Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου
Ἀφοῦ ξυπνήσεις τό πρωί, καί ἀφοῦ προσευχηθεῖς κάμποση ὥρα, λέγοντας, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με, τό πρῶτο πράγμα, πού ἔχεις νά στοχασθεῖς εἶναι αὐτό· τό νά σού φανεῖ πώς βλέπεις τόν ἑαυτό σου περικλεισμένο μέσα σ' ἕναν τόπο, καί στάδιο, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο, παρά ἡ ἴδια σου ἡ καρδιά, καί ὅλος ὁ ἐσωτερικός ἄνθρωπος·
μ' αὐτό τόν νόμο, ὅτι, ὅποιος ἐκεῖ δέν πολεμήσει, νά μένει πάντοτε πεθαμένος· καί μέσα σ' αὐτό λογαρίασε πώς βλέπεις ἐμπρός σου ἐκεῖνο τόν ἐχθρό, καί ἐκείνη τήν κακή σου ὄρεξη, τήν ὁποία ἀποφάσισες γιά νά πολεμήσεις, καί εἶσαι ἕτοιμος νά πληγωθεῖς καί νά πεθάνεις, ἀρκεῖ μόνο νά τήν νικήσεις.
Καί ἀπό μέν τό δεξί μέρος τοῦ σταδίου, νόμισε πώς βλέπεις τόν νικηφόρο σου Ἀρχιστράτηγο, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μέ τήν Παναγία τοῦ Μητέρα, καί μέ πολλά Τάγματα Ἀγγέλων καί Ἁγίων καί μάλιστα μέ τόν Ἀρχάγγελο Μιχαήλ·
ἀπό δέ τό ἀριστερό, πώς βλέπεις τόν καταχθόνιο διάβολο, μέ τούς δικούς του δαίμονες, γιά νά σηκώσουν τό πάθος ἐκεῖνο, καί τήν κακή ὄρεξη καταπάνω σου, καί νά σέ παρακινήσουν νά ἀφήσεις τόν πόλεμο, καί νά ὑποταχθεῖς σ' αὐτό·
φαντάσου καί πώς ἀκοῦς μία φωνή, σάν ἀπό τόν φύλακά σου Ἄγγελο, νά σού λέει ἔτσι· «Ἐσύ σήμερα πρέπει νά πολεμήσεις ἐναντίον αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ πάθους, καί τῶν ἄλλων ἐχθρῶν· καί μή δειλιάσει καθόλου ἡ καρδιά σου, καί φύγεις ἀπό τόν πόλεμο λόγω φόβου, ἤ ἄλλης συστολῆς, μέ κανένα τρόπο· γιατί ὁ Κύριός μας καί Ἀρχιστράτηγός σου Ἰησοῦς, στέκεται ἐδῶ συντροφιασμένος μαζί μέ ὅλους τους χιλιάρχους καί ἑκατόνταρχούς του, δηλαδή μέ ὅλα του τά ἔνδοξα τάγματα, γιά νά πολεμήσει ὅλους τούς ἐχθρούς σου, καί νά μή τούς ἀφήσει νά σέ δυναστεύουν ἤ νά σέ νικήσουν· «Κύριος λέει, πολεμήσει περί ὑμῶν» (Ἐξοδ. Ἴδ΄ 14).
Γι' αὐτό, στάσου στέρεος, βίασε τόν ἑαυτό σου, ὑπόφερε τό βάσανο πού θά αἰσθανθεῖς καμιά φορά· φώναζε πολλές φορές ἀπό τά σπλάχνα τῆς καρδιᾶς σου· «μή παραδῶς μέ εἰς ψυχάς θλιβόντων με» (Ψάλμ. Κστ΄ 18). Φώναζε τόν Κύριό σου, καί τήν Παρθένο, καί ὅλους τους Ἁγίους, καί Ἁγίες· καί σίγουρα θά νικήσεις· γιατί λέει «Γράφω ὑμίν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τόν πονηρόν» (Ἰωάν. Ἅ΄ β΄ 13).
Καί ἄν ἐσύ εἶσαι ἀδύνατος, καί συνηθισμένος στά κακά, ἐνῶ οἱ ἐχθροί σου εἶναι δυνατοί, καί πολλοί, ἀλλά, πολύ περισσότερες εἶναι οἱ βοήθειες ἐκείνου, πού σέ ἔπλασε καί σέ λύτρωσε, καί ἀπό σένα ἀσυγκρίτως δυνατότερος εἶναι ὁ Θεός στόν πόλεμο αὐτό · ὅπως ἔχει γραφεῖ · «Κύριος κραταιός καί δυνατός ἐν πολέμω» (Ψάλμ. Κγ΄ 8). Καί περισσότερο πόθο ἔχει αὐτός νά σέ σώσει, ἀπό ὅτι ἔχει ὁ ἐχθρός νά σέ καταστρέψει.
Γι' αὐτό πολέμα, καί μή βαρεθεῖς ποτέ σου τόν κόπο. Γιατί ἀπό τόν κόπο, καί ἀπό τή βία, καί τό βάσανο, πού αἰσθάνεσαι γιά τή συνήθεια, τήν ὁποία ἀπέκτησες ἀπό τό κακό, γεννιέται ἡ νίκη, καί ὁ μεγάλος θησαυρός, μέ τόν ὁποῖο ἀγοράζεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, καί ἑνώνεται ἡ ψυχή διαπαντός μέ τόν Θεό.
Λοιπόν, ἄρχισε στό ὄνομα τοῦ Θεοῦ νά πολεμᾶς μέ τά ἄρματα τῆς ἀπιστίας τοῦ ἑαυτοῦ σου, καί τῆς ἐλπίδας καί θάρρους στόν Θεό σου, μέ τήν προσευχή, καί μέ τή γύμναση· καί περισσότερο μέ τό ἅρμα τῆς καρδιακῆς, καί νοερᾶς Προσευχῆς· τό ὁποῖο εἶναι τό, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὄνομα τόσο φοβερό, πού σάν μαχαίρι δίστομο στρεφόμενο μέσα στήν καρδιά, μαστίζει, καί κατακόπτει τούς δαίμονες, καί τά πάθη.
Γι' αὐτό καί περί τούτου εἶπε ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «Ἰησοῦ ὀνόματι, μάστιζε πολεμίους». Μέ αὐτά, λέω, πολέμα ἐκεῖνο τόν ἐχθρό, καί ἐκεῖνο τό πάθος, καί τήν κακή ὄρεξη, πού σέ πολεμάει· δηλαδή νά τήν πληγώνεις θανάσιμα, πότε μέ τήν ἀντίσταση, πότε μέ τό μίσος, πότε μέ τίς πράξεις τῆς ἐνάντιας ἀρετῆς· καί ἔτσι, νά κάνεις πράγμα ἀρεστό στό Θεό σου· ὁ ὁποῖος, μέ ὅλη τή θριαμβεύουσα ἐν οὐρανοῖς ἐκκλησία, στέκει ἀόρατα, καί βλέπει τόν πόλεμό σου· γιά τόν ὁποῖο πόλεμο, δέν πρέπει νά λυπᾶσαι συλλογιζόμενος, ἀφενός τό χρέος πού ἔχουμε ὅλοι μας νά δουλεύουμε, καί νά ἀρέσουμε στό Θεό, καί ἀφετέρου, τήν ἀνάγκη πού ἔχουμε νά πολεμοῦμε, καθώς σου προεῖπα.
Γιατί, ἄν ἀπ' αὐτό τόν πόλεμο φύγουμε, σίγουρα μέλλουμε νά θανατωθοῦμε. Ἔπειτα, καί ἄν φύγεις πρός ὥραν ἀπό τόν κατά Θεόν αὐτό πόλεμο σάν ἀποστάτης, καί δοθεῖς στόν κόσμο, καί σ' ὅλες τίς τρυφές, καί ἀναπαύσεις τῆς σαρκός· ἀλλά ὕστερα, καί παρά τή θέλησή σου πάλι πρέπει νά πολεμήσεις· καί μέ τόσες δυσκολίες, πού πολλές φορές νά ἱδρώνει τό πρόσωπό σου, καί νά καταπληγώνεται ἡ καρδιά σου μέ θανατηφόρες λιποθυμίες.
Πότε; Στόν καιρό τῶν γηρατειῶν καί τοῦ θανάτου σου. Ὅταν οἱ δαίμονες, καί ὅλα τά πάθη σου, πρόκειται νά σέ περικυκλώσουν δυνατά. Καί τόσο νά σέ κατατροπώσουν, πού ἐσύ ἀδύναμος, ποιόν πρῶτα νά ἀντιπολεμήσεις, πρόκειται νά παραδοθεῖς σέ αἰώνιο θάνατο.
Γι' αὐτό, μή
γίνεις τόσο μωρός, ἀγαπητέ, ὥστε νά θέλεις νά πολεμᾶς τότε σέ ἕνα καιρό ἀνώφελο· ἀλλά σάν φρόνιμος, ὑπόμεινε τώρα τόν κόπο τοῦ πολέμου, γιά νά νικήσεις, νά
στεφανωθεῖς καί νά ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό, καί ἐδῶ, καί ἐκεῖ στή βασιλεία τοῦ τήν οὐράνια,
«μνήσθητι τοῦ Κτίσαντος σέ ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μή ἔλθωσιν αἵ ἡμέραι
τῆς κακίας σου· καί φθάσωσι τά ἔτη, ἐν οἶς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοί ἐν αὐτοῖς
θέλημα» (Ἐκκλ. ιβ΄ 1).
(Ἀπό τόν Ἀόρατο Πόλεμο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου