Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

«ΑΠΟΣΤΟΛΕ, ΧΡΙΣΤῼ Τῼ ΘΕῼ ΗΓΑΠΗΜΕΝΕ, ΕΠΙΤΑΧΥΝΟΝ, ΡΥΣΑΙ ΛΑΟΝ ΑΝΑΠΟΛΟΓΗΤΟΝ...»



 Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ωάν­νης γεν­νή­θη­κε στήν Πα­λαι­στί­νη, τήν ἐ­πο­χή πού αὐ­τή βρι­σκό­ταν κά­τω ἀ­πό ρω­μαϊ­κή κα­το­χή. Ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ἀ­δελ­φός τοῦ ἀ­πο­στό­λου Ἰ­α­κώ­βου καί ἕ­να ἀ­πό τά παι­δι­ά τοῦ Ζε­βε­δαί­ου καί τῆς Σα­λώ­μης. Πρίν ἀ­πό τήν κλή­ση του ἀ­πό τόν Κύ­ρι­ο ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ωάν­νου τοῦ Βα­πτι­στοῦ, ὁ ὁ­ποῖ­ος καί τόν ὁ­δή­γη­σε πρός τόν Ἰ­η­σοῦ. Στόν κύ­κλο τῶν δώ­δε­κα μα­θη­τῶν τοῦ Ἰ­η­σοῦ κα­τεῖ­χε ἐ­ξέ­χου­σα θέ­ση λό­γῳ τῶν πολ­λῶν του προ­τε­ρη­μά­των ἀλ­λά καί γι­ά τήν φλο­γε­ρή του ἀ­γά­πη καί τήν ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κή ἀ­φο­σί­ω­σή του πρός τόν Δι­δά­σκα­λο, ὁ ὁ­ποῖ­ος ξε­χω­ρι­στά τόν ἐ­κτι­μοῦ­σε καί τόν ἀ­γα­ποῦ­σε ὡς ἐ­πι­στή­θι­ο μα­θη­τή καί φί­λο. Με­τά τήν σύλ­λη­ψη τοῦ Ἰ­η­σοῦ, ὁ Ἰ­ωάν­νης μό­νον καί ὁ Πέ­τρος Τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν μέ­χρι τήν αὐ­λή τοῦ ἀρ­χι­ε­ρέ­α, ἐ­νῶ οἱ ἄλ­λοι μα­θη­τές δι­α­σκορ­πί­σθη­καν... Με­τά τήν ἄρ­νη­ση τοῦ Πέ­τρου, ὁ Ἰ­ωάν­νης ἦ­ταν ὁ μό­νος πού ἔ­μει­νε πι­στός μέ­χρι τή σταύ­ρω­ση. Μό­νον αὐ­τός πα­ρέ­μει­νε μέ τήν Θε­ο­τό­κο κά­τω ἀ­πό τό σταυ­ρό καί τό­τε ἦ­ταν πού ὁ Ἰ­η­σοῦς τοῦ ἀ­νέ­θε­σε τή φρο­ντί­δα τῆς Θε­ο­τό­κου. Πρῶ­τος ὁ Ἰ­ωάν­νης με­τά τήν ἀ­νά­στα­ση τοῦ Κυ­ρί­ου ἔ­φθα­σε στό κε­νό μνη­μεῖ­ο καί πρῶ­τος ἀ­να­γνώ­ρι­σε τόν Ἰ­η­σοῦ, ὅ­ταν ἐμ­φα­νί­σθη­κε στούς μα­θη­τές κο­ντά στή λί­μνη τῆς Τι­βε­ρι­ά­δος.
Τό ἔ­τος 69 μ.Χ., ὅ­ταν τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα πο­λι­ορ­κή­θη­καν ἀ­πό τούς Ρω­μαί­ους, ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ωάν­νης μα­ζί μέ ἄλ­λους χρι­στι­α­νούς ἐ­γκα­τέ­λει­ψε τή γῆ τοῦ Ἰσ­ρα­ήλ καί ἐ­γκα­τα­στά­θη­κε στήν Ἔ­φε­σο τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Λί­γο νω­ρί­τε­ρα ἀ­πό τό 95 μ.Χ. ἐ­ξο­ρί­στη­κε ἀ­πό τόν αὐ­το­κρά­το­ρα Δο­μι­τι­α­νό στήν Πά­τμο. Ἐ­κεῖ σύ­χνα­ζε στό σή­με­ρα ὀ­νο­μα­ζό­με­νο Ἱ­ε­ρό Σπή­λαι­ο τῆς Ἀ­πο­κα­λύ­ψε­ως γι­ά νά ἐ­φη­συ­χά­ζει καί κυ­ρί­ως νά προ­σεύ­χε­ται. Ἐ­κεῖ εἶ­δε τά φο­βε­ρά ὁ­ρά­μα­τά του καί ἔ­γρα­ψε τό τε­λευ­ταῖ­ο καί προ­φη­τι­κό βι­βλί­ο τῆς Ἁ­γί­ας Γρα­φῆς, τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη.
Τό 98 μ.Χ. ὁ αὐ­το­κρά­το­ρας Τραϊ­α­νός ἀ­νε­κά­λε­σε ἀ­πό τήν ἐ­ξο­ρί­α τόν Ἰ­ωάν­νη στήν Ἔ­φε­σο καί ἐ­κεῖ ὁ ἀγαπημένος μαθητής τοῦ Κυρίου κοι­μή­θη­κε σέ ἠ­λι­κί­α ἑ­κα­τόν πέ­ντε ἐ­τῶν καί ἑ­πτά μη­νῶν.
Ὅ­ταν ἔ­λα­βε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α ἀ­πό τόν Θε­ό γι­ά τήν κοί­μη­σή του, βγῆ­κε ἀ­πό τήν πό­λη μέ κά­ποι­ους μα­θη­τές του, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τά τήν ἐ­ντο­λή του ἔ­σκα­ψαν τά­φο στήν ἄμ­μο καί τόν ἐ­ντα­φί­α­σαν. Ὅ­ταν οἱ Χρι­στι­α­νοί τῆς Ἐ­φέ­σου ἔ­μα­θαν τό γε­γο­νός, σκά­βο­ντας τόν τά­φο γι­ά νά τοῦ δώ­σουν τόν τε­λευ­ταῖ­ο ἀ­σπα­σμό, δέν βρῆ­καν τό τί­μι­ο λεί­ψα­νό του· με­τέ­στη στούς οὐ­ρα­νούς, ὅ­πως καί ἡ Θε­ο­τό­κος, γι­ά νά πρα­γμα­το­ποι­η­θεῖ ἔ­τσι ἡ αἰ­νι­γμα­τι­κή ἀ­πά­ντη­ση πού ἔ­δω­σε ὁ Κύ­ρι­ος στόν Πέ­τρο· «Ἐ­άν αὐ­τόν θέ­λω μέ­νειν ἕ­ως ἔρ­χο­μαι, τί πρός σε» (Ἰ­ω. κα΄, 22). Ὁ Κύ­ρι­ος γι­ά κά­ποι­ον ἰ­δι­αί­τε­ρο λό­γο χώ­ρι­σε τόν ἀ­γα­πη­μέ­νο μα­θη­τή του ἀ­πό τούς ἄλ­λους ἀ­πο­στό­λους μέ­χρι τή Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α...
Ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής Ἰ­ωάν­νης ἔ­γρα­ψε τό τέ­ταρ­το Εὐ­αγ­γέ­λι­ο, τίς Κα­θο­λι­κές Ἐ­πι­στο­λές (Α΄, Β΄ καί Γ΄) καί τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη.
Τό ἱ­ε­ρό καί κα­τα­πλη­κτι­κό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης, τό συ­γκλο­νι­στι­κό­τε­ρο κεί­με­νο ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων, εἶ­ναι βι­βλί­ο ὄ­χι ἁ­πλῶς δύ­σκο­λο, ἀλ­λά δυσ­νό­η­το καί ἀ­κα­τα­νό­η­το, ἕ­να «βι­βλί­ον κα­τε­σφρα­γι­σμέ­νον». Μέ κύ­ρι­ο θέ­μα του τόν ἀ­γώ­να με­τα­ξύ τοῦ Χρι­στοῦ καί τοῦ Δι­α­βό­λου, τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας καί τῆς ἀ­ντί­χρι­στης δύ­να­μης, γρά­φτη­κε γι­ά νά πα­ρου­σι­ά­σει τή ζω­ή τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μέ­σα στό δι­ά­βα τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, τή δι­α­γρα­φό­με­νη πο­ρεί­α της πά­νω στή γῆ μέ­χρι τή συ­ντέ­λει­α τῶν αἰ­ώ­νων, τόν τε­λι­κό προ­ο­ρι­σμό της.
Κε­ντρι­κή ἰ­δέ­α τοῦ βι­βλί­ου εἶ­ναι ἡ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Χρι­στοῦ ὡς Κρι­τοῦ καί Βα­σι­λέ­ως.
Ἀ­πό τήν Πά­τμο, μέ τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ ἠ­γα­πη­μέ­νου μα­θη­τή, ὁ Υἱ­ός τοῦ Θε­οῦ ἔ­στει­λε τό τε­λευ­ταῖ­ο του ἐ­σχα­το­λο­γι­κό μή­νυ­μα πρός τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­γρά­φο­ντας μι­ά ἱ­στο­ρι­κή δι­α­δρο­μή αἰ­ώ­νων πού φθά­νει μέ­χρι τίς μέ­ρες μας, ἔ­χει ὡς ἀ­πό­λη­ξη τούς ἔ­σχα­τους και­ρούς στούς ὁ­ποί­ους ἤ­δη ζοῦ­με. Τε­λευ­ταῖ­ο γε­γο­νός πού θά σφρα­γί­σει τή λή­ξη τῆς ἱ­στο­ρί­ας τοῦ κό­σμου θά εἶ­ναι ἡ Δευ­τέ­ρα Πα­ρου­σί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.
Μέ­σα ἀ­πό τά ἐ­σχα­το­λο­γι­κά μη­νύ­μα­τα πού ἐκ­πέ­μπει ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἰ­ωάν­νη, ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­φου­γκρα­σθεῖ καί ὀ­φεί­λει νά προ­σπα­θεῖ καί τώ­ρα νά ἀ­κού­ει πά­ντα τή φω­νή τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ, πού σέ κά­θε ἐ­πο­χή δέν ἔ­πα­ψε νά ἠ­χεῖ ἐ­ξαγ­γέ­λο­ντας τά μυ­στή­ρι­α τῶν ἐ­σχά­των και­ρῶν, ὅ­σα δη­λα­δή πρό­κει­ται νά γί­νουν. Σ᾿ αὐ­τό τό ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό βι­βλί­ο ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα σκύ­βει πε­ρί­ερ­γη αἰ­ῶ­νες τώ­ρα γι­ά νά ἐ­κμαι­εύ­σει τήν ἔκ­βα­ση τῶν πε­πρω­μέ­νων της. Χά­ρη σ᾿ αὐ­τό γνω­ρί­ζει πο­λύ κα­λά τό προ­φη­τευ­μέ­νο τέ­λος της. Τά γε­γο­νό­τα πού προ­μη­νύ­ο­νται στό βι­βλί­ο τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης ἀρ­χί­ζουν πλέ­ον νά γί­νο­νται πι­ό αἰ­σθη­τά σή­με­ρα. Ὁ κα­θέ­νας ὀ­φεί­λει νά ξυ­πνή­σει ἀ­πό τόν ὕ­πνο τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας. Τό βι­βλί­ο αὐ­τό ἀ­φο­ρᾶ ὅ­λη τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα, καί κα­θώς αὐ­τή βα­δί­ζει ἤ­δη πρός τό τέ­λος τῆς ἱ­στο­ρί­ας της, ἔ­χει τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση, μέ σκυμ­μέ­νο πά­ντα τό βλέμ­μα της στό ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κό αὐ­τό βι­βλί­ο νά ἀ­φου­γκρά­ζε­ται τά μη­νύ­μα­τα τοῦ Θε­οῦ.
Δέν ξέ­ρου­με βέ­βαι­α πό­τε θά ἔλ­θει τό τέ­λος τῆς Ἱ­στο­ρί­ας, ὁ­πωσ­δή­πο­τε ὅ­μως ἔ­χου­με ἀρ­χί­σει ἤ­δη νά ζοῦ­με ἔ­ντο­να τά προ­μη­νύ­μα­τα αὐτοῦ τοῦ τέλους. Κά­θε πι­στός ὀ­φεί­λει ἀφ᾿ ἑ­νός νά ἀ­γρυ­πνεῖ πνευ­μα­τι­κά καί ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου νά ἔ­χει ἐ­σχα­το­λο­γι­κά ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντα, ὄ­χι ὅ­μως φι­λο­πε­ρί­ερ­γα, ἀλ­λά τέ­τοι­α πού θά τόν βο­η­θή­σουν στήν πνευ­μα­τι­κή του ζω­ή. Ὁ πό­θος καί ἡ προ­σευ­χή κά­θε πι­στοῦ πρέ­πει νά εἶ­ναι ἕ­νας καί μο­να­δι­κός: νά βρε­θεῖ στήν ἐ­που­ρά­νι­α, στήν αἰ­ώ­νι­α Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ. Πρέ­πει ὁ πι­στός νά ἀ­να­ζη­τεῖ τόν Ἰ­η­σοῦ, νά πο­θεῖ τόν ἐρ­χο­μό Του, ὅ­πως Τόν πο­θοῦ­σαν καί οἱ πρῶ­τοι Χρι­στι­α­νοί, λέ­γο­ντας δι­αρ­κῶς «Ἔρ­χου, Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ». Μ᾿ αὐ­τή τή φρά­ση τε­λει­ώ­νει ἡ Ἀ­πο­κά­λυ­ψη, πού κα­τά βά­θος εἶ­ναι ἕ­να βι­βλί­ο μέ αἰ­σι­ό­δο­ξη προ­ο­πτι­κή καί τέ­λος παρ᾿ ὅ­λα τά ἀ­να­με­νό­με­να τρο­μα­κτι­κά καί συ­ντα­ρα­κτι­κά γε­γο­νό­τα πού ἀ­να­φέ­ρο­νται σ᾿ αὐ­τό· γι­ά τό λό­γο τοῦ­το πρέ­πει νά γε­μί­ζει μέ σω­τή­ρι­α ἐλ­πί­δα τόν ἀ­λη­θι­νά πι­στό καί με­τα­νο­οῦ­ντα ἄν­θρω­πο πού θά τό δι­α­βά­σει. Ζοῦ­με σέ ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κούς και­ρούς καί εἶ­ναι και­ρός πλέ­ον νά πλη­ρο­φο­ρη­θοῦ­με αὐ­τό πού λέ­γει ὁ Χρι­στός στό τέ­λος αὐ­τοῦ τοῦ βι­βλί­ου· καί αὐ­τό πού λέ­γει εἶ­ναι ὅ­τι «ναί, ἔρ­χο­μαι τα­χύ». (κ­β΄,20).

Στό πα­ρόν ἀ­φι­έ­ρω­μα πα­ρα­θέ­του­με ἕ­να ἀ­πό­σπα­σμα ἀ­πό τήν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­στῆ Ἰ­ωάν­νη. Τό πα­ρα­θέ­του­με ἔ­χο­ντας τήν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι οἱ ἀ­να­γνῶ­στες θά ἀρ­χί­σουν νά ἀ­πο­κτοῦν ἔ­τσι τήν κα­λή ἀ­γω­νί­α γι­ά τή σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς τους, προ­ε­τοι­μα­ζόμε­νοι σω­στά καί χω­ρίς νά φο­βοῦ­νται γι­ά «τά μέλ­λο­ντα συμ­βαί­νειν», ἀφ᾿ ἑ­νός ἐ­ντεί­νοντας τόν πνευ­μα­τι­κό τους ἀ­γώ­να μέ­σα στή μυ­στη­ρι­α­κή καί ἀ­σκη­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας μας καί ἀφ᾿ ἑ­τέ­ρου ἔ­χο­ντας δι­αρ­κῶς ζω­ντα­νή κοι­νω­νί­α μέ τόν Κύ­ρι­ό μας.
Τό  ἀ­πό­σπα­σμα πού πα­ρα­τί­θε­ται εἶ­ναι τό 13ο κε­φά­λαι­ο τῆς Ἀ­πο­κά­λυ­ψης καί ἐ­πι­γρά­φε­ται «Ἡ  ὅ­ρα­ση τῶν  θη­ρί­ων». Σ᾿ αὐ­τό ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στής κά­νει ἀ­να­φο­ρά σέ τρί­α θη­ρί­α τά ὁ­ποῖ­α βλέ­πει (εἶ­ναι ἡ λε­γό­με­νη σα­τα­νι­κή τρι­ά­δα). Τό ἕ­να εἶ­ναι ὁ δρά­κο­ντας (Δι­ά­βο­λος). Τό πρῶ­το θη­ρί­ο πού ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πό τή θά­λασ­σα εἶ­ναι ὁ Ἀ­ντί­χρι­στος· ἐ­νερ­γεῖ μέ τή δύ­να­μη πού ἀ­ντλεῖ ἀ­πό τόν δρά­κο­ντα (Δι­ά­βο­λο). Τό δεύ­τε­ρο θη­ρί­ο πού ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πό τή γῆ εἶ­ναι ὁ ψευ­δο­προ­φή­της, ὁ ὑ­πα­σπι­στής ἤ πρό­δρο­μος τοῦ Ἀ­ντι­χρί­στου. Ἐ­δῶ ἐ­πί­σης γί­νε­ται λό­γος γι­ά τό χά­ρα­γμα πού θά προ­σπα­θή­σει νά τό ἐ­πι­βά­λει ὁ ψευ­δο­προ­φή­της καί γι­ά τόν δυ­σώ­νυ­μο ἀ­ρι­θμό 666, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­θροι­ζό­με­νος ἀ­πο­δί­δει τό ὄ­νο­μα τοῦ Ἀ­ντι­χρί­στου. Ὁ ἅ­γι­ος δέν ἀ­να­φέ­ρει ποι­ό θά εἶ­ναι τό ὄ­νο­μά του· τό ἀ­φή­νει αἰ­ῶ­νες τώ­ρα σκε­πα­σμέ­νο μέ τό πέ­πλο τοῦ μυ­στη­ρί­ου. Πά­ντως, ὅ­ταν ἐκ­πλη­ρω­θεῖ ἡ πα­ρού­σα προ­φη­τεί­α, ὅ­ταν ἔλ­θει ὁ Ἀ­ντί­χρι­στος, ἐ­νῶ γι­ά τούς εὑ­ρι­σκό­με­νους μα­κράν τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας ὁ ἀ­ρι­θμός αὐ­τός θά πα­ρα­μεί­νει ἀ­κα­τα­νό­η­τος, οἱ ἀ­λη­θι­νά πι­στοί θά μπο­ρέ­σουν εὔ­κο­λα νά ἑρ­μη­νεύ­σουν τόν ἀ­ρι­θμό τοῦ θη­ρί­ου καί θά ἐν­νο­ή­σουν τό­τε ποι­ός ἐκ­προ­σω­πεῖ τόν ἀ­ρι­θμό τοῦ 666...
Καί στά­θη­κα στήν ἀ­κτή τῆς θά­λασ­σας. Καί εἶ­δα νά ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πό τή θά­λασ­σα θη­ρί­ο μέ δέ­κα κέ­ρα­τα καί ἑ­πτά κε­φά­λι­α. Ἐ­πά­νω στά κέ­ρα­τά του ἦ­σαν δέ­κα στέμ­μα­τα καί στά κε­φά­λι­α του ὀ­νό­μα­τα βλά­σφη­μα. Τό θη­ρί­ο πού εἶ­δα, ἦ­ταν ὅ­μοι­ο μέ πάρ­δα­λη καί τά πό­δι­α του ἦ­σαν σάν τῆς ἀρ­κού­δας καί τό στό­μα του ἦ­ταν σάν στό­μα λι­ο­ντα­ρι­οῦ, καί ὁ δρά­κος τοῦ ἔ­δω­σε τή δύ­να­μή του καί τόν θρό­νο του καί με­γά­λη ἐ­ξου­σί­α. Ἕ­να ἀ­πό τά κε­φά­λι­α του φαι­νό­ταν νά ἔ­χει θα­νά­σι­μη πλη­γή, ἀλ­λ᾿ ἡ θα­νά­σι­μη πλη­γή του θε­ρα­πεύ­θη­κε καί ὁ­λό­κλη­ρη ἡ γῆ ἀ­κο­λου­θοῦ­σε τό θη­ρί­ο μέ θαυ­μα­σμό. Οἱ ἄν­θρω­ποι προ­σκύ­νη­σαν τόν δρά­κο δι­ό­τι ἔ­δω­σε τήν ἐ­ξου­σί­α στό θη­ρί­ο, καί προ­σκύ­νη­σαν τό θη­ρί­ο καί ἔ­λε­γαν, «Ποι­ός εἶ­ναι ὅ­μοι­ος μέ τό θη­ρί­ο; Ποι­ός μπο­ρεῖ νά πο­λε­μή­σει ἐ­να­ντί­ον του;». Καί τοῦ δό­θη­κε στό­μα πού λα­λοῦ­σε ὑ­πε­ρή­φα­να καί βλά­σφη­μα πρά­γμα­τα καί τοῦ δό­θη­κε ἐ­ξου­σί­α νά κά­νει πό­λε­μο σα­ρά­ντα δύ­ο μῆ­νες. Καί ἄ­νοι­ξε τό στό­μα του γι­ά βλα­σφη­μί­α κα­τά τοῦ Θε­οῦ, νά βλα­σφη­μή­σει τό ὄ­νο­μά του καί τήν σκη­νή του καί ἐ­κεί­νους πού κα­τοι­κοῦν στόν οὐ­ρα­νό. Τοῦ ἐ­πε­τρά­πη ἐ­πί­σης νά κά­νει πό­λε­μο κα­τά τῶν ἁ­γί­ων καί νά τούς νι­κή­σει καί τοῦ δό­θη­κε ἐ­ξου­σί­α ἐ­πά­νω σέ κά­θε φυ­λή καί λα­ό, γλῶσ­σα καί ἔ­θνος. Καί θά τό προ­σκυ­νή­σουν ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῆς γῆς, τῶν ὁ­ποί­ων τό ὄ­νο­μα δέν ἔ­χει γρα­φεῖ, ἀ­πό τόν και­ρό τῆς δη­μι­ουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου, στό βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς τοῦ Ἀρ­νί­ου πού εἶ­χε σφα­γεῖ. Ὅ­ποι­ος ἔ­χει αὐ­τι­ά, ἄς ἀ­κού­σει. Ὅ­ποι­ος φέ­ρει ἄλ­λους σέ αἰ­χμα­λω­σί­α, σέ αἰ­χμα­λω­σί­α θά με­τα­βεῖ· ὅ­ποι­ος σκο­τώ­νει μέ μα­χαί­ρι, θά σκο­τω­θεῖ μέ μα­χαί­ρι. Ἐ­δῶ θά φα­νεῖ ἡ ὑ­πο­μο­νή καί ἡ πί­στη τῶν ἁ­γί­ων.
Ὕ­στε­ρα εἶ­δα ἄλ­λο θη­ρί­ο νά ἀ­νε­βαί­νει ἀ­πό τή γῆ· εἶ­χε δύ­ο κέ­ρα­τα σάν τοῦ ἀρ­νι­οῦ, ἀλ­λά μι­λοῦ­σε σάν δρά­κος. Καί ἐ­κτε­λεῖ ὅ­λην τήν ἐ­ξου­σί­α τοῦ πρώ­του θη­ρί­ου ἐ­νώ­πι­όν του, καί κά­νει τήν γῆ καί τούς κα­τοί­κους της νά προ­σκυ­νή­σουν τό θη­ρί­ο τό πρῶ­το, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ θα­νά­σι­μη πλη­γή εἶ­χε θε­ρα­πευ­θεῖ. Καί κά­νει ση­μεῖ­α με­γά­λα, ὥ­στε καί φω­τι­ά ἀ­κό­μα νά κα­τε­βά­ζει ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό στή γῆ μπρο­στά στούς ἀν­θρώ­πους. Καί πα­ρα­πλα­νᾶ τούς κα­τοί­κους τῆς γῆς μέ τά ση­μεῖ­α πού τοῦ ἐ­πε­τρά­πη νά κά­νει μπρο­στά στό θη­ρί­ο, καί ἔ­λε­γε στούς κα­τοί­κους τῆς γῆς νά κά­νουν εἰ­κό­να στό θη­ρί­ο, τό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε τήν πλη­γή ἀ­πό μα­χαί­ρι καί ὅ­μως ἔ­ζη­σε. Καί τοῦ ἐ­πε­τρά­πη νά δώ­σει πνο­ή στήν εἰ­κό­να τοῦ θη­ρί­ου, ὥ­στε καί νά μι­λή­σει ἡ εἰ­κό­να τοῦ θη­ρί­ου καί νά ἐ­νερ­γή­σει, ὥ­στε ὅ­σοι δέν θά προ­σκυ­νοῦ­σαν τήν εἰ­κό­να τοῦ θη­ρί­ου νά σκο­τω­θοῦν. Καί ὑ­πο­χρέ­ω­σε ὅ­λους, μι­κρούς καί με­γά­λους, πλού­σι­ους καί πτω­χούς, ἐ­λεύ­θε­ρους καί δού­λους, νά ἔ­χουν ἕ­να ση­μά­δι χα­ρα­γμέ­νο στό δε­ξί τους χέ­ρι ἤ στό μέ­τω­πό τους, ὥ­στε νά μήν μπο­ρεῖ κα­νείς νά ἀ­γο­ρά­σει ἤ νά που­λή­σει πα­ρά ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει τό χα­ρα­γμέ­νο ση­μά­δι, δη­λα­δή τό ὄ­νο­μα τοῦ θη­ρί­ου ἤ τόν ἀρι­θμό τοῦ ὀ­νό­μα­τός του. Ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­να­γκαί­α ἡ σο­φί­α. Ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει νό­η­ση ἄς λο­γα­ρι­ά­σει τόν ἀ­ρι­θμό τοῦ θη­ρί­ου· εἶ­ναι ἀ­ρι­θμός ἀν­θρώ­που καί ὁ ἀ­ρι­θμός του εἶ­ναι χ­ξς´ (666).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου