Ὁ |
φημισμένος γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα
τοῦ βίου του καί γιά τήν βαθύνοια τῆς σκέψεώς του σύγχρονός μας ἃγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Σέρβος κληρικός καί καθηγητής τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου, ἐκοιμήθη τό 1979 ἐξόριστος στή
γυναικεία Ἱ. Μονή Ἀρχαγγέλων Τσέλιε Σερβίας, τῆς ὁποίας ἦταν Πνευματικός,
διωκόμενος ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς τῆς χώρας του. Ὁ λόγος του, ἀκραιφνῶς
Ὀρθόδοξος, βαθειά θεολογικός καί φιλοσοφικός, ἀποδείχθηκε
πολλές φορές προφητικός καί ἀποκαλυπτικός. Συνέλαβε τήν οὐσία τοῦ
δράματος τοῦ ἀποστατημένου ἀνθρώπου καί ὑπέδειξε μέ
πειστικότητα τή λύση τοῦ δράματος αὐτοῦ, πού συνίσταται στήν ἐπιστροφή
του πρός τήν ἀλήθεια τῆς θεανθρώπινης κοινωνίας τῆς Ὀρθόδοξης
Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Κεντρική ἰδέα του εἶναι ὅτι κάθε οὑμανισμός (εὐρωπαϊκός
ἀνθρωπισμός) εἶναι μιά μάταιη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιά τή λύση τοῦ δράματός
του, πού μόνο ὁ Θεάνθρωπος μπορεῖ νά χαρίσει. Ἡ Ὀρθόδοξη κριτική του στήν αἵρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ μᾶς εἶναι πολύ χρήσιμη. Στό
ἀπόσπασμα αὐτό τονίζει τό γεγονός ὅτι οἱ λεγόμενοι «διάλογοι τῆς ἀγάπης»
μεταξύ τῶν ἑτεροδόξων χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν συνιστοῦν ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἀλλά
καί τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ ἡ οὐσία τῆς ἀγάπης
εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὁ χωρισμός τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἀλήθεια στήν πρακτική τοῦ
Οἰκουμενισμοῦ φανερώνει, ὅπως λέγει, ἔλλειψη τῆς θεανθρώπινης πίστεως καί ἀπουσία τῆς ὀρθοφροσύνης.
Ὁ σύγχρονος
«διάλογος τῆς ἀγάπης», ὁ ὁποῖος τελεῖται ὑπό τή μορφή γυμνοῦ
συναισθηματισμοῦ, εἶναι στήν πραγματικότητα ὀλιγόπιστη ἄρνηση
τοῦ σωτηριώδους ἁγιασμοῦ τοῦ Πνεύματος καί τῆς πίστεως τῆς Ἀλήθειας
(Β΄ Θεσ. 2, 13), δηλαδή τῆς μοναδικῆς σωτηριώδους «ἀγάπης τῆς ἀληθείας»
(Β΄ Θεσ. 2, 10).
Ἡ οὐσία
τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ ἀλήθεια. ἡ ἀγάπη ζεῖ καί ὑπάρχει ἀληθεύουσα.
Ἡ ἀλήθεια εἶναι ἡ καρδιά κάθε θεανθρώπινης ἀρετῆς, ἑπομένως καί τῆς
ἀγάπης. Καί κάθε μία ἀπό αὐτές κηρύττει καί εὐαγγελίζεται τόν Θεάνθρωπο
Κύριο Ἰησοῦ ὡς τόν μόνο ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ σάρκωση καί ἡ εἰκόνα τῆς Θείας
Ἀλήθειας, δηλαδή τῆς Παναλήθειας.
Ἐάν τυχόν
ὑπῆρχε περίπτωση νά εἶναι ἡ ἀλήθεια ὁτιδήποτε ἄλλο καί ὄχι ὁ
Θεάνθρωπος Χριστός, τότε αὐτή θά ἦταν μικρή, ἀνεπαρκής, πεπερασμένη,
θνητή. Τέτοια θά ἦταν ἡ ἀλήθεια, ἐάν ἦταν νόημα, ἰδέα, θεωρία, νοῦς,
ἐπιστήμη, φιλοσοφία, κουλτούρα, ὁ ἄνθρωπος, ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ κόσμος
ἤ ὅλοι οἱ κόσμοι, ἤ ὁποιοσδήποτε ἤ ὁτιδήποτε ἤ ὅλα αὐτά μαζί. Ἡ
ἀλήθεια ὅμως εἶναι Πρόσωπο καί μάλιστα τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου
Χριστοῦ, τοῦ δευτέρου προσώπου τῆς Ἁγίας Τριάδος, καί ὡς ἐκ τούτου εἶναι
ἀθάνατη καί μή πεπερασμένη, αἰώνια. Διότι στόν Κύριο Ἰησοῦ ἡ
Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή εἶναι ὁμοούσιες: ἡ ᾽Αλήθεια ἡ αἰώνια καί ἡ Ζωή
ἡ αἰώνια (πρβλ. Ἰω. 14, 6. 1,4. 17,3). Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος
πιστεύει στόν Κύριο Ἰησοῦ αὐξάνει ἀκαταπαύστως διά τῆς Ἀλήθειάς
Του στίς θεῖες της ἀπεραντοσύνες. Αὐξάνει μέ ὅλο τό εἶναι του, μέ ὅλη
τή διάνοιά του, μέ ὅλη τήν καρδιά καί τήν ψυχή του. Ἐν Χριστῷ οἱ ἄνθρωποι ζοῦμε «ἀληθεύοντες
ἐν ἀγάπῃ», διότι μόνον ἔτσι μποροῦμε νά «αὐξήσωμεν εἰς Αὐτόν τά πάντα,
ὅς ἐστιν ἡ κεφαλή, ὁ Χριστός» ( Ἐφ. 4, 15), πάντοτε μέσα στήν Ἐκκλησία καί διά τῆς Ἐκκλησίας, διότι ἀλλιῶς δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος
νά αὐξάνει σ᾽ Ἐκεῖνον, «ὅς ἐστιν ἡ
κεφαλή» τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας,
δηλαδή στόν Χριστό.
Ἄς μήν ἀπατοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ὑπάρχει καί ὁ «διάλογος τοῦ ψεύδους», ὅταν οἱ διαλεγόμενοι συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα ψεύδονται ὁ ἕνας στόν ἄλλο. Τέτοιος διάλογος εἶναι οἰκεῖος στόν «πατέρα τοῦ ψεύδους», τόν Διάβολο, «ὅτι ψεύστης ἐστί καί ὁ πατήρ αὐτοῦ» (Ἰω. 8, 44). Οἰκεῖος εἶναι καί σ᾽ ὅλους τούς ἑκούσιους ἤ ἀκούσιους συνεργάτες του, ὅταν αὐτοί θελήσουν νά πραγματοποιήσουν τό «καλό» τους διά τοῦ κακοῦ, νά φθάσουν στήν «ἀλήθεια» τους μέ τή βοήθεια τοῦ ψεύδους. Δέν ὑπάρχει «διάλογος τῆς ἀγάπης» χωρίς τόν διάλογο τῆς ἀλήθειας. Διαφορετικά τέτοιος διάλογος εἶναι ἀφύσικος καί ψευδής. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ἐντολή τοῦ Ἀποστόλου ζητεῖ νά εἶναι «ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος» (Ρωμ. 12, 9).
Ὁ αἱρετικο-ουμανιστικός
χωρισμός καί ἡ διαίρεση τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀλήθειας εἶναι σημάδι ἐλλείψεως
τῆς θεανθρωπίνης πίστεως καί τῆς ἀπολεσθείσης πνευματικῆς θεανθρώπινης
ἰσορροπίας καί ὀρθοφροσύνης. Ἐν
πάσῃ περιπτώσει τοῦτο δέν ἧταν ποτέ οὔτε εἶναι ἡ ὁδός τῶν Πατέρων.
Μόνο οἱ Ὀρθόδοξοι, ριζωμένοι καί θεμελιωμένοι «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις» στήν ἀλήθεια καί στήν ἀγάπη, ἔχουν καί ἀναγγέλλουν,
ἀπό τήν ἐποχή τῶν Ἀποστόλων μέχρι σήμερα, αὐτή τή θεανθρώπινη
σωτηριώδη ἀγάπη πρός τόν κόσμο καί πρός ὅλα τά κτίσματα τοῦ Θεοῦ.
Ὁ γυμνός ἠθικιστικός
μινιμαλισμός[=μειωμένη χριστιανική ἠθική]καί ὁ ἀνθρωπιστικός εἰρηνισμός
τοῦ σύγχρονου Οἰκουμενισμοῦ πράττουν μόνο ἕνα πράγμα: φέρνουν στό φῶς
τίς φυματικές οὑμανιστικές ρίζες τους, δηλαδή τήν ἀρρωστημένη
φιλοσοφία τους καί τήν ἀνθρώπινη, «κατά τήν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων»
(Κολ. 2, 8), ἀνίσχυρη ἠθική τους. Φανερώνουν ἐπιπλέον τήν κρίση τῆς ἀνθρωπιστικῆς
πίστεώς τους στήν ἀλήθεια καί τήν δοκητιστική [=μή πραγματική ἀντίληψη]
ἀναισθησία τους γιά τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή γιά τήν ἀποστολική
καί καθολική συνέχειά της στήν ἀλήθεια
καί στή χάρη. Ἐνῶ ὁ ἀποστολικός ἁγιοπατερικός θεονοῦς καί ἡ ὀρθοφροσύνη
εὐαγγελίζονται μέ τό στόμα τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ τήν ἑξῆς
ἀλήθεια τῆς πίστεως: «῾Η πίστη εἶναι ἡ βάση τῶν ἀρετῶν πού ἀκολουθοῦν, ἐννοῶ
τῆς ἐλπίδας καί τῆς ἀγάπης, θέτοντας ἔτσι σάν βάση τήν ἀλήθεια μέ τρόπο ἀσφαλῆ»
(P.G. 90, 1189Α).
Δέν ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία
ὅτι τό ἁγιοπατερικό μέτρο τῆς ἀγάπης πρός τούς ἀνθρώπους καί τῆς σχέσεως
πρός τούς αἱρετικούς, πού κληρονομήθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους, ἔχει ὁλοτελῶς
θεανθρώπινο χαρακτήρα. Τοῦτο ἐκφράζουν θεοπνεύστως οἱ ἑξῆς λόγοι τοῦ ἴδιου
῾Αγίου: «Καί δέν τά γράφω αὐτά, μή γένοιτο, ἐπειδή θέλω νά θλίβονται οἱ αἱρετικοί,
οὔτε νοιώθοντας χαρά γιά τήν κακοποίησή τους, ἀλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι
καί ἀγάλλομαι μαζί τους γιά τήν ἐπιστροφή τους. Γιατί τί εἶναι πιό εὐχάριστο γιά
τούς πιστούς ἀπό τό νά βλέπουν τά διασκορπισμένα παιδιά τοῦ Θεοῦ νά μαζεύονται ὅλα
μαζί; Οὔτε τά γράφω αὐτά παρακινώντας σας νά δείξετε τή σκληρότητα τοῦ Φιλάνθρωπου.
Ὄχι τέτοια μανία! Ἀλλά τά γράφω αὐτά γιά νά σᾶς παρακαλέσω νά ἐκτελεῖτε καί νά ἐφαρμόζετε,
μέ προσοχή καί μετά ἀπό ἐξέταση, τά καλά σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους καί νά γίνεσθε
τά πάντα σέ ὅλους, ἀνάλογα μέ τό τί χρειάζεται
καθένας τους ἀπό ἐσᾶς. Καί θέλω καί εὔχομαι νά εἶστε ἀπόλυτα σκληροί καί
ἀμείλικτοι μόνο στό νά μή συμπράξετε μέ τούς αἱρετικούς στή σύσταση καί συγκρότηση
τῆς φρενοβλαβοῦς (αἱρετικῆς) δοξασίας τους. Καί τοῦτο διότι ἐγώ ὁρίζω ὡς
μισανθρωπία καί ὡς χωρισμό ἀπό τή θεία ἀγάπη τήν προσπάθεια ἐνισχύσεως τῆς πλάνης
(τῆς αἱρέσεως), πού ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀκόμη μεγαλύτερη φθορά ἐκείνων πού ἔχουν
ἤδη πέσει σ᾽ αὐτήν ( P.G. 91, 465C).
(Ἀπό τό βιβλίο
τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο
ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 226-228. Στό κείμενο ἔγινε γραμματική καί γλωσσική ἁπλοποίηση).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου