Π
|
ρίν ἀπό σαράντα χρόνια, στίς 8 Μαΐου
1980, ἔφυγε ἀπό τή ζωή αὐτή ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Φιλόθεος Ζερβάκος, ἡγούμενος τῆς
κολλυβαδικῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ζωοδόχου Πηγῆς Λογγοβάρδας, τῆς νήσου Πάρου. Γεννήθηκε
τό 1884 καί ὑπῆρξε πνευματικό τέκνο τοῦ ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, ὁ ὁποῖος τοῦ
εὐχήθηκε νά εἶναι «ἐσαεί φιλόθεος», εὐχή ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε πλήρως, ἀφοῦ ὅλη ἡ
ζωή τοῦ ὁσίου πατρός ἦταν μιά ἔνθεη πορεία πρός τόν οὐρανό.
Τό 1907 ἔλαβε τό
μοναχικό σχῆμα στήν Μονή τῆς Λογγοβάρδας στήν Πάρο καί τό 1930 χειροτονήθηκε ἡγούμενός
της. Ἐκεῖ παρέμεινε ὡς ἡγούμενος μέχρι τήν ὁσιακή κοίμησή του.
Ὑπῆρξε χαρισματοῦχος
κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, ἀπαράμιλλος ἐξομολόγος καί πνευματικός πατήρ
χιλιάδων ψυχῶν. Συνέγραψε καί ἀπέστειλε ἑκατοντάδες ἐπιστολές σέ πνευματικά τέκνα
του, ἔκτισε ναούς καί ὑπῆρξε πνευματικός ἱερῶν γυναικείων μονῶν. Τό ἱερό γυναικεῖο
Ἡσυχαστήριο Παναγίας Μυρτιδιωτίσσης στά Θαψανά Πάρου ἀποτελεῖ δικό του δημιούργημα.
Ἐκεῖ κοιμήθηκε καί τάφηκε κατά τήν ἐπιθυμία του, ὅταν στίς 8 Μαΐου 1980 ὁ Κύριος
τόν κάλεσε κοντά Του.
Στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν καί ἰδιαιτέρως τῶν
Παριανῶν, ὁ πατήρ Φιλόθεος ἐπέχει σήμερα θέση ἁγίου ἀνδρός.
Ὁ ὅσιος
Φιλόθεος «ἦταν μιά ξεχωριστή μορφή μέσα στόν μοναχισμό. Σκεῦος ἐκλογῆς. Ἄνθρωπος
χαριτωμένος, πού τόν φύλαξε ὁ Θεός ἀπό τίς παγίδες τῶν δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι προσπάθησαν
εἴτε νά τόν ἀποθαρρύνουν εἴτε νά τόν ἐξοντώσουν, γιά νά τόν κάνη ὄργανο τῆς Χάριτός
του καί μέσῳ αὐτοῦ νά σωθοῦν πολλοί. Ἔτσι μόνον ὅταν τό δοῦμε, θά ἐνστερνισθοῦμε
τόν βίο του· ἀλλιῶς θά τόν ἀπορρίψουμε. [...]
Ἠγόρασε τήν ὑψηλότερη κορυφή τῆς Πάρου καί ἔκτισε τόν ναό τῶν Ἁγίων Πάντων,
στούς ὁποίους ἔτρεφε μεγάλη εὐλάβεια. Ἦταν καί αὐτό παράδοση. Ὅλα τά μονύδρια τοῦ
νησιοῦ ἔχουν στό τέμπλο μαζί μέ τίς δεσποτικές εἰκόνες καί τήν εἰκόνα τῶν Ἁγίων
Πάντων. Πόσο γλυκόφθογγα ἔψαλλε τό τροπάριο τοῦ ἁγίου Νικοδήμου “Βλαστούς Εὐαγγελίου
καί καρπούς ἀμαράντους...”. Σήμερα ὁ ναός τῶν Ἁγίων Πάντων δεσπόζει τοῦ νησιοῦ σάν
βασιλική κορώνα.
Λίγο πιό κάτω ἀπό
τόν περίβλεπτο ναό τῶν Ἁγίων Πάντων ἀνήγειρε Κάθισμα τοῦ προφήτη Ἠλία, τό ὁποῖο
ἦταν ἡ ἀποκλείστρα του σέ ὅλες τίς δυσκολίες, καί τίς προσωπικές του καί τῶν ἀδελφῶν
χριστιανῶν. Νήστευε καί προσευχότανε σ᾿ αὐτόν τόν ἔρημο καί βραχώδη τόπο καί, μόνον
ὅταν ἔπαιρνε πληροφορία, κατήρχετο τοῦ ὄρους. Λέγεται ὅτι μέχρι καί τεσσαράκοντα
ἡμέρες παρέμεινε μόνος προσευχόμενος. Εἶδε ἐκεῖ καί ἐνύπνια προφητικά καί διδακτικά,
τά ὁποῖα συμπεριέλαβε στά κηρύγματά του.
Ἀνήγειρε στούς πρόποδες
τοῦ ὄρους τῶν Ἁγίων Πάντων τήν Μονή τῶν Θαψανῶν σχεδόν ἀπό τά θεμέλια (γιατί τό
παλαιό μετόχι τῆς Νέας Μονῆς τῆς Χίου, στό ὁποῖο διετέλεσε μετοχιάρης καί ὁ ἅγιος
Νεκτάριος, ἦταν ἐγκαταλελειμμένο καί ἐρειπωμένο) καί σύναξε ἐκεῖ μοναχές, τίς ὁποῖες
εἶχε μαθήτριες ἀπό τά νεανικά τους χρόνια. Πλησίον τῆς Μονῆς ἔκτισε ναό πρός τιμήν
τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, τήν γιορτή τοῦ ὁποίου λαμπρῶς ἐπιτελοῦσε. Ἐπίσης καί ναό τῆς
ἁγίας Εἰρήνης, γιατί πρό τῆς ἀπελευθερώσεως, μέ τήν ἄδεια τοῦ Γερμανοῦ διοικητῆ,
σύναξε τήν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τῆς Ἁγίας ὅλους τούς Παρίους στόν ναό τῶν Ἁγίων Πάντων
καί ἔκαναν ἀγρυπνία ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου. [...]
Ὅταν κήρυττε, ποιός δέν ἔκλαιγε; Ἐνθυμοῦμαι τήν ὁμιλία του στό θαῦμα τῆς θεραπείας
τοῦ παραλυτικοῦ στήν Καπερναούμ:
–Καί ἀπεστέγασαν
τήν σκεπή καί κατέβασαν τόν παράλυτο μέ σχοινιά μπροστά Του, γιατί ἀπό τήν θύρα
δέν γινόταν νά εἰσέλθουν. Κανένας δέν ἔκανε στήν ἄκρη νά περάσουν, μή χάση τήν διδασκαλία.
Ἀπό τό ἐκκλησίασμα
δέν ἀκουγόταν ἀναπνοή παρά μόνον κλαυθμυρισμός. Τά παιδιά γύρω ἀπ᾿ τόν δεσποτικό
θρόνο μέ ἀναφιλητά κλαίγαμε. Πολλά κηρύγματά του εἶχαν θέμα τούς βίους τῶν Ἁγίων,
τά μαρτύρια, τίς ἀσκήσεις, τά θαύματα, τήν διδασκαλία τους. Δέν ὑπῆρχε ἐκεῖ «Σωπᾶστε
νά ἀκούσουμε», ἀλλά σιωπούσαμε, γιά νά ἀκοῦμε. Ὅλα τά παιδιά στήν ὁσιακή παρουσία
του φωνάζαμε: «Ὁ Γέροντας, ὁ Γέροντας». Ποιός μᾶς τό δίδαξε; Δέν γνωρίζω.
Ἡ εὐχή του στά παιδιά
ἦταν νά γίνουν ἄνθρωποι χρήσιμοι στήν Ἐκκλησία καί τήν Πολιτεία. Αὐτοί οἱ δύο θεσμοί
εἶχαν γιά τόν Γέροντα συμπόρευση.
Συνιστοῦσε στούς
γονεῖς:
–Βάλτε στίς ψυχές
τῶν παιδιῶν τήν φλόγα κι ἄς πέση πάνω στάχτη. Κάποτε θά φυσήξη, καί ὁ ἄνεμος θά
διώξη τήν στάχτη καί θά λάμψη ἡ φλόγα. [...]
Ἔζησε μεταξύ δύο πολέμων, ἐθνικῶν τραγωδιῶν, ἐμφυλίων σπαραγμῶν καί κυρίως στίς
ἀρχές τῆς ἐξαθλιώσεως τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ κόσμου. Γι᾿ αὐτό, συνεχῶς παρακαλοῦσε
ἔνδακρυς τόν Χριστό, νά μή τόν ἀφήση καί ἰδῆ τῶν ἀνθρώπων τόν ξεπεσμό στήν πορνεία
καί στήν εἰδωλολατρία. Ἔντρομος κοίταζε τόν οὐρανό, φανταζόμενος τήν ἁμαρτία καί
τήν ἀποστασία στήν ὁποία θά περιπέση τό ἀνθρώπινο γένος. Προφητικά μιλοῦσε αὐτές
τίς ὧρες καί δέν λάθεψε ὁ Ὅσιος. Ἔβλεπε ἐν ὀνείροις καί αἰνίγματι τήν δικαία ὀργή
τοῦ Θεοῦ καί, ὁσάκις ἀναφερόταν σ᾿ αὐτήν, τά δάκρυά του ξεπερνοῦσαν τοῦ Ἱερεμία
καί τοῦ Ἐφραίμ τοῦ Σύρου. Δέν ἤθελε τό Γένος πού ἐξαγοράσθηκε τῷ τιμίῳ Αἵματι τοῦ
Χριστοῦ νά χαθῆ. Ἀγαποῦσε τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, γιατί πίστευε βαθιά ὅτι αὐτό ἀρέσει
στόν Θεό ὑπέρ πᾶν ἄλλο. [...]
Παντοῦ ἔδειχνε ἀγάπη καί μέριμνα:
–Σταυλίσατε τά ζῶα,
γιατί ἔρχεται κακοκαιρία.
Πολλές φορές ἐθεάθη
γονυπετής νά διαβάζη εὐχές στό ἄρρωστο ζῶο.
Ἔλεγε:
–Δῶσε στόν σκύλο
ἕνα κομματάκι ψωμί καί θά δῆς πόση εὐγνωμοσύνη θά σοῦ δείξη, κουνώντας τήν οὐρά
του. Τάισε καί πότισε ἕνα λογικό ἄνθρωπο καί θά δῆς πόση ἀγνωμοσύνη θά εἰσπράξης.
Τόν ἐπισκέπτη δέν
τόν ρωτοῦσε «Τί θέλεις;», ἀλλά
–Πῆγες στό μαγειρεῖο
νά πιάσης ψωμί;
– Μά, Γέροντά μου,
ἦρθα νά ἐξομολογηθῶ.
–Πέρασε πρῶτα ἀπό
τήν τράπεζα τῶν μοναχῶν καί μετά ἀπό τήν τράπεζα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ ἀρχοντικός του
τρόπος εὐθύς σοῦ ἑτοίμαζε τήν καρδιά σου γιά ὅλα.
Πάντα ἐφέρετο μέ
σπλάγχνα οἰκτιρμῶν. Ἔλεγε:
–Αὐτό πού ζητᾶμε
γιά τούς ἑαυτούς μας ἀπό τόν Θεό, ἄς τό ἔχουμε κι ἐμεῖς γιά τούς ἄλλους.
Σέ ὅλη του τήν ζωή,
ἰδιαίτερα ὅμως πρός τό τέλος του, ἔλεγε πρός ὅλους τό «Ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Τήν ἀγάπη
ὁ πατήρ Φιλόθεος ὄχι μόνον τήν ἐδίδασκε, ἀλλά καί τήν ἐφήρμοζε στήν ζωή του. Ὅλους
τούς ἀγαποῦσε εἰλικρινά, γι᾿ αὐτό καί ὁ Κύριος τόν ἐκάλεσε κοντά του τήν ἡμέρα πού
γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τόν εὐαγγελιστή Ἰωάννη τόν Θεολόγο, τόν μαθητή τῆς ἀγάπης,
στίς 8 Μαΐου τοῦ 1980.
«Αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις,
Χριστέ ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς».
(Ἀποσπάσματα ἀπό τό βιβλίο τοῦ «Γρηγορίου Μοναχοῦ Κουβαρίτου ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΣΥΜΠΟΡΕΥΣΙΣ, Ἱερά Μονή Δοχειαρίου, Ἅγιον Ὄρος 2014)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου