Ἀέναος παραμυθία!
Μέ τήν ἔλευση τῆς Παναγίας τῆς
«Παραμυθίας», τό ἔτος 1995, στό Σιμωνοπετρίτικο Μετόχι, στή Μονή τοῦ Ὁσίου
Νικοδήμου πού ἀνηγέρθηκε λίγο πιό ψηλά ἀπό τό παλαιό ἐκεῖνο μοναστήρι τῆς Ἁγίας
Παρασκευῆς, θεωροῦμε ὅτι ἔληξε καί ὁ «κανόνας» γιά τήν περιοχή! Ἡ Παναγία ἐπέστρεφε
καί πάλι στό Πεντάλοφο σάν μάνα στοργική, ὡς παρηγορήτρια, ὡς «Παραμυθία»
πλέον! Ἐνθρονιζόταν στό ἁγιορείτικο Μετόχι της στό ὄρος Πάϊκο καί λάβαινε ξανά
τή θέση πού τῆς ἀνῆκε. Γινόταν καί πάλι Ἔφορος τοῦ τόπου αὐτοῦ...
Καί ἀληθινά νοιώθει κανείς ὅτι ἡ
Θεοτόκος ἦρθε πάλι στό ὄρος αὐτό γιά νά δώσει ξανά χαρά στούς πονεμένους, τούς ἀπεγνωσμένους,
τούς κλυδωνιζόμενους τοῦ βίου τούτου! Γιά νά παραμυθήσει τίς καρδιές ὅλων ἐκείνων
πού προσέρχονται σέ αὐτήν μέ ἀληθινή πίστη καί βέβαιη ἐλπίδα.
Καί ἐκείνη, ὡς Μητέρα τῆς ζωῆς καί μητέρα στή ζωή αὐτή, ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη της ὅλο τόν κόσμο, πρεσβεύει γι’ αὐτόν καί τόν παρηγορεῖ. Ἀλήθεια, πόσους στεναγμούς ψυχῆς δέν ἄκουσε! Πόσους κραδασμούς καρδιᾶς δέν ἀφουγκράστηκε! Πόσες ἐξομολογήσεις δέν δέχθηκε! Πόσους δέν ἀνασήκωσε ἀπό τίς πτώσεις! Πόσους δέν παραμύθησε μυστικά! Πόσους δέν εὐεργέτησε θαυματουργικά ὅλα αὐτά τά χρόνια!
Στό πέρασμα τῶν εἴκοσι ἕξι αὐτῶν χρόνων, ἡ
Παναγία ἡ «Παραμυθία» δέεται διαρκῶς, παρακαλεῖ, ἱκετεύει, πρεσβεύει καί
μεσιτεύει στόν Θεό γιά τά φιλόθεα παιδιά της, ὡς φιλόστοργη μάνα.
Διασκεδάζει καί καθησυχάζει φόβους, ἐγκαρδιώνει, γαληνεύει τόν νοῦ, ἀναπτερώνει
ἐλπίδες, σταλάζει βάλσαμο παρηγορίας στίς καρδιές. Γίνεται γλυκεῖα Παραμυθία
γιά τόν καθένα.
Πόσα κεριά καί λαμπάδες εὐχαριστίας
ἄναψαν ἀλήθεια καί καῖνε διαρκῶς μπροστά της;
Καί μένει σταθερή καί ἀκίνητη στή
θέση της, στό κέντρο τοῦ ναοῦ, καί τούς ἀκούει καί τούς δέχεται ὅλους! Ἡ μεγάλη
μητρική ἀγκαλιά της τούς χωράει ὅλους μέσα! Ὅλους τούς σκεπάζει κάτω ἀπό τό
πέπλο της. Ἰδιαιτέρως ἔχει μιά ἀπέραντη συμπάθεια γιά τούς πονεμένους, διότι αὐτή
γνώρισε τόν μεγαλύτερο πόνο ἀπ’ ὅλες τίς μάνες τοῦ κόσμου! Εἶναι ἡ
πιό πονετική μάνα μέ μεγάλα ἀποθέματα ἀγάπης γιά κάθε πληγωμένο τῆς ζωῆς.
Ἡ ἔκφραση στό πρόσωπό της φανερώνει
συμπάθεια καί ἀγάπη. Τό βλέμμα της δηλώνει ἐπιείκεια, πραότητα καί εὐσπλαγχνία.
Καί στά χείλη της ἐπάνω ἀναπαύεται μειδίαμα σεμνό, παρήγορο καί χαριτωμένο.
Παραμυθητικό γιά τόν καθένα, γιά ὅλους.
Τήν κοιτᾶς στά μάτια καί ἐκείνη σέ ἀτενίζει
ὁλόκληρο, σέ θωρεῖ ἄγρυπνη, σέ ἀκούει, σέ δέχεται καί σέ ἐλεεῖ. Δέν παραβλέπει
τόν πόνο σου. Γίνεται συναντιλήπτορας στό πρόβλημά σου. Συμπάσχει, συμμετέχει
καί συμπαραστέκεται στή δοκιμασία σου. Νοιώθεις ὅτι πράγματι αὐτή εἶναι «πάντων
θλιβομένων ἡ χαρά». Γαλήνιο τό βλέμμα της καί ἤρεμο εἰσέρχεται ὥς τά βάθη τῆς ὕπαρξής
σου. Καί παραμένει ἀτάραχη, ἐπειδή κρατᾶ στήν ἀγκαλιά της τόν Υἱό καί Θεό της.
Γνωρίζει, πώς ἄν Τόν παρακαλέσει γιά σένα, Ἐκεῖνος θά εἰσακούσει τήν ἱκεσία
της. Εἶναι φιλεύσπλαγχνη μητέρα.
Ἡ παρουσία της γεμίζει ὅλο τόν ναό. Ἀληθινά
πληροῖ τά πάντα. Χωρίς τήν «Παραμυθία» θά ἔμοιαζε ἄδειο τό Καθολικό, θά ὑπῆρχε ἕνα
δυσαναπλήρωτο κενό. Κάτι σημαντικό θά ἔλειπε. Ἡ χάρη της, πού πληθωρικά ἀκτινοβολεῖ
γύρω της, γεμίζει τίς καρδιές μοναχῶν καί προσκυνητῶν. Αἰσθάνεσαι ὅτι ἡ
Θεοτόκος, ὡς φιλόστοργη μητέρα προστατεύει τή Μονή ἀπό ἀνεπιθύμητους
«πειρατές», καί ὡς Παραμυθία παρηγορεῖ τούς μοναχούς. Ἔσωσε κάποτε καί ἐξακολουθεῖ
καί τώρα νά σώζει...
Εἰσερχόμενος στόν ναό, νοιώθεις ὅτι
σέ ὑποδέχεται ἐκείνη, ὡς οἰκοδέσποινα τοῦ τόπου. Ἡ μορφή της σέ μαγνητίζει, σέ
προσελκύει κατ’ εὐθείαν κοντά της. Φῶς παραμυθίας ἐξέρχεται ἀπό τό πρόσωπό της.
Μειδίαμα παρηγοριᾶς. Τό βλέμμα της σέ κοιτάει κατάματα, διεισδύει βαθιά μέχρι
τά μύχια τῆς καρδιᾶς σου. Τά μάτια της σταλάζουν γλυκύτητα καί ἀγάπη σέ ὅλη τήν
ὕπαρξή σου. Γαληνεύεις.
Τά χείλη της ἕτοιμα εἶναι νά ἀνοίξουν
καί νά σοῦ μιλήσουν. Στέκεσαι ἑνεός μπροστά στό ὄμορφο προσκυνητάρι της καί τήν
κοιτᾶς. Δέν χορταίνεις νά τήν βλέπεις. Καί ἐκείνη σέ κοιτᾶ μέ τήν ἱλαρή ματιά
της. Ἔχεις τήν αἴσθηση ὅτι σέ περίμενε. Ὅτι εἶναι ἕτοιμη νά σέ δεχτεῖ μέσα στίς
ἀνοιχτές ἀγκάλες της. Καί νοιώθεις νά γαληνεύει ἀμέσως ἡ ψυχή σου ἀπό τά
τρικυμιώδη κύματα τῆς ζωῆς πού σ’ ἔφεραν ὥς ἐδῶ. Κοντοστέκεσαι. Καί σιωπηλά τήν
ἱκετεύεις: «Φώτισον Ἁγνή τήν ψυχήν μου... λῦσον τῶν κακῶν μου τά νέφη».
Μέ ἀνακούφιση καταθέτεις ἐνώπιόν της
τά βάρη πού βαστάζεις ἐντός σου. Τά μικρά ἤ μεγάλα βάσανά σου, τά βαθιά
στοιβαγμένα μέσα σου. Τά ἀποθέτεις στήν εὐρύχωρη ἀγκαλιά της καί μέ ἀγαλλίαση
νοιώθεις νά ξαλαφρώνεις. Καί ἐκείνη τά δέχεται. Εἶναι καταδεκτική καί τά χωρεῖ ὅλα
ἡ μεγάλη μητρική καρδιά της. Εἶναι εὐαίσθητη καί σέ ἀκούει προσεκτικά. Καί
φεύγεις ὕστερα μέ ξεχειλισμένη εὐγνωμοσύνη ἀπό κοντά της. Μιά θαλπωρή αἰσθάνεσαι
τώρα μέσα σέ ὅλο τό εἶναι σου ἀπό τήν ἀγάπη τῆς φιλάνθρωπης βατοπεδινῆς Παναγίας.
Σέ παραμυθεῖ σιωπηλά γιά νά συνεχίσεις μέ ὑπομονή τόν ἀγώνα σου. Φεύγεις τελικά
ἐνδυναμωμένος, ἐγκαρδιωμένος, πολλαπλά παρηγορημένος. Ἔχεις ἀναθέσει τήν πᾶσαν ἐλπίδα
σου σέ αὐτήν, τήν Ἐλπίδα τῶν ἀπηλπισμένων. Βέβαιος πιά ὅτι, πραγματικά, ἄλλην
«παραμυθίαν οὐκ ἔχεις πλήν» ἐκείνης, τῆς ὑπερευλογημένης Μητέρας τοῦ Θεοῦ καί τῶν
ἀνθρώπων, τῆς «Παραμυθίας»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου