Ἀφορμή
γιά ὅσα θά διαβάσετε παρακάτω ἀποτελοῦν οἱ δύο ἀπαγωγές μικρῶν παιδιῶν τίς
τελευταῖες ἡμέρες, στή Θεσσαλονίκη καί τήν Ἀθήνα. Θεωροῦμε ὅτι ἡ μεγαλύτερη αἰτία
γιά τό φαινόμενο αὐτό εἶναι ἡ διάλυση τῆς οἰκογένειας, πού ὡς συνέπεια ἔχει τόν
διχασμό τοῦ ψυχικοῦ κόσμου τοῦ παιδιοῦ, τό ὁποῖο ἀρχίζει τότε νά ζεῖ ἔντονα τήν
ἀνασφάλεια, τήν ἔλλειψη τῆς θαλπωρῆς καί τήν ἀπουσία τῆς ὑπεύθυνης προστασίας ἀπό
τούς γονεῖς του.
Αὐτήν
τήν τρομερή ἀνασφάλεια, αὐτή τήν αἴσθηση τοῦ πουθενά, πού βιώνει στά κατάβαθα
του τό παιδί, τήν ἐκμεταλλεύονται στή συνέχεια κάποιοι ἀσυνείδητοι μέ ἀνήθικους
σκοπούς καί προθέσεις, οἱ ὁποῖοι προβαίνουν στήν ἀπαγωγή του μέ σκοπό τήν
σεξουαλική κακοποίηση καί ἐκμετάλλευσή του.
(ἐπίκαιρο διήγημα)
Ἡ |
Ἀγγελικούλα ἔχει δυό μάτια μεγάλα. Εἶναι
φρόνιμη. Κοιτάζει τόν πατέρα της καθώς παίρνει στό χέρι του τό κινητό του
τηλέφωνο καί μέ τ᾿ ἄλλο χέρι πατάει τούς ἀριθμούς γιά νά καλέσει. Ὕστερα ἀκούει
τή φωνή του στίς πιό βαθιές χορδές.
«Ἐσύ ᾿σαι;
Πάρε τό παιδί».
***
Τό «παιδί» εἶναι ἐκείνη. Αὐτό τό ξέρει ἀπ᾿ τόν καιρό πού τό κεφάλι της μόλις ἔφτανε τό μεγάλο τραπέζι πού τρώγαν. Τήν κάθιζαν μαζί τους σέ μιά καρέκλα μέ δυό μαξιλάρια. Τῆς ἔλεγαν νά κάνει προσευχή. Ὁ πατέρας, ὅταν θύμωνε, χτυποῦσε καί τά δυό του χέρια στό τραπέζι μέ σφιγμένες τίς γροθιές. Τό τραπέζι τρανταζόταν. Ἡ μητέρα ἔπαιρνε τά πιάτα μέ θόρυβο. Τά χτυποῦσε τό ἕνα πάνω στ᾿ ἄλλο, ἦταν κόκκινη, ἔκανε φασαρία. Φώναζαν κι᾿ οἱ δύο μαζί, φώναζε καί ἡ τηλεόραση, μόνο πού αὐτή δέν ἦταν θυμωμένη. Ἀπό τότε λέγαν «τό παιδί» καί τήν ἔδειχναν μέ τό κεφάλι ἤ μέ τό χέρι. Ἐκείνη τότε ἔβαζε τά κλάματα. Ἔκλαιγε δυνατά νά μήν ἀκούει.
***
Ὕστερα ἄλλαξαν
σπίτι. Ἦταν πιό μικρό. Ἰσόγειο σ᾿ ἕνα δρόμο μέ πιπεριές. Τό σπίτι ἦταν σιωπηλό.
Τό δωμάτιό της ἦταν ρόζ, εἶχε καί ρόζ κουρτίνα. Φέραν τά παιχνίδια της καί τ᾿ ἄλλα
πράγματά τους. Τό γεμίσανε. Τό σπίτι ἦταν ἄδειο. Ἦταν σχεδόν ἄνοιξη, ἀλλά ὁ
καιρός ἦταν συννεφιασμένος. Δέ ρώτησε: «Ποῦν᾿ ἡ μαμά;». Τήν ἄνοιξη κανονικά δέν
ἔχει γκρίζα σύννεφα, οὔτε ἀστραπές, τό εἶπε κι᾿ ἡ δασκάλα. Τό σπίτι ἦταν
σιωπηλό. Δέ ρώτησε: «Ποῦν᾿ ἡ μαμά;». Ἤξερε πώς δέ θἄρθει.
Τώρα εἶχαν ἡσυχία.
Ὁ πατέρας ἔφευγε τό πρωΐ βιαστικός. Ἦταν γιατρός. Εἶχε νοσοκομεῖο, ἔτσι ἔλεγε. Ἐρχόταν
ἡ κυρα-Παρασκευή, χοντρή, τυλιγότανε στήν ποδιά της καί τὄστρωνε στό κολατσιό. Ὕστερα
ἄνοιγε τά παράθυρα ν᾿ ἀεριστεῖ τό σπίτι. Καμμιά φορά, ἀνοιξιάτικα, ἔπιανε καί
κάποια μπόρα. Ἔπεφταν καί βροντές. Ἡ δασκάλα εἶπε νά μήν φοβοῦνται τίς βροντές.
Εἶναι τά σύννεφα, δέν κάνουν κακό. Ἡ Ἀγγελικούλα φοβᾶται. Ἄβολο κι᾿ αὐτό τό
σπίτι. Ἀνοιχτό στούς ἀνέμους. Κι᾿ ἀδειανό. Καί σιωπηλό. Πολύ σιωπηλό. Δέν ἔχει
μιά γωνιά νά νοιώσει ἀσφάλεια. Μιάν ἀγκαλιά νά κουρνιάσει.
Τό μεσημέρι
γυρνοῦσε ὁ πατέρας. Κρατοῦσε καί μιά τσάντα. Ἔτρωγαν χωρίς προσευχή. Ἔκανε ὁ
πατέρας κανά δυό σταυρούς, λοξούς, συρτούς, ἔτσι γιά νά δώσει τό σύνθημα ν᾿ ἀρχίσουν.
Τή ρωτοῦσε ἄν διάβασε κι᾿ ἄν ἔγραψε.
Ἡ Ἀγγελικούλα
κάνει κάτι μεγάλα γράμματα, στρογγυλά, ὡραῖα. Μόνο πού δέν πατάει τό μολύβι της
καί γίνονται ἀχνά. Δέν καλοφαίνονται. Ἡ δασκάλα εἶπε νά πατάει τό μολύβι της. Ὅταν
τό πατάει, τά γράμματα χαλᾶνε. Γίνονται στραβά, ἀκανόνιστα. Ἡ δασκάλα λέει:
«Δέν πειράζει, θά συνηθίσει».
***
Ἔξω ἀπ᾿ τό
σπίτι εἶναι ἕνας εὐκάλυπτος. Τόν ἔβαλε σημάδι. Θυμᾶται καί τήν πόρτα. Εἶναι
πράσινη. Ἔχει τρία σκαλοπάτια. Δέν ξέρει νά πάει μόνη της στό σπίτι τῆς μαμᾶς, ὅμως
πάντα ὅταν πλησιάζουν τό γνωρίζει. Πᾶνε τίς Κυριακές μέ τόν μπαμπά. Τήν ἀφήνει
στήν πόρτα καί φεύγει. Ποῦ πηγαίνει ὁ μπαμπάς; Ἡ μαμά τήν περιμένει. Τήν
παίρνει στά χέρια, τή φιλάει πολλές φορές. Τή χαϊδεύει. Ποῦ εἶναι ὁ μπαμπάς;
Τώρα, αὐτή τή στιγμή. Ἡ μαμά τῆς ἔχει κάνει γλυκό. Κάθε Κυριακή τῆς ἔχει γλυκό.
Τό σπίτι ἐδῶ εἶναι
ξένο. Τό χρῶμα στούς τοίχους μουντό. Κι᾿ ἡ μυρουδιά ἀλλοιώτικη. Τί μυρίζει;
Κολώνια, παρκέτο, φαγητό; Δέν ξέρει. Μερικά ἔπιπλα εἶναι γνώριμα. Ἐκεῖνος ὁ
μπουφές μέ τόν καθρέφτη. Τόν ξέρει. Ξεκλείδωνε τά ντουλάπια καί τ᾿ ἄδειαζε. Αὐτό
τῆς ἄρεσε. Νά τά βγάζει ὅλα ἔξω κι ὕστερα νά τά ξαναβάζει στή θέση τους.
Ἡ μαμά φοράει ἕνα
λουλουδάτο φόρεμα. Εἶναι ὄμορφο, πολύχρωμο. Ἡ μαμά ὅλο ρωτάει: Τί ἔφαγε σήμερα,
χτές, προχτές, ποῦ πῆγε, τί βαθμούς πῆρε. Κοιτάζει τά ροῦχα της. Κόντυναν.
Ψήλωσε. Καμαρώνει. Ποῦ εἶν᾿ ὁ μπαμπάς; Τώρα, αὐτή τή στιγμή. Γιατί ἔφυγε;
Δέ μιλάει.
Κανείς δέ μιλάει. Εἶναι Κυριακή. Εἶναι ἄνοιξη. Εἶναι σιωπή. Ἀκούει τό ρολόϊ
τίκι τίκι τίκι τίκι ὅλο τό ἴδιο, τό ἴδιο σάν τά ο καί τά ι πού γεμίζουν τό
τετράδιό της. Δέν ξέρει ἀκόμα νά διαβάζει τήν ὥρα. Ἀλλά τό ρολόϊ τῆς ἀρέσει. Εἶναι
σάν μιά ἱστορία. Τά ψηφία εἶναι σπίτια ἤ ἄνθρωποι. Περνάει ὁ δείχτης ἀπ᾿ τὄνα
στ᾿ ἄλλο καί σιγοκουβεντιάζει. Παίρνει παραγγελιές, χαιρετίσματα καί τά
πηγαίνει στά παρακάτω. Λέει στόν ἄλλο δείχτη, πού εἶναι γέρος καί τυφλός καί
πάει ἀργά: ὅλα εἶν’ ἐντάξει. Ὁ δρόμος στρωτός. Μπορεῖς νά προχωρήσεις. Καί
κάνει κι᾿ ἐκεῖνος ἕνα βῆμα μπροστά.
Ὅταν χτυπήσει
τό κουδούνι, θἆναι ὁ γείτονας; Ὄχι, θἆναι ὁ μπαμπάς. Ἡ μαμά τή φιλάει στά
μαλλιά, στά μάγουλα, τήν πηγαίνει στήν πόρτα. Ἀνοίγει. Ὁ μπαμπάς περιμένει. Τήν
παίρνει σιωπηλός. Χαιρετιοῦνται μέ τή μαμά, δέ χαιρετιοῦνται, δέ βλέπει. Κάθε
Κυριακή λέει: τήν ἄλλη φορά θά προσέξω. Κι᾿ ὅλο ξεχνιέται.
***
Ἡ Ἀγγελικούλα
εἶναι φρόνιμη. Λέει: «Εἶπε ἡ δασκάλα μας θά πᾶμε ἐκδρομή. Νά πάρουμε μαζί μας
καί φαγητό».
Ἡ Ἄννα θά
πάρει μαζί της κεφτέδες. Ἔτσι τῆς εἶπε, κεφτέδες.
«Ἐσύ τί θά
πάρεις;» τῆς εἶπε.
«Δέν ξέρω».
«Θά σοῦ
φτιάσει ἡ μαμά σου;»
«Θά μοῦ
φτιάσει».
«Κεφτέδες;»
«Κεφτέδες».
Ὁ πατέρας δέν
ξέρει νά φτιάνει κεφτέδες. Ἡ κυρα-Παρασκευή ἀρρώστησε. Ὁ πατέρας λέει: «ψωμί
καί τυρί». Ὕστερα σκέφτεται. Σηκώνεται. Περπατάει ἀπάνω κάτω, ἀπάνω κάτω. Ὕστερα
τήν παίρνει βιαστικά καί βγαίνουν. Κατεβαίνουν ἀμίλητοι πρός τόν μεγάλο δρόμο
γιά μιά βόλτα. Στέκεται ὕστερα μπροστά σ᾿ ἕνα περίπτερο καί βγάζει ἀπό τήν
τσέπη τό κινητό του τηλέφωνο.
«Ἐσύ ᾿σαι;
πάρε τό παιδί».
Ἡ Ἀγγελικούλα
κρατάει μέ τά δυό χέρια τό κινητό. Δίπλα της περνᾶνε αὐτοκίνητα, ἄνθρωποι. Ποῦ
βρέθηκε ἐδῶ ἡ φωνή τῆς μαμᾶς; Καί τόσο κοντά μές στ᾿ αὐτί της; Τή ρωτάει, εἶν᾿ ἀνήσυχη.
Τί νά πεῖ;
«Ὄχι, εἶναι
καλά. Δέν ἔχει τίποτα. Θά πᾶνε ἐκδρομή. Αὐτό εἶν᾿ ὅλο».
«Ναί, μέ τό
σχολεῖο, ὅλα τά παιδιά. Κι᾿ ἡ Ἄννα».
«Τί;». Δέν ἀκούει.
Φωνές ὅλο φωνές, κι᾿ ἡ μαμά εἶναι μακριά, ἡ φωνή της δέν ἀκούγεται.
Ὁ μπαμπάς τήν
σπρώχνει.
«Πές γιά τούς
κεφτέδες, πές το».
«Μαμά...».
Ἡ μαμά δέν ἀκούγεται.
Τό τηλέφωνο φέρνει φωνές ξένες, παράξενες, μπερδεμένες. Πῶς μπῆκαν ἀνάμεσά
τους; Ποῦν᾿ ἡ φωνή τῆς μαμᾶς; Εἶναι μιά ἀπ᾿ αὐτές τίς πολλές, τίς ξένες;
Γύρεψε μέ τά
μάτια τόν πατέρα της. Τόν εἶδε νά διαβάζει ἄπληστα τά νέα στίς ἐφημερίδες ἀπ᾿
τήν ἄλλη μεριά τοῦ περιπτέρου. Ἄφησε τό κινητό τηλέφωνο νά γλιστρήσει σιγά σιγά
μέσα ἀπ᾿ τά χέρια της καί νά πέσει κάτω. Καί χύθηκε μ᾿ ἕνα τρελλό τρεχαλητό μές
στή βοή τοῦ δρόμου.
Κ.Χ.
Ὑστερόγραφο: Ἄν
τυχόν καί τή βρεῖτε πουθενά νά εἴσαστε καλοί μαζί της. Φοράει ἕνα κόκκινο
φορεματάκι, ὄχι πολύ καινούργιο. Εἶναι φρόνιμη. Ἔχει δυό μάτια μεγάλα. Γράφει
λίγο ἀβέβαια καί δέν τραγουδάει ποτέ. Ἄν κερδίσετε τήν ἐμπιστοσύνη της μπορεῖ
καί νά γίνετε φίλοι. Ἴσως μάλιστα σᾶς πεῖ καί τίς ἱστορίες πού φτιάχνει μέ τόν
νοῦ της γιά τό ρολόϊ ἤ τήν κασσετίνα της. Ἡ κασσετίνα, λέει, εἶναι μιά οἰκογένεια.
Ἡ γομολάστιχα εἶναι ἡ μαμά, ὁ χάρακας εἶναι ὁ μπαμπάς καί τά μολύβια τά παιδιά.
Ὅλη μέρα μπαίνουν, βγαίνουν, κάνουν φασαρία, γελᾶνε. Καί τή νύχτα κλείνονται ὅλοι
μαζί στό σπιτάκι τους καί κοιμοῦνται. Εἶναι βλέπετε μιά οἰκογένεια.
Κ.Χ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου