Στό
ἀπόσπασμα αὐτό ὁ ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς τονίζει μέ ἀπόλυτο τρόπο ὅτι ὅπως ὁρίζει
ἡ ἀποστολική, ἁγιοπατερική καί ἁγιοσυνοδική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, οἱ αἱρέσεις
δέν εἶναι οὔτε μποροῦν νά γίνουν Ἐκκλησία. Ἡ λεγόμενη ἀπό τούς οἰκουμενιστές
«διακοινωνία», δηλαδή ἀλληλομετάδοση Μυστηρίων στούς αἱρετικούς, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντη
προδοσία τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ἐκκλησία προσφέρει μόνο τήν θεανθρώπινη κοινωνία καί ὄχι
τήν ἀντιφατική καί ἀδιανόητη διακοινωνία.
Ἡ
διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, πού διατυπώθηκε ἀπό
τούς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες, ἀπό τίς ἅγιες Συνόδους, γύρω ἀπό
τό θέμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἡ ἑξῆς: οἱ αἱρέσεις δέν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε μποροῦν
νά εἶναι Ἐκκλησία. Γι᾿ αὐτό δέν μποροῦν οἱ αἱρέσεις νά ἔχουν τά ἅγια Μυστήρια, ἰδιαίτερα
τό Μυστήριο τῆς Εὐχαριστίας, αὐτό τό Μυστήριο τῶν μυστηρίων. Γιατί ἀκριβῶς ἡ θεία
Εὐχαριστία εἶναι τό πᾶν καί τά πάντα στήν Ἐκκλησία: δηλαδή εἶναι καί ὁ ἴδιος ὁ
Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς καί ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία καί γενικά κάθε τι πού ἀνήκει στόν
Θεάνθρωπο.
Ἡ «intercommunio», δηλαδή ἡ διακοινωνία μέ τούς αἱρετικούς στά ἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως στή θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντη προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα. Πρόκειται μάλιστα περί προδοσίας ὁλοκληρης τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀποστολικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπατερικῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἁγιοπαραδοσιακῆς, τῆς Ἐκκλησίας τῆς Μιᾶς καί μοναδικῆς. Ἐδῶ θά πρέπει νά σταματήσῃ κάποιος τόν χριστοποιημένο νοῦ του καί τή συνείδηση μπροστά σέ μερικά ἅγια γεγονότα, ἅγια μηνύματα καί ἅγιες ἐντολές.