Σάββατο 13 Ιουνίου 2020

Ο ΑΙΡΕΤΙΚΟ-ΟΥ­ΜΑ­ΝΙ­ΣΤΙ­ΚΟΣ ΟΙ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΣΜΟΣ

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς


 φη­μι­σμέ­νος γι­ά τήν ἀ­ρε­τή καί τήν ἁ­γι­ό­τη­τα τοῦ βί­ου του καί γι­ά τήν βα­θύ­νοι­α τῆς σκέ­ψε­ώς του σύγ­χρο­νός μας ἃγιος Ἰ­ου­στῖ­νος Πό­πο­βιτ­ς, Σέρ­βος κλη­ρι­κός καί κα­θη­γη­τής τῆς Θε­ο­λο­γι­κῆς Σχο­λῆς Βε­λι­γρα­δί­ου, ἐ­κοι­μή­θη τό 1979 ἐξόριστος στή γυ­ναι­κεί­α Ἱ. Μο­νή Ἀρ­χαγ­γέ­λων Τσέ­λι­ε Σερ­βί­ας, τῆς ὁποίας ἦταν Πνευματικός, δι­ω­κό­με­νος ἀ­πό τό ἀ­θεϊ­στι­κό κα­θε­στώς τῆς χώ­ρας του. Ὁ λό­γος του, ἀ­κραι­φνῶς Ὀρ­θό­δο­ξος, βαθειά θε­ο­λο­γι­κός καί φι­λο­σο­φι­κός, ἀ­πο­δεί­χθη­κε πολ­λές φο­ρές προ­φη­τι­κός καί ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κός. Συ­νέ­λα­βε τήν οὐ­σί­α τοῦ δρά­μα­τος τοῦ ἀ­πο­στα­τη­μέ­νου ἀν­θρώ­που καί ὑ­πέ­δει­ξε μέ πει­στι­κό­τη­τα τή λύ­ση τοῦ δρά­μα­τος αὐ­τοῦ, πού συ­νί­στα­ται στήν ἐ­πι­στρο­φή του πρός τήν ἀλήθεια τῆς θε­αν­θρώ­πι­νης κοι­νω­νί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας. Κεντρική ἰδέα του εἶναι ὅτι κάθε οὑμανισμός (εὐρωπαϊκός ἀνθρωπισμός) εἶναι μιά μάταιη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιά τή λύση τοῦ δράματός του, πού μόνο ὁ Θεάνθρωπος μπορεῖ νά χαρίσει. Ἡ Ὀρθόδοξη κριτική  του στήν αἵρεση  τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μᾶς εἶναι πολύ χρήσιμη. Στό ἀπόσπασμα αὐτό τονίζει τό γεγονός ὅτι οἱ λεγόμενοι «δι­ά­λο­γοι τῆς ἀ­γά­πης» μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν συνιστοῦν ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἀλλά καί τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης  εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ χωρισμός τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἀλήθεια στήν πρακτική τοῦ Οἰκουμενισμοῦ φανερώνει, ὅπως λέγει, ἔλλειψη τῆς θεανθρώπινης πίστεως καί  ἀπουσία τῆς ὀρθοφροσύνης.

 

Ὁ σύγ­χρο­νος «δι­ά­λο­γος τῆς ἀ­γά­πης», ὁ ὁ­ποῖ­ος τε­λεῖ­ται ὑ­πό τή μορ­φή γυ­μνοῦ συ­ναι­σθη­μα­τι­σμοῦ, εἶ­ναι στήν πρα­γμα­τι­κό­τη­τα ὀ­λι­γό­πι­στη ἄρ­νη­ση τοῦ σω­τη­ρι­ώ­δους ἁ­γι­α­σμοῦ τοῦ Πνεύ­μα­τος καί τῆς πί­στε­ως τῆς Ἀ­λήθειας (Β΄ Θεσ. 2, 13), δη­λα­δή τῆς μο­να­δι­κῆς σω­τη­ρι­ώ­δους «ἀ­γά­πης τῆς ἀ­λη­θεί­ας» (Β΄ Θεσ. 2, 10).

Ἡ οὐ­σί­α τῆς ἀ­γά­πης εἶ­ναι ἡ ἀ­λή­θει­α. ἡ ἀ­γά­πη ζεῖ καί ὑ­πάρ­χει ἀ­λη­θεύ­ου­σα. Ἡ ἀ­λή­θει­α εἶ­ναι ἡ καρ­διά κάθε θε­αν­θρώ­πινης ἀ­ρε­τῆς, ἑ­πο­μέ­νως καί τῆς ἀ­γά­πης. Καί κάθε μία ἀπό αὐ­τές κη­ρύτ­τει καί εὐ­αγ­γε­λί­ζε­ται τόν Θε­άν­θρω­πο Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ ὡς τόν μό­νο ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­ναι ἡ σάρ­κω­ση καί ἡ εἰ­κόνα τῆς Θεί­ας Ἀ­λήθει­ας, δη­λα­δή τῆς Πα­να­λήθει­ας.

Ἐ­άν τυ­χόν ὑπῆρχε περίπτωση νά εἶναι ἡ ἀ­λή­θει­α ὁτι­δή­πο­τε ἄλ­λο καί ὄ­χι ὁ Θε­άν­θρω­πος Χρι­στός, τότε αὐτή θά ἦ­ταν μι­κρή, ἀ­νε­παρ­κής, πε­πε­ρα­σμέ­νη, θνη­τή. Τέτοια θά ἦ­ταν ἡ ἀ­λή­θει­α, ἐ­άν ἦ­ταν νό­η­μα, ἰ­δέ­α, θε­ω­ρί­α, νοῦς, ἐ­πι­στή­μη, φι­λο­σο­φί­α, κουλ­τού­ρα, ὁ ἄν­θρω­πος, ἡ ἀν­θρω­πό­τητα, ὁ κό­σμος ἤ ὅ­λοι οἱ κό­σμοι, ἤ ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε ἤ ὁτι­δή­πο­τε ἤ ὅ­λα αὐ­τά μα­ζί. Ἡ ἀ­λή­θει­α ὅ­μως εἶ­ναι Πρό­σω­πο καί μά­λι­στα τό πρό­σω­πο τοῦ Θε­αν­θρώ­που Χρι­στοῦ, τοῦ δευ­τέ­ρου προ­σώ­που τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, καί ὡς ἐκ τού­του εἶ­ναι ἀ­θά­να­τη καί μή πε­πε­ρα­σμέ­νη, αἰ­ώ­νια. Δι­ό­τι στόν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ ἡ Ἀ­λή­θει­α καί ἡ Ζω­ή εἶ­ναι ὁ­μο­ού­σι­ες: ἡ ᾽Α­λή­θει­α ἡ αἰ­ώ­νι­α καί ἡ Ζω­ή ἡ αἰ­ώ­νι­α (πρβλ. Ἰ­ω. 14, 6. 1,4. 17,3). Ἐ­κεῖ­νος ὁ ὁ­ποῖ­ος πι­στεύ­ει στόν Κύ­ρι­ο Ἰ­η­σοῦ αὐ­ξά­νει ἀ­κα­τα­παύ­στως δι­ά τῆς Ἀ­λή­θει­άς Του στίς θεῖες της ἀ­πε­ρα­ντο­σύ­νες. Αὐ­ξά­νει μέ ὅ­λο τό εἶ­ναι του, μέ ὅ­λη τή δι­ά­νοι­ά του, μέ ὅ­λη τήν καρ­διά καί τήν ψυ­χή του.  Ἐν Χρι­στῷ οἱ ἄν­θρω­ποι ζοῦ­με «ἀ­λη­θεύ­ο­ντες ἐν ἀ­γά­πῃ», δι­ό­τι μό­νον ἔτσι μποροῦμε νά «αὐ­ξή­σω­μεν εἰς Αὐ­τόν τά πά­ντα, ὅς ἐ­στιν ἡ κε­φα­λή, ὁ Χρι­στός» ( Ἐφ. 4, 15), πά­ντο­τε μέσα στήν  Ἐκ­κ­λη­σί­α καί δι­ά τῆς  Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δι­ό­τι ἀλ­λιῶς δέν μπορεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά αὐ­ξά­νει σ᾽  Ἐ­κεῖ­νον, «ὅς ἐ­στιν ἡ κε­φα­λή» τοῦ σώ­μα­τος τῆς  Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δη­λα­δή στόν Χρι­στό.

Ἄς μήν ἀ­πα­τοῦμε­ τόν ἑαυτό μας. Ὑπάρ­χει καί ὁ «δι­ά­λο­γος τοῦ ψεύ­δους», ὅ­ταν οἱ δι­α­λε­γό­με­νοι συ­νει­δη­τά ἤ ἀ­συ­νείδητα ψεύ­δο­νται ὁ ἕνας στόν ἄλ­λο. Τέτοιος δι­ά­λο­γος εἶ­ναι οἰ­κεῖ­ος στόν «πα­τέ­ρα τοῦ ψεύ­δους», τόν Δι­ά­βο­λο, «ὅ­τι ψεύ­στης ἐ­στί καί ὁ πα­τήρ αὐ­τοῦ» (Ἰ­ω. 8, 44). Οἰ­κεῖ­ος εἶ­ναι καί σ᾽ ὅ­λους τούς ἑ­κού­σι­ους ἤ ἀ­κού­σιους συ­νερ­γά­τες του, ὅ­ταν αὐ­τοί θε­λή­σουν νά πρα­γμα­το­ποι­ή­σουν τό «κα­λό» τους δι­ά τοῦ κα­κοῦ, νά φθά­σουν  στήν «ἀ­λή­θει­α» τους μέ τή βο­ή­θει­α τοῦ ψεύ­δους. Δέν ὑ­πάρ­χει «δι­ά­λο­γος τῆς ἀ­γά­πης» χωρίς τόν δι­ά­λογο τῆς ἀ­λή­θει­ας. Διαφορετικά τέτοιος δι­ά­λο­γος εἶ­ναι ἀ­φύ­σι­κος καί ψευ­δής. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐ­ντο­λή τοῦ Ἀ­πο­στό­λου ζη­τεῖ νά εἶ­ναι «ἡ ἀ­γά­πη ἀ­νυ­πό­κρι­τος» (Ρωμ. 12, 9).

Ὁ αἱ­ρε­τι­κο-ου­μα­νι­στι­κός χω­ρι­σμός καί ἡ δι­αί­ρε­ση τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς ἀ­λή­θειας εἶ­ναι σημάδι ἐλ­λεί­ψε­ως τῆς θε­αν­θρω­πί­νης πί­στε­ως καί τῆς ἀ­πο­λε­σθεί­σης πνευ­μα­τι­κῆς θε­αν­θρώ­πινης ἰ­σορ­ρο­πί­ας καί ὀρ­θο­φρο­σύ­νης.  Ἐν πά­σῃ πε­ρι­πτώ­σει τοῦ­το δέν ἧ­ταν πο­τέ οὔ­τε εἶ­ναι ἡ ὁ­δός τῶν Πα­τέ­ρων. Μόνο οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι, ρι­ζω­μέ­νοι καί θε­με­λι­ω­μέ­νοι «σύν πᾶ­σι τοῖς ἁ­γί­οις»  στήν ἀ­λή­θεια καί στήν ἀ­γά­πη, ἔ­χουν καί ἀ­ναγ­γέλ­λουν, ἀ­πό τήν ἐ­πο­χή τῶν Ἀ­πο­στό­λων μέχρι σή­με­ρα, αὐ­τή τή θε­αν­θρώπινη σω­τη­ρι­ώ­δη ἀ­γά­πη πρός τόν κό­σμο καί πρός ὅ­λα τά κτί­σμα­τα τοῦ Θε­οῦ.

Ὁ γυ­μνός ἠ­θι­κι­στι­κός μι­νι­μα­λι­σμός[=μειωμένη χριστιανική ἠθική]καί ὁ ἀν­θρω­πι­στι­κός εἰ­ρη­νι­σμός τοῦ σύγ­χρο­νου Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ πράτ­τουν μό­νο ἕνα πρά­γμα: φέρ­νουν στό φῶς τίς φυ­μα­τι­κές οὑ­μα­νι­στι­κές ρί­ζες τους, δη­λα­δή τήν ἀρ­ρω­στη­μέ­νη φι­λο­σο­φί­α τους καί τήν ἀν­θρώ­πινη, «κα­τά τήν πα­ρά­δο­σιν τῶν ἀν­θρώ­πων» (Κολ. 2, 8), ἀ­νί­σχυ­ρη ἠ­θι­κή τους. Φα­νε­ρώ­νουν ἐ­πιπλέ­ον τήν κρί­ση τῆς ἀν­θρω­πι­στι­κῆς πί­στε­ώς τους στήν ἀ­λή­θει­α καί τήν δο­κη­τι­στι­κή [=μή πραγματική ἀντίληψη] ἀ­ναι­σθη­σί­α τους γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κ­λη­σί­ας, δη­λα­δή γι­ά τήν ἀ­πο­στο­λι­κή καί κα­θο­λι­κή συ­νέ­χει­ά της  στήν ἀ­λή­θει­α καί στή χά­ρη. Ἐνῶ ὁ ἀ­πο­στο­λι­κός ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κός θε­ο­νοῦς καί ἡ ὀρ­θο­φρο­σύ­νη εὐ­αγ­γε­λί­ζο­νται μέ τό στό­μα­ τοῦ Ἁ­γί­ου Μα­ξί­μου τοῦ Ὁ­μο­λο­γη­τοῦ τήν ἑ­ξῆς ἀ­λή­θει­α τῆς πί­στε­ως: «῾Η πί­στη εἶναι ἡ βά­ση τῶν ἀρετῶν πού ἀκολουθοῦν, ἐννοῶ τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης, θέτοντας ἔτσι σάν βάση τήν ἀλήθεια μέ τρόπο ἀσφαλῆ» (P.G. 90, 1189Α).

Δέν ὑ­πάρ­χει καμία ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι τό ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κό μέ­τρο τῆς ἀ­γά­πης πρός τούς ἀν­θρώ­πους καί τῆς σχέ­σε­ως πρός τούς αἱ­ρε­τι­κούς, πού κληρονομήθηκε ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, ἔ­χει ὁ­λο­τε­λῶς θε­αν­θρώ­πι­νο χα­ρα­κτήρα. Τοῦ­το ἐκφράζουν θεοπνεύστως οἱ ἑξῆς λόγοι τοῦ ἴδιου ῾Αγίου: «Καί δέν τά γράφω αὐτά, μή γένοιτο, ἐπειδή θέλω νά θλίβονται οἱ αἱρετικοί, οὔτε νοιώθοντας χαρά γιά τήν κακοποίησή τους, ἀλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι καί ἀγάλλομαι μαζί τους γιά τήν ἐπιστροφή τους. Γιατί τί εἶναι πιό εὐχάριστο γιά τούς πιστούς ἀπό τό νά βλέπουν τά διασκορπισμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ νά μαζεύονται ὅλα μαζί; Οὔτε τά γράφω αὐτά παρακινώντας σας νά δείξετε τή σκληρότητα τοῦ Φιλάνθρωπου. Ὄχι τέτοια μανία! Ἀλλά τά γράφω αὐτά γιά νά σᾶς παρακαλέσω νά ἐκτελεῖτε καί νά ἐφαρμόζετε, μέ προσοχή καί μετά ἀπό ἐξέταση, τά καλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά γίνεσθε τά πάντα σέ ὅλους, ἀνάλογα μέ τό τί χρειάζεται  καθένας τους ἀπό ἐσᾶς. Καί θέλω καί εὔχομαι νά εἶστε ἀπόλυτα σκληροί καί ἀμείλικτοι μόνο στό νά μή συμπράξετε μέ τούς αἱρετικούς στή σύσταση καί συγκρότηση τῆς φρενοβλαβοῦς (αἱρετικῆς) δοξασίας τους. Καί τοῦτο διότι ἐγώ ὁρίζω ὡς μισανθρωπία καί ὡς χωρισμό ἀπό τή θεία ἀγάπη τήν προσπάθεια ἐνισχύσεως τῆς πλάνης (τῆς αἱρέσεως), πού ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη μεγαλύτερη φθορά ἐκείνων πού ἔχουν ἤδη πέσει σ᾽ αὐτήν ( P.G. 91, 465C).        

 

(Ἀ­πό τό βι­βλίο τοῦ π. Ἰουστίνου Πό­πο­βιτ­ς «Η ΟΡ­ΘΟ­ΔΟ­ΞΟΣ ΕΚ­Κ­ΛΗ­ΣΙ­Α ΚΑΙ Ο ΟΙ­ΚΟΥ­ΜΕ­ΝΙ­ΣΜΟΣ», σελ. 226-228. Στό κείμενο ἔγινε γραμματική καί γλωσσική ἁπλοποίηση).


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου