσετε, δέν ἤξερα νά σᾶς τό πῶ καί ζήτησα ἀπό τόν Θεό νά σᾶς τό
δείξει».
Τι ευλογημένος ο γέροντας μας που είχε τέτοια ευλογία να ζήσει τέτοιες καταστάσεις, αλλά κι εμείς; τυχεροί που τον έχουμε γέροντα.
ΑπάντησηΔιαγραφή