Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

«Πάντοτε πρίν ἀπ᾿ τήν αὐγή εἶναι τό πιό πυκνό σκοτάδι»

Μιά ἀληθινή ἱστορία ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Μιά ἀπαραίτητη εἰσαγωγή

Ἀπό τότε πού ὁ Πανάγαθος Θεός ἔπλασε τόν πρῶτο ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ, ἕνα ἀπειράριθμο πλῆθος ἀνθρώπων γεννήθηκε κι ἔζησε πάνω σέ τούτη τή γῆ. Ἀπειράριθμες ψυχές, πού ὡστόσο καμμία ἀπ᾿ αὐτές δέν ἀφέθηκε στήν τύχη της.

Διότι τύχη, οὕτως ἤ ἄλλως, ὅπως τήν ἐννοοῦν οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν ἄγνοια, δέν ὑπάρχει: Ἐκεῖνος, ὁ προαιώνιος Θεός, «ὅς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. 2,4), ἡ ἄφατη Ἀγάπη καί εὔσπλαγχνη Δικαιοσύνη εἶναι πού ἀδιαλείπτως ἐπιβλέπει καί φροντίζει γιά κάθε ψυχή.

Προσπαθεῖ μέ τρόπους πού δέν συλλαμβάνει ἡ ἀνθρωπίνη διάνοια, ὅπως μᾶς λένε οἱ ἅγιοι Πατέρες, νά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στόν ἀληθινό προορισμό του, τήν αἰώνια Ζωή. Ἀκόμη καί μέσα ἀπό παράδοξους δρόμους καί σέ χρόνο ἀνύποπτο, ὅπου ὅλα δείχνουν ὅτι «ἐκεῖ πλέον δέν χωράει ὁ Θεός», καί ὅλες οἱ ἐλπίδες ἔχουν σβήσει ἀπό κάθε ἄποψη. Ἀκόμη κι ἐκεῖ, στό ἀπόλυτα φαινομενικά σκοτάδι, ἐάν ὁ Παντεπόπτης Ὀφθαλμός διακρίνει μιά «ἀθέατη χαραμάδα» στήν ψυχή, ἀπ᾿ ὅπου μπορεῖ νά εἰσχωρήσει τό Φῶς τῆς θείας εὐσπλαγχνίας Του, ἐκεῖ κάπου συντελεῖται τό ἀνέλπιστο θαῦμα.

Διότι εἶναι ἀληθινά τά λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος: «Τά ἀδύνατα παρά ἀνθρώποις, δυνατά παρά τῷ Θεῷ ἐστι» (Λκ. ιη΄ 27). Ἄν καί αὐτό εἰπώθηκε τότε γιά τόν πλούσιο νεανίσκο, ὡστόσο ἰσχύει γιά κάθε ἄνθρωπο. Διότι ὄχι μόνο ὁ πλοῦτος, ἀλλά καί ἄλλα, πολλές φορές ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, παρουσιάζονται στήν πορεία τῆς ζωῆς του ἐπί τῆς γῆς, πού καθιστοῦν τή σωτηρία του ἀπό δύσκολη ἕως ἀδύνατη.

Μιά τέτοια περίπτωση ἀναφέρεται στήν παρακάτω ἀληθινή ἱστορία πού ἀκολουθεῖ. Ἐκεῖ  θά παρακολουθήσουμε τίς ἐναγώνιες στιγμές ἑνός ἀνθρώπου ξένου πρός τόν Θεό, ὁ ὁποῖος ζώντας μέσα στή φρίκη καί τήν ὀδύνη ἑνός σκοτεινοῦ θαλάμου κάποιου νοσοκομείου-σφαγείου τῶν Ναζί, καί προγευόμενος τόν θάνατο, ἀρχίζει ἀνεπαίσθητα νά ἀφυπνίζεται καί νά δέχεται ἐντελῶς ἀπροσδόκητα τό σωστικό χέρι τῆς θείας εὐσπλαγχνίας.

Λίγο πρίν πέσει στό ἀπύθμενο βάραθρο τοῦ αἰώνιου θανάτου, θά παλέψει, ἐνισχυόμενος ἀπό τή θεία Χάρη, μέ τό πυκνό σκοτάδι τῆς ψυχῆς του, γιά νά ἀντικρίσει τό «ἀνέσπερον Φῶς τῆς αἰωνίου Ζωῆς».

Τό Ἡμερολόγιο τοῦ Ἰβάν Στάρτσκωφ (Ὑπολοχαγός Β΄ τάγματος τοῦ Σοβιετικοῦ στρατοῦ)

«12 Δεκεμβρίου 1941... Βρίσκομαι στό Γενικό Νοσοκομεῖο κάποιας γερμανικῆς πόλεως... δέν ξέρω τ᾿ ὄνομά της, ἀφοῦ μέ μετέφεραν ἐδῶ ἀπό τό πεδίο τῆς μάχης ἐνῶ ἤμουν σέ κῶμα... Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς δέν θέλω νά μάθω τ᾿ ὄνομά της... τί μ᾿ ἐνδιαφέρει ἄλλωστε; Ἐκτός αὐτοῦ κανείς δέν ἔκανε τόν κόπο νά μοῦ τό πεῖ.

»Ἡ κατάστασή μου εἶναι κυριολεκτικά τραγική. Πρό τριῶν μηνῶν περίπου, στή φοβερή μάχη τοῦ Λένινγκραντ, ἡττηθήκαμε ἀπό τούς Γερμανούς Ναζί, μέ μεγάλες ἀπώλειες καί ἀπό τίς δύο πλευρές. Ἐγώ πληγώθηκα θανάσιμα στά δύο πόδια ἀπό ἔκρηξη χειροβομβίδας καί στό ἀριστερό χέρι ἀπό κάποια ἀδέσποτη σφαίρα. Μέ βρῆκαν πλημμυρισμένο στό αἷμα, ἀνάμεσα σ᾿ ἕνα σωρό νεκρούς συναδέλφους δύο Γερμανοί στρατιῶτες, πού μετά τή λήξη τῆς μάχης ἔψαχναν ἀνάμεσα στά πτώματα γιά ὁ,τιδήποτε χρήσιμο ἤ πολύτιμο. Μέ ἕνα αὐτοκίνητο τοῦ Ἐρυθροῦ Σταυροῦ μέ μετέφεραν σέ κάποιο σταθμό πρώτων βοηθειῶν, ὅπου συνῆλθα λίγο· ἔπειτα μέ φόρτωσαν στό βαγόνι ἑνός τρένου, ἀφοῦ μοῦ κόλλησαν ἕνα νούμερο στό στῆθος καί στήν πλάτη. Αὐτό ἦταν φυσικό, ἀφοῦ γιά ἐκείνους δέν ἤμουν τίποτε ἄλλο ἀπό ἕνα νούμερο...

»Γεννήθηκα στό Σμολένσκ, μία κωμόπολη ρωσσική, περίπου ἑκατό χιλιόμετρα ἀπό τή Μόσχα, τό 1912. Ἀπό μικρό παιδί ἤμουν σχεδόν ἄθεος. Μεγαλώνοντας ἀσπάσθηκα τόν κομμουνισμό. Ὁ πατέρας μου ἦταν αὐστηρός μπολσεβίκος καί εἶχε λάβει μέρος στήν κομμουνιστική ἐπανάσταση τό 1917, πού ἀνέτρεψε τό καθεστώς τοῦ Τσάρου. Ἡ μητέρα μου ἡ Ἄννα ἦταν καλή χριστιανή, ἀλλά ἀπό τόν φόβο τοῦ πατέρα ἔκανε τά καθήκοντά της τά χριστιανικά κρυφά. Εἶχα κι ἕναν μικρότερο _κατά τρία χρόνια_ ἀδελφό, τόν Ἀλέξιο. Αὐτήν τήν ὥρα μόνο αὐτόν θυμᾶμαι, αὐτόν μπορῶ καί αὐτόν θέλω νά θυμᾶμαι...

»Ἀργοπεθαίνω. Οἱ γιατροί μοῦ ἔκοψαν καί τά δύο πόδια καί τό ἀριστερό χέρι, γιατί κινδύνευα ἀπ᾿ τή φοβερή γάγγραινα τῶν ἄκρων. Ἀπό τότε εἶμαι κλεισμένος, ἀκίνητος, πάνω σ᾿ αὐτό τό κρεβάτι, στόν σκοτεινό θάλαμο νούμερο «0» (μηδέν). Μέ ἔχουν κάνει πειραματόζωο καί φυσικά, ἄν δέν πεθάνω κάποια στιγμή, θά μέ σκοτώσουν οἱ γιατροί, ὅταν τελειώσουν τά πειράματά τους.

»Εἶναι 12 Δεκεμβρίου. Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Τί περίεργο ἀλήθεια! Γιά πρώτη φορά στή ζωή μου δακρύζω σ᾿ αὐτή τή σκέψη. Ἤμουν... ἀνέκαθεν ἄθεος. Ὁ ἀδελφός μου ὁ Ἀλέξιος ὅμως ἀπό νήπιο ξημεροβραδιαζόταν στήν ἐκκλησία[1]. Ἤταν ἄριστος μαθητής στό σχολεῖο. Ὁ πατέρας μου, ὅταν ἐγώ ἄρχισα τίς σπουδές μου στή Στρατιωτική Σχολή τῆς Μόσχας, ὀνειρευόταν καί γιά τόν Ἀλέξιο μιά λαμπρή σταδιοδρομία ἀξιωματικοῦ τοῦ Ἐρυθροῦ Στρατοῦ. Ὅμως τή χρονιά πού ἐγώ τελείωνα τή Σχολή κι ὁ Ἀλέξιος ἦταν τότε 20 χρονῶν, τό 1935... μιά νύχτα ἔφυγε γιά πάντα.

»Ἡ μητέρα βρῆκε ἕνα γράμμα μέ λίγες λέξεις πάνω στό μαξιλάρι:

“Συγχωρήσατέ με καλοί μου γονεῖς, Νικολάϊ καί Ἀννούσκα... ἀλλά μέ καλεῖ ὁ οὐράνιος Βασιλέας, νά καταταγῶ στόν στρατό Του. Δέν μπορῶ ν᾿ ἀρνηθῶ τήν πρόσκληση. Φεύγω κι εὔχομαι καλή σωτηρία.

Υ.Γ.: Μήν τό πεῖτε παρακαλῶ στόν Ἰβάν. Θά τοῦ γράψω ἐγώ”.

»Πράγματι, δέν μοῦ τό εἶπαν ἀμέσως, διότι ἦταν ἡ ἐποχή πού ἔδινα ἐξετάσεις γιά δίπλωμα. Φυσικά, ὅταν γύρισα τό φθινόπωρο στό σπίτι, μοῦ ἔδειξαν τό γράμμα. Ἕνας κόμπος μοῦ ἀνέβηκε στό λαιμό. Τώρα πού τό θυμᾶμαι... ἤθελα, ἄν ἦταν δυνατόν, νά τόν ἔβλεπα τώρα, νά τοῦ ζητήσω συγγνώμη... ναί, διότι ἡ θλίψη μου, ἔπειτα ἀπό λίγες στιγμές ἔγινε ὀργή καί ἁρπάζοντας τό στρατιωτικό μου ὅπλο, τράβηξα τόν πατέρα μου ἀπ᾿ τό μανίκι φωνάζοντας:

“Γιατί δέν ἔψαξες νά τόν βρεῖς; Ἐγώ τώρα, ὅπου καί νά ᾿χει πάει, θά τόν βρῶ καί θά τόν σκοτώσω”.

»Ἡ μητέρα ἔβγαλε μιά κραυγή τρόμου. Ὁ πατέρας κατέβασε ἀπό τόν τοῖχο τό κυνηγετικό του ὅπλο, λέγοντάς μου:

“Δέν ἔψαξα, γιατί σέ περίμενα. Ὅπως ξέρεις, ἡ τιμή ἑνός μπολσεβίκου δέν σηκώνει τέτοιο ρεζίλεμα σάν αὐτό τοῦ Ἀλιόσα”.

»Ὁ θυμός μᾶς εἶχε τυφλώσει. Νοιώθαμε πώς μᾶς εἶχε γίνει φοβερή προσβολή καί μάλιστα γιά κάτι τόσο βλακῶδες, ὅπως ἦταν... ὁ Θεός τοῦ Ἀλεξίου...

»Φυσικά, γιά μᾶς δέν ὑπῆρχε Θεός καί οἱ ἐκκλησίες ἔπρεπε νά γίνουν ὅλες σταῦλοι...

»Δύο μοναστήρια ἦταν τά πλησιέστερα: τῆς Ὄπτινα (πού εἶχε ἤδη καταστραφεῖ στή διάρκεια τῆς Κομμουνιστικῆς Ἐπανάστασης) καί τά ἐρημητήρια τῶν ἀγρίων ὀρέων τοῦ Ροσλάβ.

»Ψάξαμε ἀνάμεσα σ᾿ αὐτά, εἰσβάλλοντας μέ ἀπειλές καί κατάρες, καί ἀπαιτώντας ἀπό τούς καλογήρους νά μᾶς παραδώσουν τόν Ἀλέξιο. Σ᾿ ἕνα ἀπό τά ἐρημητήρια (ὅπως καταφέραμε νά μάθουμε) εἶχε καταφύγει, ποθώντας ν᾿ ἀφιερωθεῖ στόν Θεό του...

»Ἀφοῦ ὑβρίσαμε τόν Ἡγούμενο, ὁ πατέρας μου τόν τράβηξε ἀπό τή γενειάδα, λέγοντας:

“Σκῦλε, παπᾶ, δῶσε μου πίσω τόν μικρό μου γυιό!”.

»Ἐκεῖνος μέ ἤρεμο βλέμμα τοῦ εἶπε νά κοιτάξει ψηλά... Ὁ Ἀλέξιος ντυμένος τά ράσα, ἦταν στήν κορυφή τοῦ καμπαναριοῦ. Μᾶς ἔπιασε ρῖγος.

“Ἀφῆστε ἥσυχους τούς ἀδελφούς, εὐλογημένοι. Ἰδού, ἐγώ εἶμαι ἐδῶ...”.

“Κατέβα ἀμέσως κάτω, εἰδάλλως θά πυροβολήσω”, τοῦ εἶπα ἐγώ μέ φωνή πού ἔτρεμε.

“Ἡσυχᾶστε. Θά εἶστε κουρασμένοι. Φᾶτε, ἀναπαυθεῖτε κι ἔρχομαι ἔπειτα μαζί σας...”.

»Φυσικά, δέν ἦρθε μαζί μας, ἀλλά ἀπό κρυφή ἔξοδο ἀνεχώρησε, ὄχι μόνο ἀπό τό Μοναστήρι, ἀλλά κι ἀπ᾿ τή Ρωσσία.

»Ἀπό τότε δέν τόν ξαναεῖδα πιά ποτέ. Μᾶς ἔστειλε ἔπειτα ἀπό τρία χρόνια ἕνα γράμμα:“Εἶμαι στό Ἅγιον Ὄρος, στήν πρωτεύουσα τῆς Ὀρθοδοξίας, τήν Ἑλλάδα. Πρό δέκα ἡμερῶν ἔγινα μεγαλόσχημος Μοναχός κι ἔλαβα τό ὄνομα Χριστοφόρος. Ἐάν θέλει ὁ Ἰβάν, ἄς ἔλθει νά μ᾿ ἐπισκεφθεῖ. Εἶμαι στή ρωσσική Μονή τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος. Ὁ Θεός μεθ᾿ ὑμῶν”.

»Ἐγώ βέβαια, οὔτε πῆγα ποτέ, οὔτε γράμμα τοῦ ἔγραψα...

»Νοιώθω τό σῶμα μου νά παγώνει... Δέν μπορῶ νά γράψω ἄλλο...».

                                                                                       (συνεχίζεται)

[1]. Φυσικά στόν πατέρα μας δέν ἔλεγε ποτέ ὅτι πάει στήν ἐκκλησία, ἀλλά ἔβρισκε διάφορες προφάσεις. Καί πράγμα περίεργο, λές καί τόν σκέπαζε ὁ Θεός του, ὥστε νά μήν ἔλθουν ποτέ σέ ρήξη πατέρας καί γυιός...

 [ἀπό τό βιβλίο Διωγμοί χριστιανῶν στήν «ἐποχή τῶν Φώτων» καί στά χρόνια τῆς Βαρβαρότητας (Γαλλική Ἐπανάσταση - Ναζιστική Γερμανία), ἔκδ. Ἱεροῦ Κοινοβίου Ὁσίου Νικοδήμου]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου