Η
Κωνσταντινούπολη ήτανε η κιβωτός της Ορθοδοξίας, δηλαδή της αληθινής πίστης
του Χριστού κ’ οι στρατιώτες που την φυλάγανε ήτανε «θεηγόροι οπλίται
παρατάξεως Κυρίου». Πολλοί βασιλιάδες της θεολογούσανε και συνθέτανε ύμνους και
τροπάρια, και κάμποσοι απ’ αυτούς καλογερέψανε, και πεθάνανε εν μετανοία στα
μοναστήρια.
Το
ίδιο κάνανε και πολλοί στρατηγοί, και πλήθος αμέτρητο στρατιώτες γινόντανε
καλόγεροι κι’ ασκητάδες, και κρεμάζανε το σπαθί και το κοντάρι τους στο κελλί
τους σαν άρματα αγιασμένα που διαφεντέψανε την πίστη του Χριστού.
Αληθινά,
ο Χριστός δεν θέλει να πιάνουνε άρματα στα χέρια τους όσοι σηκώσανε τον σταυρό
και τον ακολουθήσανε. Μα ο άνθρωπος είναι αδύνατος, κ’ οι περιστάσεις της ζωής
τον κάνουνε να συνταιριάζει μ’ αυτές τα λόγια του Χριστού. Οι περισσότεροι απ’
εκείνους τους πολεμιστές δεν ήτανε αιμοβόροι, κι’ ούτε θέλανε να σκοτώσουν είτε
ν’ αρπάξουνε τα πράγματα των άλλων, αλλά πολεμούσανε για να μην μπούνε στο
βασίλειό τους οι αλλόθρησκοι και καταλύσουνε την αληθινή πίστη.
Το παράδοξο είναι πως οι Bυζαντινοί θεωρούσανε πιο επικίνδυνους για την θρησκεία τους τους Φράγκους που ήτανε χριστιανοί, παρά τους Τούρκους που ήτανε αλλόθρησκοι.
Οι
Φράγκοι είχανε ρημάξει την Πόλη κι’ ολόκληρο το βασίλειο στον καιρό των
Σταυροφόρων, κ’ ύστερα οι Καταλάνοι το φάγανε σαν την ακρίδα, έχοντας για
σημαία τον σταυρό. Όποιος θέλει να δει τί αντίχριστοι ήτανε αυτοί οι τυχοδιώκτες,
οι Καταλάνοι, ας διαβάσει την ιστορία που έγραψε ένας Μουντάνερ, που ήτανε ο
γραμματισμένος τους και θα ανατριχιάσει από τις παληανθρωπιές που κάνανε οι πατριώτες
του για να πνίξουνε την Ορθοδοξία που τους είχε δώσει τη θρησκεία την οποία
λέγανε πως είχανε, σκοτώνοντας και ληστεύοντας τους Γραικούς που τους λέγανε
αιρετικούς, αυτοί οι αληθινοί μαθητές του Χριστού.
Όλοι
οι υπήκοοι του Πάπα ερχόντανε στην Ανατολή ντυμένοι με προβατοπροβιά,
ενώ ήτανε από μέσα λύκοι. Η υποκρισία και
το κρυφοδάγκωμα ήτανε το μεγαλύτερο όπλο τους. Πονηροί,
δίβουλοι, φανατικοί.
Ενώ
οι Τούρκοι κ’ οι άλλοι μωχαμετάνοι, μπορεί νάχανε τη σκληρότητα που έχουνε οι
άνθρωποι του πολέμου, μα είχανε και καλωσύνη, πολλά γενναία αισθήματα, αγάπη
στη δικαιοσύνη, φόβο Θεού, επειδή ήταν πιο απλοί και ζούσανε πιο φυσική ζωή.
Για
τούτο οι Πολίτες λέγανε: «Καλύτερα να δούμε στην Πόλη σαρίκι τούρκικο, παρά
παπική μίτρα».
Ο
Μάρκος ο Ευγενικός, επίσκοπος Εφέσου, στάθηκε πύργος της Ορθοδοξίας καταπάνω
στην πανουργία της Ρώμης, καθώς κι’ ο μαθητής του Γεννάδιος ο Σχολάριος, ο
πρώτος πατριάρχης ύστερ’ από την Άλωση, Έλληνας ορθοδοξότατος και σοφώτατος,
που αξιώθηκε, όπως πρόβλεψε, να πάρει από τον σουλτάν Μωάμεθ τη θρησκευτική
διοίκηση των Χριστιανών και να γίνει γενάρχης του έθνους των Γραικών.Αυτοί οι
μακάριοι κι’ άλλοι όμοιοί τους εσώσανε την φυλή μας, όπως αποδείχθηκε από όσα
ακολουθήσανε ως σήμερα.
Οι Τούρκοι πήρανε την επικράτεια, μα η θρησκεία
μας, και μαζί της κ’ η φυλή μας, φυλάχθηκε και δεν χάθηκε. Ενώ, αν παίρνανε την
Πόλη οι Φράγκοι, σύντομα θα σβήνανε και τα δυο, κι’ η πίστη μας κ’ η φυλή μας.
Και για να φανεί αυτό καλά, θα αναφέρω λίγα λόγια του σοφού Κοραή που λέγει:
«Δια την δεισιδαιμονίαν ταύτην μας ονειδίζουν (οι Δυτικοί), και εις αυτήν αποδίδουν
το πείσμα του κοινού λαού να μην ενωθεί με τους Παπιστάς, και την σταθεράν
αυτού αντίστασιν εις τους επιθυμούντας να τον ενώσωσιν αυτοκράτορας…Εις την
δεισιδαμονίαν όμως ταύτην (αν εγέννησε ποτέ τι καλόν η δεισιδαιμονία)
χρεωστούμεν οι σημερινοί Γραικοί την ύπαρξίν μας, χωρίς το ευτυχέστατον τούτο
πείσμα των προ ημών, και η δεισιδαιμονία ήθελεν αυξηθή επί πλέον, και τα
πολυπληθή τάγματα των Δυτικών μοναχών έμελλον να καταβρωμίσωσι το έδαφος της
ταλαιπώρου Ελλάδος, και τα Νερωνικά της Ιεράς Εξετάσεως κριτήρια να φλογίζωσι
τους Έλληνας, ως κατέφλεξαν πολλάς μυριάδας Δυτικών, και η Ανατολική Εκκλησία
να υποταχθή ως εις κεφαλήν τον Πάπαν».
Ας τα προσέξουνε καλά αυτά τα λόγια πολλοί από
τους δικούς μας δυτικολάτρες, και μάλιστα θεολόγοι, καθηγηταί και κληρικοί…
Μετά το πάρσιμο της Πόλης, μ’ όλο που ο τούρκος μας
διοίκησε φρόνιμα, και με το φέρσιμό του, ακόμα και με τη θεοσέβειά του, μας
έκανε να φυλάξουμε καλύτερα και με περισσότερο ζήλο την πίστη μας, δεν έπαψαν
οι Γραικοί να ονειρεύονται την ανάσταση του γένους και την πολιτική ελευθερία
τους, προ πάντων στα μέρη που κυβερνούσανε σκληροί πασάδες.
Πολλοί
αρματολοί ζούσανε στα βουνά σαν θηρία, με τ’ άρματα στα χέρια μέρα νύχτα,
θρεμμένοι με τις ιστορίες του Παλαιολόγου και της Αγιάς Σοφιάς, έχοντας για
φυλαχτό την Παναγία, τον άγιο Γιώργη και τον άγιο Δημήτρη, μην παρατώντας την
προσευχή, πιστεύοντας πως ο Χριστός ήτανε μαζί τους, και στοχαζόμενοι πως
βρισκότανε κοντά η μέρα της βασιλείας του Χριστού με την Ανάσταση του Ελληνικού
γένους που εστερέωσε τη θρησκεία του.
Αυτοί
οι καπιτανέοι δεν ήτανε για τον λαό μοναχά πολεμισταί της πατρίδας τους, μα και
υπερασπισταί της πίστης μας, οι ίδιοι που πολεμήσανε στην Πόλη «υπέρ πίστεως
και πατρίδος».Ο αγωνιστής του Εικοσιένα Κασομούλης λέγει πως «η καταγωγή των
είναι αρχαιότατη και κατεβαίνει από την εποχή της Βασιλείας» δηλαδή του
Βυζαντίου. «Τα λείψανα ταύτα του στρατού, λέγει, ή με άλλους λόγους οι αρματωλοί
παρά των εντοπίων Ελλήνων καλούμενοι και χαϊδούτ (κλέπται) παρά των Οθωμανών,
εχαίροντο κάποια προνόμια ανεξαρτησίας κληρονόμοι του ανεξαρτήτου πνεύματος των
προκατόχων των». Αυτοί ήτανε η ελπίδα του έθνους...
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η πονεμένη Ρωμιοσύνη»,εκδ. «ΑΣΤΗΡ» σ. 264-266)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου