Τρίτη 12 Μαΐου 2020

Η σχέση Εκκλησίας - Πολιτείας βάσει του Συντάγματος και του Ποινικού Δικαίου

Κωνσταντίνα Ν. Κακογιάννη
Ελένη Α. Καρνιάτη
(Δικηγόροι Αθηνών)

Σύμφωνα με μία άποψη, απολύτως λανθασμένη, η εκκλησία δεν έχει σχέση με τον Παντοδύναμο Θεό αλλά έχει απλώς κοσμική υπόσταση και αποτελεί ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στην πολιτεία όπως όλα τα νομικά πρόσωπα αυτής της μορφής.
Την άποψη αυτή είναι σαφές ότι υποστηρίζει η σημερινή πολιτική ηγεσία της χώρας, όπως αποδεικνύεται από τα κάτωθι γεγονότα:
1. Η πολιτική ηγεσία προχώρησε σε εξίσωση της ορθόδοξης εκκλησίας με όλες τις άλλες θρησκείες και δόγματα που υφίστανται στην ελληνική επικράτεια.
Με τον τρόπο αυτό, η μοναδικότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως η μόνη έχουσα την Αλήθεια και φέρουσα τη Χάρη του Θεού, όπως αποδεικνύεται 2.000 και πλέον έτη τώρα με μοναδικά θαυματουργικά σημεία, επιχειρείται να εξαφανισθεί.
2. Η πολιτική ηγεσία αποφάσισε το κλείσιμο των εκκλησιών και τη διακοπή των λειτουργιών και των Ιερώ Μυστηρίων, χωρίς να έχει καμία απολύτως θεσμική και νομική εξουσία για αυτό, καθώς πρόκειται για ζητήματα που αφορούν το λειτουργικό τυπικό της εκκλησίας.
3. Η πολιτική ηγεσία επέβαλε τη λήψη υγιειονομικών μέτρων εντός των Ιερών Ναών καταδεικνύοντας έτσι ότι για την πολιτική ηγεσία οι Ιεροί Ναοί δεν αποτελούν τον Οίκο του Θεού αλλά είναι απλώς δημόσιοι χώροι, παρόμοιοι με τους χώρους των εμπορικών επιχειρήσεων, όπως τα καταστήματα, τα super markets και οι καφετέριες/εστιατόρια.
Με τον τρόπο αυτή η πολιτική ηγεσία επιχειρεί να επιβάλλει στη συνείδηση των ανθρώπων, ιδίως των ορθοδόξων χριστιανών, ότι ο εκκλησιασμός και η συμμετοχή τους, εν γένει, στα μυστήρια της Εκκλησίας είναι δυνατόν να τους θέσουν σε θανάσιμο κίνδυνο!
Αυτή η άποψη όμως καταρρίπτεται από γεγονότα εκατοντάδων ετών: α) ακόμα και σε περιόδους λοιμών τα μυστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας τελούνταν κανονικά και μάλιστα χρησιμοποιούνταν προς ίαση από τις θανατηφόρους λοιμώξεις, β) σε κάθε Ελληνικό Νοσηλευτικό Ιδρυμα υφίστατο και λειτουργούσε Ιερός Ναός όπου εκκλησιάζονταν ασθενείς, νοσηλευτικό προσωπικό και επισκέπτες, γ) σε τοπικές εορτές Προσκυνημάτων συμμετείχαν χιλιάδες προσκυνητές προς ίαση ψυχή και σώματος και ελάμβαναν κάθε φορά χώρα θαυματουργά σημεία, δ) καθημερινά σε Προσκυνήματα της χώρας ελάμβαναν χώρα θαυματουργικές ιάσεις προσώπων με βαριές και ανίατες ασθένειες, για δε τα περισσότερα από τα θαύματα αυτά υφίστανται και καταγεγγραμμένες μαρτυρίες.
Τα ανωτέρω γεγονότα αποδεικνύουν ότι κάθε ισχυρισμός περί υπάρξεως απειλής της υγείας με τη συμμετοχή στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας και τη Θεία Μετάληψη είναι απολύτως ανυπόστατος.
Τα ανωτέρω γεγονότα, εφόσον είναι γνωστά σε όλους και αποτελούν στοιχεία της καθημερινής πραγματικότητας και της κοινωνικής ζωής στην Ελληνική επικράτεια, καταδεικνύουν επίσης την ύπαρξη δόλου εκ μέρους των προσώπων της πολιτικής ηγεσίας και των συνεργούντων αυτών προς αλλοίωση και εξαφάνιση της θρησκευτικής συνείδησης των ορθοδόξων χριστιανών και προς κατάργηση του λειτουργικού τυπικού της Ορθόδοξης Εκκλησίας.


4. Πρόσωπα που ανήκουν στην πολιτική ηγεσία της χώρας και πρόσωπα που ενεργούν, ως δημόσιοι λειτουργοί, στο όνομα της πολιτικής ηγεσίας καταφέρονται ανοικτά κατά της Θείας Κοινωνίας, δηλώνοντας, ρητώς ή εμμέσως, ότι η Θεία Κοινωνία δεν είναι Σώμα και Αίμα Χριστού αλλά άρτος και οίνος και ότι εκ τούτου, δύναται να μεταφέρει μικρόβια!
5. Η πολιτική ηγεσία της χώρας απαγόρευσε ακόμα και την περιφορά του Επιταφίου κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, τη μετάδοση του Αγίου Φωτός στους πιστούς αλλά ακόμα και το κτύπημα της καμπάνας, μέτρα τα οποία είναι σαφές ότι ουδόλως σχετίζονται με την υγεία αλλά απλώς επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός ανοικτού διωγμού κατά της Ορθόδοξης Εκκλησίας.
6. Η πολιτική ηγεσία της χώρας προχώρησε και στην επιβολή αυστηρών κυρώσεων σε βάρος Αρχιερέων, Ιερέων και πιστών που συμμετείχαν, στα πλαίσια εξάλλου και των συνταγματικών τους δικαιωμάτων, σε θείες ακολουθίες ενώ σε άλλες περιπτώσεις παραβίασης των υγιειονομικών μέτρων η πολιτική ηγεσία προχώρησε απλά σε σχολιασμούς και συστάσεις, όπως σχετικά περιστατικά δημοσιοποιήθηκαν στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Η θέση της εκκλησίας στα πλαίσια του ελληνικού κράτους και η σχέση της με την ελληνική πολιτεία γίνονται πλήρως κατανοητές με μια προσεκτική μελέτη του ισχύοντος Συντάγματος.
Α. Η επικεφαλίδα του Συντάγματος έχει ως εξής:
«Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»
Η φράση αυτή, η οποία είναι παρόμοια με τη φράση με την οποία αρχίζει η Θεία Λειτουργία, καταδεικνύει τα κάτωθι:
Α1. Ο Τριαδικός Θεός αναγνωρίζεται από το Σύνταγμα ως η Ανώτατη Αρχή του ελληνικού κράτους, όχι μόνο από απόψεως πνευματικής αλλά και θεσμικής. Αυτό σημαίνει ότι κάθε πολιτειακή απόφαση και νομοθετική διάταξη που προσβάλλει τον Τριαδικό Θεό είναι αυτοδίκαια άκυρη ως αντισυνταγματική.
Α2. Οι αξίες και οι κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας, η οποία είναι αφιερωμένη στη λατρεία του Τριαδικού Θεού, πρέπει να τυγχάνουν του σεβασμού κάθε εξουσίας και αρχής της ελληνικής πολιτείας. Στην πράξη αυτό λαμβάνει χώρα με την αποφυγή κάθε πολιτειακής απόφασης και ενέργειας που θίγει τις αξίες και τους κανόνες της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Β. Το άρθρο 3 του Συντάγματος ορίζει ότι:
1. Επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα είναι η θρησκεία της Aνατολικής Oρθόδοξης Εκκλησίας του Xριστού. H Oρθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που γνωρίζει κεφαλή της τον Kύριο ημών Iησού Xριστό …. · τηρεί απαρασάλευτα …. τους ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις.…»
Το άρθρο 3 του Συντάγματος χρησιμοποιήθηκε από το Συνταγματικό Νομοθέτη για να τονίσει τον πραγματικό χαρακτήρα και ρόλο της Εκκλησίας.
Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, η εκκλησία δεν αποτελεί ένα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ΝΠΔΔ) αλλά έναν ζωντανό οργανισμό με κεφαλή τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό (και μέλη τους πιστούς), όπως εξάλλου και το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 3.
Γ. Το άρθρο 13 του Συντάγματος ορίζει ότι:
“1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. 2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων…»

Δ. Το άρθρο 25 του Συντάγματος ορίζει ότι:
«**1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους... Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας…».
Τεκμαίρεται από το άρθρο ότι δεν μπορούν να περιορισθούν δικαιώματα που αφορούν τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού καθόσον παραβιάζεται έτσι η αρχή της αναλογικότητας (ΟλΑΠ 14/2001, ΑΠ 96/2010 Ε’Ποιν.Τμ.).
Ε. Το άρθρο 48 του Συντάγματος ορίζει ότι:
«1. Σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας ….. η Bουλή, με απόφασή της, που λαμβάνεται ύστερα από πρόταση της Kυβέρνησης, θέτει σε εφαρμογή, σε ολόκληρη την Επικράτεια ή σε τμήμα της, το νόμο για την κατάσταση πολιορκίας...και αναστέλλει την ισχύ του συνόλου ή μέρους των διατάξεων των άρθρων 5 παράγραφος 4, 6, 8, 9, 11, 12 παράγραφοι 1 έως και 4, 14, 19, 22 παράγραφος 3, 23, 96 παράγραφος 4 και 97....»
Από το παραπάνω άρθρο είναι σαφές ότι το δικαίωμα στη θρησκευτική συνείδηση και στη θρησκευτική λατρεία (άρθρο 13) δεν επιτρέπεται να προσβληθεί με πολιτειακή απόφαση ούτε και σε περίπτωση πολέμου.
Επομένως, τεκμαίρεται ότι, δεν μπορεί να προσβληθεί σε καμία απολύτως κατάσταση της χώρας.
Περιορισμοί σε κατάσταση της χώρας παρόμοια με πόλεμο μπορούν να επιβληθούν μόνο ως προς τις συνταγματικές διατάξεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό και σε καμία περίπτωση σε άλλες συνταγματικές διατάξεις.
Η δε επίκληση του άρθρου 44 εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας ενέχει δόλο καθόσον η κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα την περίοδο αυτή είναι παρόμοια με κατάσταση πολέμου.
ΣΤ. Το άρθρο 111 του Συντάγματος ορίζει ότι:
«1. Kάθε διάταξη νόμου ή διοικητικής πράξης με κανονιστικό χαρακτήρα, που είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα, καταργείται από την έναρξη της ισχύος του…»
Ζ. Το άρθρο 120 του Συντάγματος ορίζει ότι:
“2. O σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων...”
Το ανωτέρω άρθρο θεμελιώνει την συνταγματική υποχρέωση όλων των Ελλήνων, δηλαδή και της πολιτικής ηγεσίας, να σέβονται και να τηρούν το Σύνταγμα.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΠΟΙΝΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΩΣ ΑΚΟΛΟΥΘΩΣ.
Α. ΑΡΘΡΟ 134 ΠΚ
Το άρθρο 134 ΠΚ ορίζει ότι: «1. Όποιος επιχειρεί με βία ή απειλή βίας να καταλύσει, να μεταβάλει, να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως, το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στη λαϊκή κυριαρχία ή θεμελιώδεις αρχές ή θεσμούς του πολιτεύματος αυτού… τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια η πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και: (α) όποιος επιχειρεί να τελέσει την πράξη της προηγούμενης παραγράφου με κατάχρηση της ιδιότητάς του ως οργάνου του κράτους…3. Θεμελιώδεις αρχές και θεσμοί του πολιτεύματος θεωρούνται στο Κεφάλαιο αυτό: …στ) η αρχή της δέσμευσης του νομοθέτη από το Σύνταγμα και της εκτελεστικής και της δικαστικής λειτουργίας από το Σύνταγμα και τους νόμους… και η) η γενική ισχύς και προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που προβλέπει το Σύνταγμα».
Από το ανωτέρω άρθρο τεκμαίρεται ότι:
α) Κάθε πρόσωπο που επιχειρεί να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργές θεμελιώδες δικαίωμα, όπως το δικαίωμα στη θρησκευτική συνείδηση (όπως το δικαίωμα αυτό σχετίζεται και με το δικαίωμα στη θρησκευτική λατρεία), έχει υποπέσει στο ποινικό αδίκημα του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα
β) Κάθε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας (πολιτική ηγεσία) που παραβιάζει το Σύνταγμα έχει τελέσει ποινικό αδίκημα, αυτό του άρθρου 134 του Ποινικού Κώδικα.
γ) Η υπακοή στο Σύνταγμα δεν είναι μια αφηρημένη έννοια αλλά τιμωρείται κατά το Ποινικό δίκαιο.
ΑΡΘΡΟ 200 ΠΚ - Διατάραξη θρησκευτικών συναθροίσεων
Το άρθρο 200 ΠΚ (Ν. 4619/2019), ορίζει ότι: «1.Όποιος κακόβουλα προσπαθεί να εμποδίσει ή με πρόθεση διαταράσσει μια ανεκτή κατά το πολίτευμα θρησκευτική συνάθροιση για λατρεία ή τελετή, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη…».
Προϋπόθεση εφαρμογής της διάταξης αυτής, άρθρο 200 Ποινικού Κώδικα, είναι η εν λόγω παρεμπόδιση ή διατάραξη να τελέστηκε ‘κακόβουλα’, όρος που έχει πληρωθεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως φαίνεται από τα ανωτέρω εκτεθέντα.
Ενόψει των ανωτέρω, κάθε πολιτειακή απόφαση που παρεμβαίνει στη λειτουργική ζωή και το Τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι άκυρη και αντισυνταγματική, ενώ είναι και τιμωρητέα κατά τον Ποινικό Κώδικα.
Κατά συνέπεια, κάθε ποινή διοικητικού ή ποινικού χαρακτήρα (όπως πρόστιμα ή ποινική διαδικασία) που έλαβε χώρα με βάση τέτοιου είδους πολιτειακές αποφάσεις είναι παράνομη, άκυρη και αντισυνταγματική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου