Πέμπτη 2 Απριλίου 2020

Ὄαση πνευματικῆς δροσιᾶς...

(Βιώματα ἑνός Τσέχου ἱερέα στό Ἱερό Κοινόβιο Ὁσίου Νικοδήμου)

Ἀγαπητέ Γέροντα Χρυσόστομε,
σεβαστοί πατέρες καί ἀδελφοί,
Δέν πέρασαν καί τόσες ἡμέρες μετά τήν ἐπιστροφή μου ἀπό τό Μοναστήρι σας. Ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι τό νοσταλγῶ. Πολλές φορές, στίς σκέψεις μου, εἶμαι πάλι πίσω σ᾿ ἐκεῖνο τόν ἀγαπητό τόπο γιά μένα, μαζί μέ σᾶς.
Ὅταν ἤμουν στό Μοναστήρι σας, ἀγαποῦσα κατά τό βραδάκι, νά κατεβαίνω νά πίνω νερό, κάτω ἀπό τό Μοναστήρι, ἐκεῖ πού εἶναι ἡ ποτίστρα γιά τά ζῶα. Ἐκεῖ ἔχει πολύ καλό κρύο νερό.
Στό Μοναστήρι ἔχετε μέσα στό ἐκκλησάκι τοῦ ὁσίου Σεραφείμ τοῦ Σαρώφ, μιά ἁγιασμένη βρύση, σ᾿ ἕνα ὄμορφο καί γλυκό τόπο, πού εἶναι ἰδανικός γιά τήν καλλιέργεια τῆς εὐχῆς.
Ἐδῶ στό σπίτι μου, πού ζῶ, ξεκινῶ τήν εὐχή τήν ἴδια ὥρα ὅπως ἐσεῖς στήν ἐκκλησία τῆς Μονῆς. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος ἁμαρτωλός καί συχνά ὑπερετῶ τίς ἐπιθυμίες καί τά θελήματά μου. Πρίν δύο χρόνια εἶχα μιά πολύ ἔντονη, ζωντανή ἐμπειρία συνάντησης μέ τόν Γέροντα ἅγιο πατέρα μας Νικόδημο, ὅταν ἤμουν στό Μοναστήρι σας. Ἔλαβα σαφή πνευματική νουθεσία του. Ὅμως τώρα, τό λέω εἰλικρινά, παρ᾿ ὅλο πού ἐπιθυμοῦσα πολύ τήν συνάντηση μαζί του, δέν μπόρεσα νά βιώσω κάτι ἄλλο γιατί δέν πρόσεχα πολύ, μιᾶς καί ἤμουν γεμᾶτος ἀπό ἐντυπώσεις ἀπό τά διάφορα διακονήματα τοῦ μοναστηριοῦ.
Κατά τήν ὥρα τῶν ἀκολουθιῶν, μέσα στήν ἐκκλησία, εἶχα κάποια κρυφή ἐσωτερική ἀνησυχία, γιά νά τά κάνω ὅλα ὅπως πρέπει καί νά μήν προσβάλλω κάποιον ἀπό τούς πατέρες. Ὅμως μᾶλλον ἔζησα κάποιες στιγμές ἐσωτερικῆς ἡσυχίας, ὅταν οἱ ἀνθρώπινοι λογισμοί σταματοῦν νά μᾶς ἐνοχλοῦν. Δέν ξέρω, ἴσως νά πρόκειται γιά κάποιο παιχνίδι τῶν λογισμῶν, ἤ ἴσως νά μέ βοηθοῦσε ὁ ἅγιος Νικόδημος. Αὐτό θά τό δείξει μᾶλλον ὁ χρόνος. Ὅταν βρίσκεσαι μέσα στόν κόσμο εἶναι δύσκολο νά νικήσεις τίς σαρκικές ἐπιθυμίες καί τό περιβάλλον συνέχεια παρασκευάζει πολλούς πειρασμούς καί ἐγώ, ἄς τό πῶ ἔτσι, εἶμαι πολύ ἀδύνατος σ᾿ αὐτό τό θέμα. Πολλές φορές παρακάλεσα τόν Κύριο μας γιά νά μέ βοηθήσει.
Ἔχουν μεγάλη σημασία γιά ἐμένα αὐτές οἱ στιγμές πού ἔζησα μαζί σας, Γέροντα. Μοῦ δώσατε τήν πρώτη σκέψη καί τήν ἀναζωπυρώσατε. Ἀνάψατε μέσα μου μιά δυνατή φωτιά. Ἡ καρδιά μου τώρα καίει γιά τήν ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, πού ἐδῶ στόν μακρινό Βορρά ὅπου ζοῦμε, μέ αὐτόν τόν παράδοξο τρόπο θά μένει κοντά μας ὁ Ἅγιος Νικόδημος. Αὐτή ἡ ἐκκλησία τοῦ ὁσίου Νικοδήμου θά εἶναι μιά ὄαση πνευματικῆς δροσιᾶς στήν πνευματική ἔρημο πού βρισκόμαστε.
Εἴχατε Γέροντα τήν μακροθυμία νά μέ ὑπομένετε καί νά σκεπάζετε στίς συζητήσεις μας τά σφάλματά μου καί τίς ἀδυναμίες μου χάρη στήν ἀγάπη σας. Σᾶς παρακαλῶ, Γέροντα, νά μέ θυμᾶσθε στίς προσευχές σας ἐμένα τόν ἀνάξιο δοῦλο τοῦ Θεοῦ Ρωμανό, γιά νά μπορέσω νά βιώσω κάτι ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἔχω τό χάρισμα τῶν δακρύων. Κλαίω ὅμως λίγο γιά τόν ἑαυτό μου, γιά τήν ἀθλιότητα τοῦ κόσμου, γιά τούς ἀνθρώπους πού δέν γνωρίζουν αὐτή τήν χαρά, πού δίνει στόν ἄνθρωπο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ.
Τώρα θά ἤθελα νά σᾶς γράψω μερικά ἀπό αὐτά πού ἔζησα καί εἶδα στό Μοναστήρι.
Εἶναι τέσσερις ἡ ὥρα τό πρωΐ καί χτυπάει ἡ καμπάνα. Τόσο πολύ δυνατά πού μπορεῖ νά ξυπνήσει ἀκόμη καί ἕναν κουφό ἄνθρωπο. Τό σκοτάδι ἐξακολουθεῖ νά κυριαρχεῖ στήν ἀτμόσφαιρα. Μαζί του μιά εὐχάριστη νυχτερινή αὔρα μέ δροσίζει. Θά μποροῦσα νά πῶ, ὅτι ἀκόμη εἶναι βαθιά νύχτα. Ὁ οὐρανός εἶναι γεμᾶτος ἀπό ἀστραφτερά ἀστέρια. Μοιάζει ἔτσι σάν νά βρίσκομαι στήν ἄπειρη ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ. Τό στερέωμα τοῦ οὐρανοῦ ἁπλώνεται καί τήν σκεπάζει σάν τροῦλλος. Αὐτή ἡ ὄμορφη εἰκόνα ὅμως πού βιώνω καί βλέπω δέν εἶναι ἔργο ἀνθρώπινων χεριῶν, ἀλλά ὁ Θεός εἶναι ὁ δημιουργός της. Αὐτός ἔχει ζωγραφίσει αὐτήν τήν ὀμορφιά πού δέν μπορεῖ νά ἐκφρασθεῖ.
Ὁ ἀναγνώστης διαβάζει τό Μεσονυκτικό. Οἱ μοναχοί μπαίνουν σιγά-σιγά στήν νυχτερινά στολισμένη ἐκκλησία. Μόνο τά καντήλια στίς εἰκόνες προσπαθοῦν νά φανερώσουν τά πρόσωπα
τῶν ἁγίων. Προσκυνᾶμε ὅλες τίς εἰκόνες. Ὁ κάθε ἕνας μοναχός στέκεται στήν θέση του, χωρίς νά βλέπει τόν ἄλλο. Τό μόνο πού ἀκούγεται εἶναι ἡ ἀγγελική, βαθιά καί σιγανή ψαλμωδία τῶν μοναχῶν. Ἀρχίζει πιά νά ξημερώνει. Πέρασε κιόλας μία καί μισή ὥρα στά πλαίσια τοῦ ἐπίγειου χρόνου. Ὅμως τί εἶναι αὐτός ὁ ἐλάχιστος χρόνος μπροστά στήν αἰωνιότητα πού προσδοκοῦμε; Τό σῶμα μου εἶναι κουρασμένο, ἀλλά ἡ ψυχή μου τρέφεται μ᾿ αὐτές τίς ὄμορφες ἱερές στιγμές. Ἴσως νά μοιάζει αὐτό τό αἴσθημα μέ τήν μεγαλόπρεπη λάμψη τῆς ἐπουράνιας Ἱερουσαλήμ...
Ξεκινάει ἡ Θεία Λειτουργία. Μέσα ἀπό τά ἀνατολικά κυκλικά παράθυρα τῆς ἐκκλησίας, πού βρίσκονται στόν τοῖχο τοῦ Ἱεροῦ, περνοῦν οἱ πρῶτες γλυκές ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Καί θά μποροῦσα νά πῶ χαμογελώντας, πώς μοιάζουν σάν χρυσά ποτάμια πού κυλοῦν γαργαριστά πρός τήν ἐκκλησία. Τελικά ὅλη ἡ Ἅγια Τράπεζα χρωματίζεται καί σκεπάζεται ἀπ᾿ αὐτές τίς τόσο ὄμορφες ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου. Ὅμως ὁ ναός μένει ἀκόμη σκεπασμένος μέ τήν βραδυνή του ἀμφίεση. Μόνο ἕνα ἥμερο, δροσερό ἀεράκι νοιώθω νά διαπερνᾶ μέσα ἀπ᾿ τόν χῶρο τῆς ἐκκλησίας. Ὅπου νά᾿ναι ἡ Λειτουργία θά τελειώσει. Πέρασαν περίπου τρεῖς ὧρες. Προσκυνοῦμε ξανά τίς ἅγιες εἰκόνες καί ὁδηγούμαστε πρός τήν Τράπεζα.
Τό φαγητό πού τρῶνε σήμερα οἱ μοναχοί εἶναι ζεστές πατάτες μαζί μέ λαχανικά, ντομάτες γιά σαλάτα, τρία γλυκά σύκα καί τό παραδοσιακό ψωμί πού φέρει ἀποτυπωμένο τήν σφραγίδα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πράγματι ὁ Θεός ἔστειλε ἕνα πλούσιο καί πολύ νόστιμο τραπέζι γιά τούς δούλους Του. Μόνο τό ψωμί ἄν δεῖ κανείς, πού γίνεται ἀπό τό ἀλεύρι καί τήν μαγιά καταλαβαίνει πόσο πολύ διαφέρει ἀπ᾿ αὐτό πού τρώει ὁ κόσμος. Εἶναι ὄντως αὐτό ἕνα ἁπτό σημάδι πού φανερώνει τήν μεγάλη προσπάθεια καί τόν καθημερινό ἀγώνα τῶν ἁπλῶν μοναχῶν.
Ἔρχεται κανείς ἐδῶ σάν πενιχρός, ἀσήμαντος ἄνθρωπος, ἕνας πένης τοῦ κόσμου τούτου καί νομίζεις ὅτι σέ ὑποδέχονται σέ κάποιο βασιλικό παλάτι. Παρ᾿ ὅλης τῆς ἀθλιότητός σου οἱ μοναχοί σέ δέχονται μέ πολλή ἀγάπη. Δέν ἔχεις ἐσύ τί νά ἀντιπροσφέρεις, ἀφοῦ μέσα στό φῶς τοῦ πνευματικοῦ πλούτου κανένα ἐπίγειο δῶρο δέν μπορεῖ νά ἐπαρκέσει, εἶναι σάν μιά σταγόνα στόν ὠκεανό. Μά παρ᾿ ὅλα αὐτά πού εἶσαι ἕνας τόσο ἄθλιος καί τιποτένιος, κάθε μέρα δέχεσαι τόσες πνευματικές δωρεές, ὅσες μπορεῖς νά ἀντέξεις. Ἀπό τίς ἀκολουθίες, τήν κάθε λέξη, τίς ψαλμωδίες, τήν κάθε κίνηση τῶν χεριῶν, ἔστω καί τόν ἁπλό χαιρετισμό στήν αὐλή, ἀπό τό εὐλογημένο φαγητό πού γίνεται γιά τήν δύναμη τοῦ σώματος, πού μέ ἀγάπη ἔφτιαξαν τά χέρια τοῦ μοναχοῦ, ὁ ὁποῖος δέν μποροῦσε νά βρίσκεται στήν ἐκκλησία γιά τήν ἀκολουθία, ἀλλά μαγείρευε, ἔπλενε βαριές κατσαρόλες καί πολλά πιάτα· ἔφτιαχνε τό φαγητό γιά σένα τόν μικρό.
Εἶσαι πάντως φτωχός, τελευταῖος μεταξύ τῶν ἄλλων. Ὅμως ἔρχεται κάποια στιγμή ἡ ὥρα καί σοῦ δίνουν νά ἐνδυθεῖς μιά ἱερατική στολή μέσα σ᾿ αὐτό τό παλάτι τοῦ Θεοῦ. Καί δέν μένεις μέχρι ἐκεῖ. Σέ ὁδηγοῦν στό πιό ἱερό τους τόπο, ἐκεῖ πού βρίσκονται ἀποθησαυρισμένα τά πνευματικά δῶρα. Τότε καταλαβαίνεις, βιώνεις ἀληθινά μιά θεραπευτική δύναμη καί μιά μεγάλη πνευματική χαρά νά κατακλύζει ὅλο σου τό εἶναι. Τίποτε ἀπό αὐτόν τόν φτωχό κόσμο δέν μπορεῖ νά συγκριθεῖ μ᾿ αὐτά τά χαρίσματα.
Μάλιστα, δέν εἶναι καί τόσο εὔκολο νά ταξιδεύει κανείς δύο χιλιάδες χιλιόμετρα μέ ἕνα μηχανάκι, νά εἶναι στόν δρόμο ἀπ᾿ τό πρωΐ ὥς τό βράδυ, νά κοιμᾶται κάτω στό χῶμα καί νά σκονίζεται στόν δρόμο. Ὅμως ἄν τό Μοναστήρι βρισκότανε δυό φορές πιό μακριά ἀπ᾿ ὅτι εἶναι καί ἔπρεπε κανείς νά κοιμᾶται δέκα νύχτες μέσα στήν σκόνη τοῦ δρόμου καί νά τοῦ κάνουν δυσκολότερο τό ταξίδι του ἡ βροχή καί τό κρύο, ἀξίζει μόνο καί μόνο νά κάνεις αὐτό τό τόσο ριψοκίνδυνο ἐπιχείρημα γιά νά ζήσεις αὐτή τήν ὀμορφιά καί χαρά στό Μοναστήρι. Αὐτές οἱ στιγμές ἀξίζουν τόσο ὅσο δέν μπορεῖς μέ λόγια νά μπορέσεις νά τίς περιγράψεις. Μᾶλλον ἐπειδή εἶναι ἀπερίγραπτο μέ λόγια, γι᾿ αὐτό θά μείνει στόν ἄνθρωπο σάν μιά ἐσωτερική ἐμπειρία, γεμάτη βίωμα, πού κανείς δέν θά μπορεῖ νά τήν καπηλευτεῖ.
Ἡ ζωή τοῦ ἀνθρώπου, τελικά, εἶναι σάν ἕνας δρόμος. Συμβαίνει νά ὁδοιπορεῖ πολλές μέρες στήν πνευματική φτώχεια, νά εἶναι βουτηγμένος στήν λάσπη τῆς εὐδαιμονίας καί τοῦ ὑλικοῦ πλούτου. Μπορεῖ νά ἀντιμετωπίζει ἐπικίνδυνα σημεῖα, ὅπου εἶναι ἁπλωμένες πολλές παγίδες, τίς ὁποῖες ἔχει στήσει ὁ ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ διάβολος. Πρέπει κανείς νά παλέψει μέ τούς λογισμούς, ν᾿ ἀποδιώξει τήν ραθυμία καί τούς μάταιους ρεμβασμούς καί νά ἀποτινάξει μακριά τίς ἐπιθέσεις τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως παρ᾿ ὅλες αὐτές τίς δυσκολίες ἀξίζει κανείς νά πορεύεται σταθερά πιό πέρα ἀκόμη κι ἀπ᾿ τόν τάφο, γιά νά φτάσει κάποια στιγμή νά ξεκουραστεῖ στό Οὐράνιο Ἱερό Μοναστήρι. Κι ἄν φτάσουμε ἐκεῖ, ἔτσι ὅπως εἴμαστε, ἄθλιοι δηλαδή καί ψεύτικοι, θά μᾶς ὑποδεχθοῦν μέ ἄπειρη ἀγάπη γιά νά βιώσουμε αὐτή τήν χαρά τοῦ ἀνέσπερου φωτός.
Πολλές εὐχές στόν πορτάρη μοναχό. Καθώς ἔφευγα μέ χαιρέτησε, μέ συντρόφεψε γιά λίγο.
Πολλές εὐχές ἐπίσης στόν π.Θεοφύλακτο γιά τήν βοήθειά του στήν Θεσσαλονίκη. Ἡ διακονία του στήν ἐκκλησία μοῦ ἔκανε ἐντύπωση.
Πολλές εὐχές, ὀφείλονται ἐπίσης καί σ᾿ ὅλους τούς ἱερεῖς, διότι τά λόγια στίς προσευχές κατά τήν ὥρα τῶν ἀκολουθιῶν γίνονταν σάν βάλσαμο γιά τήν ἀρρωστημένη καί χαύνη ψυχή μου.
Τό πῶς ὅμως λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας, αὐτό ἦταν τό κάτι ἄλλο. Ἡ φωνή του ἀκουγόταν σάν καμπάνα πού ξεχυνόταν ἀπ᾿ τά βάθη τῆς καρδιᾶς του. Τήν Θεία Λειτουργία τήν ξέρω, τήν κάνω συχνά. Τά ἑλληνικά ὅμως δέν τά ξέρω κι ἔτσι ἡ Λειτουργία σ᾿ ἕνα ἑλληνικό Μοναστήρι εἶναι λίγο δυσνότητη σέ σύγκριση μέ τό πῶς γίνεται σέ μιά μικρή ἐνορία τῆς Τσεχίας. Ἀλλά κατά τήν διάρκεια τῶν ἀκολουθιῶν ἔφτανα νά καταλαβαίνω πολλά ἀπ᾿ αὐτά πού γίνονταν. Εἰδικότερα ὅταν λειτουργοῦσε ὁ Γέροντας διαλύθηκε αὐτό τό πρόβλημα τῆς γλώσσας καί μπόρεσα νά καταλάβω τά πνευματικά λόγια τῆς Θείας Λειτουργίας.
Πολλές εὐχές καί στόν π.Εὐθύμιο καί στόν Ἀθανάσιο πού διακονοῦν στό τυροκομεῖο. Εὐχαριστῶ πολύ γιά τίς συμβουλές καί σκέψεις πού ἀνταλλάξαμε. Εἴχαμε μιά καλή συντροφιά.
Τέλος, σᾶς εὐχαριστῶ ὅλους διότι μέ δεχθήκατε καί μέ «περιφορτώσατε» μέ τήν ἀγάπη σας.
Ἐάν ὁ Κύριος ἡμῶν δέν χτίζει τήν ἐκκλησία, ματαίως κοπιάζουν οἱ οἰκοδομοῦντες. Εἶμαι ἀγράμματος, ἁπλός ἄνθρωπος καί μεγάλος ἁμαρτωλός. Ἄν ὑπάρχει ἐδῶ κάποιος πιό ἀνάξιος νά κάνει ἕνα τέτοιο ἔργο τοῦ Θεοῦ, αὐτός θά εἶμαι ἐγώ. Ὅμως πατέρες καί ἀδελφοί, ἐλπίζω στίς προσευχές σας, ὅτι θά ἀξιωθῶ νά κάνω ἕνα τέτοιο ἔργο, νά χτίσω τήν ἐκκλησία. Χωρίς τίς εὐχές σας ὅμως δέν θά μπορέσω νά κάνω τίποτα.
Ὅταν ἔφυγα ἀπό τό Μοναστήρι σας πῆγα στήν Οὐρανούπολη γιά νά δῶ τουλάχιστον τόν τόπο ἀπ᾿ ὅπου ξεκινᾶ κανείς γιά νά φτάσει στό Περιβόλι τῆς Παναγίας. Σέ ἕνα χωριό, κάπου ἐκεῖ κοντά, ἀγόρασα μιά καντήλα καί στίς ὀχτώ τό βράδυ ξεκίνησα γιά τά βουλγαρικά σύνορα. Τά μεσάνυχτα πέρασα τά ἑλληνοβουλγαρικά σύνορα καί συνέχιζα ἀκόμη βορειότερα. Στήν ἀρχή ἤθελα νά σταματήσω νά ξεκουραστῶ γιά λίγες ὧρες, ἀλλά τελικά δέν τό ἔκανα. Ἦταν μιά τόσο σκοτεινή νύχτα καί ἀπό τόν φόβο τῆς κούρασης, ἄρχισα χαρούμενος, μιᾶς καί ἤμουν μόνος στό δρόμο, νά ψάλλω διάφορες ψαλμωδίες μέσα ἀπ᾿ τό κράνος γιά νά τίς ἀκούω. Εἶπα τό «Μακάριος ἀνήρ...», τό «Εὐλόγει ἡ ψυχή μου...». Ὅταν ἔφτασα στήν Σόφια, χάρηκα καί ἔκανα γύρω-γύρω ἀπ᾿ ὅλη τήν πόλη. Ἔλεγα συνέχεια τήν εὐχή. Ὕστερα εἶπα τίς εὐχές τῆς εἰσόδου, τίς προσευχές πού λέει ὁ ἱερεύς ὅταν ἐνδύεται τά ἱερατικά ἄμφιά του, ὅλη τήν θεία Λειτουργία ἀκόμη καί τήν Προσκομιδή. Καί τότε ἄρχισε πιά νά ξημερώνει. Ἐκείνη τήν στιγμή ὅμως αὐτό πού αἰσθανόμουν ἦταν οἱ προσευχές σας. Νωρίς τό πρωΐ ἀπομακρύνθηκα ἀπό τήν Βουλγαρία καί συνέχιζα γιά τήν Σερβία. Ἀπήγγειλα ξανά ὅλη τήν θεία Λειτουργία ἀπ᾿ ἔξω. Τό μεσημέρι σταμάτησα γιά λίγο, γιά νά φάω κάτι. Τότε ἀποκοιμήθηκα γιά μιά ὥρα περίπου. Ὕστερα συνέχιζα ἀκάθεκτα γιά ἀκόμη πιό βόρεια. Τό ἀπόγευμα βρισκόμουν στήν Βουδαπέστη καί τότε πάλι θέλησα λίγο κάτι νά φάω. Ὅταν ἄρχισε ὁ ἥλιος νά βασιλεύει, ἤμουν στήν Μοραβία, ἐκεῖ ὅπου
ἦρθαν οἱ Ἅγιοι Κύριλλος καί Μεθόδιος. Ταξίδευα μέχρις ἐδῶ ἤδη 24 ὧρες. Μοῦ ἀπέμειναν 400 χλμ. γιά νά φθάσω στό σπίτι μου. Κατά τά μεσάνυχτα εἶχα βρεθεῖ ξανά στό σπίτι μου.
Ὅταν βρισκόμουν στόν δρόμο, ἡ νύχτα ἦταν γεμάτη ἀστέρια καί ἡ μέρα ἦταν πολύ ἡλιόλουστη. Μετά ἀπό τρεῖς ὧρες, ὅταν ἦρθα πιά, ξεπρόβαλαν ἀπ᾿ τήν δύση τά σύννεφα κι ἄρχισε τελικά νά βρέχει.
Δόξα τῷ Θεῷ πάντων ἕνεκεν!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου