Ἀπὸ μικρὸ παιδί, ἤμουν ἐπιρρεπὴς
στὸν φόβο. Καὶ τί δὲ φοβόμουνα! Κι ἀντὶ νὰ διορθώνομαι μεγαλώνοντας, ἐγὼ ὅλο περισσότερο
χειροτέρευα.
– Ὅποιος ἔχει ὕπουλο ἐχθρό, προσλαμβάνει
σωματοφύλακα, μοῦ
εἶπε κάποτε στ’ ἀστεῖα ἕνας φίλος μου.
Κι ἐγώ, ποὺ λέτε, τὄβαλα μέσα μου. Ἔπρεπε
νὰ βρῶ ἕναν κατάλληλο σωματοφύλακα νὰ μὲ φυλάει ἀπ’ τὸν ἐχθρό μου τὸν φόβο.
Τὸν πρῶτο ποὺ πῆρα στὴν ὑπηρεσία μου τὸν ἔλεγαν Δύναμη.
Δανείζοντάς μου τὴ δύναμή του,
φαντάσθηκα πὼς θὰ μὲ κάνει ἄτρωτη.
Δὲ βαριέστε! Μπορεῖ νὰ μὲ δυνάμωσε σὲ πολλά, μὰ ὁ φόβος, φόβος.
Τὸν ἄφησα καὶ πῆρα δεύτερο
σωματοφύλακα. Τοῦτο τὸν ἔλεγαν Λογική.
– Μαζί μου θὰ τοὺς νικήσεις τοὺς
φόβους σου, εἶπε.
Κι ἄρχισε νὰ μοῦ ἀραδιάζει ἕνα
σωρὸ τὰ ἐπιχειρήματα, ποὺ φυσιολογικὰ ἔπρεπε νὰ μὲ κάνουν νὰ πάψω νὰ φοβᾶμαι.
Ἂμ δέ… Οἱ φόβοι μου συνεχίζονταν.
Κάποιος, στὸ τέλος, μοῦ μίλησε καὶ γιὰ
σένα. Εἶσαι, λέει, ὁ καταλληλότερος τρόπος, γιὰ νὰ μὲ κάνεις νὰ μὴ
φοβᾶμαι πιά.
Σὰν ἄκουσα τ’ ὄνομά σου, χαμογέλασα.
– Σιγά, εἶπα.
Τί θἄχανα ὅμως νὰ σὲ δοκιμάσω; Καὶ σὲ
δοκίμασα. Τὸ θαῦμα ἔγινε.
– Σ’ εὐχαριστῶ. Μαζί σου τὸν
νίκησα τὸν φόβο, σοῦ εἶπα χαρούμενη. Εἶσαι ὁ καλύτερος σωματοφύλακας.
Κι ἐσύ, πιάνοντάς με ἀπὸ τὸ χέρι,
μὲ προσγείωσες πάλι στὴ βάση μου.
Ἀλήθεια, πῶς νὰ μ’ ἀγγίξουν οἱ
γήινοι φόβοι μου, ἀφοῦ στὴν κρίσιμη στιγμὴ μ’ εἶχες ἀνεβάσει τόσα
χιλιόμετρα πάνω ἀπ’ τὸ χῶμα;
Καὶ πῶς νὰ μὴ μ’ ἀνεβάσεις τόσο ψηλά, ἀφοῦ ἐσένα, ἀκριβέ μου σωματοφύλακα, σὲ λένε Προσευχή;
ΠΗΓΗ «σπιτάκι της Μέλιας»
Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΔΟΣ ἔτος 60ο, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2014, Ἀρ. 606
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου