Μόνον η Μακεδονία υπέστη την Τζιχάντ...
Όταν οι Έλληνες ραγιάδες της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επαναστάτησαν κατά τον Ιερό Αγώνα της Εθνεγερσίας το
1821, ο Σουλτάνος Μαχμούτ και Χαλίφης των Πιστών του Αλλάχ κήρυξε εναντίον τους
Τζιχάντ και εφήρμοσε ανελέητα τη Σαρία-Σερή στα τουρκικά.
Χαρακτηριστική πλευρά του Ισλάμ,
όμως, είναι ότι τότε ο Σεΐχ ουλ Ισλάμ, ο ανώτατος ιερωμένος, αντιτάχθηκε
σθεναρά.
Ωστόσο, υπετάγη.
Στις 3 Μαΐου 1821 ο Σουλτάνος και
Χαλίφης των Πιστών εκδίδει τον Ιερό Φετφά της Τζιχάντ και το ταυτόσημο
Αυτοκρατορικό Φιρμάνι.
Διατάσσει:
«Τα παραγγέλματα του Ιερού Σερή
επιβάλλουν όπως αυτοί μεν οι άπιστοι διαπερνώνται εν στόματι ρομφαίας, τα τέκνα
και οι γυναίκες των εξανδραποδίζωνται, τα υπάρχοντά των διανέμωνται μεταξύ των
πιστών νικητών του Ισλάμ, αι δε εστίαι των παραδίδωνται εις το πυρ και την
τέφραν ούτως ώστε ούτε αλέκτορος φωνή να μην ακουσθή πλέον εν αυταίς.
Ούτως είη βοηθός τοις πιστοίς ο Αλλάχ και το ιερόν αυτού Κοράνιον.»
Εν τω μεταξύ, μαζί με τη Νότιο Ελλάδα
και τα νησιά, είχε επαναστατήσει η Μακεδονία την οποία έπρεπε να διασχίσουν οι
δύο αλλεπάλληλες στρατιές που ο Μαχμούτ εξαπέστειλε κατά των επαναστατών.
Οι Μακεδόνες τις ανέκοψαν
θυσιαζόμενοι επί είκοσι μήνες κερδίζοντας τον ζωτικό χρόνο που χρειαζόταν στον
Μοριά και στη Ρούμελη, όπου τα υφιστάμενα οθωμανικά στρατεύματα είχαν συρρεύσει
στα Γιάννενα κατά του αποστάτη Αλή πασά Τεπελενλή.
Η επανάσταση των Μακεδόνων εξελίχθηκε
σε τρία στάδια.
Πρώτα η Χαλκιδική, το Άγιον Όρος με
χίλιους ενόπλους μοναχούς και ο σημερινός νομός Θεσσαλονίκης.
Μετά η Νάουσα και όλη περιοχή της από
την Έδεσσα έως τα Τέμπη τον Φεβρουάριο του 1822.
Τέλος άγριες μάχες οπισθοφυλακής
ανέκοψαν τους Οθωμανούς στις ορεινές διαβάσεις σε Βέρμιο, Όλυμπο, Πιέρια και
Δυτική Μακεδονία.
Οι τελευταίοι αλλά όχι λιγοστοί
Μακεδόνες συνέχισαν μαχόμενοι στη Ρούμελη, στα νησιά και στον Μοριά έως ότου
έληξε ο Αγώνας. Από όλη τη Ελλάδα, μόνον η Μακεδονία υπέστη την Τζιχάντ.
Ερημώθηκε και μαρτύρησε. Τα χωριά της
πυρπολήθηκαν, οι άνδρες της σφαγιάσθηκαν και μυριάδες γυναικόπαιδα πουλήθηκαν
στα σκλαβοπάζαρα
Ήδη τον Μάιο 1821 στην Θεσσαλονίκη
εσφάγησαν πάνω από τρεις χιλιάδες «άπιστοι» κάτοικοί της και εννέα δημογέροντες
κρεμάσθηκαν στα τσιγκέλια ζωντανοί.
Τις συνέπειες της Τζιχάντ μαρτυρούν
σε έγγραφά τους οι πρωταγωνιστές της και οι ξένοι αυτόπτες μάρτυρές της.
Στη Μακεδονία επέδραμαν αλλεπάλληλοι
ο Χατζή Μπαϊράμ πασάς τον Μάιο 1821 και τον Νοέμβριο 1821 ο Μεχμέτ Εμίν πασάς, αποκαλούμενος
Εμπού Λουμπούτ, δηλαδή κρανιοθραύστης.
Επειδή διεξήγαν Ιερό Πόλεμο του
Ισλάμ, ανέφεραν τις πράξεις τους και στον αρμόδιο Ιεροδίκη.
Στις 21 Ιουλίου 1821 ο Χατζή Μπαϊράμ
πασάς αναφέρει στον Ιεροδίκη της Βεροίας:
«Ούτω εκτελών το υψηλόν Αυτού πρόσταγμα
και εκκαθαρίζων από των τοιούτων ακαθάρτων στοιχείων και βδελυρών ερπετών την
περιφέρειαν Θεσσαλονίκης, επέδραμον μετά του γενναίου στρατού μου κατά των
περιοχών Καλαμαριάς, Παζαρούδας, Σιδηρόπορτας, Πολυγύρου, Κασσάνδρας, Κίτρους
και Κατερίνης ένθα καταπολεμήσας τους απίστους τούτους, εξόντωσα και απήλειψα
από προσώπου γης 42 πόλεις και χωριά αυτών. Συνωδά δε τω Ιερώ Φετφά, αυτούς μεν
τους ιδίους διεπέρασα εν στόματι ρομφαίας, τας γυναίκας και τα τέκνα των
εξηνδρηπόδισα, τα υπάρχοντά των διένειμα μεταξύ των πιστών νικητών, τας εστίας
δε αυτών παρέδωσα εις το πυρ και την τέφραν ώστε ούτε φωνή αλέκτορος να
ακούηται πλέον εις αυτάς.»
Παρά τις συμφορές, η επανάσταση
συνεχίζεται.
Τον Σεπτέμβριο 1821 ο Μπαϊράμ πασάς
στα ανατολικά της Θεσσαλονίκης αφάνισε τα Βασιλικά.
Σκλάβωσε και πούλησε στο σκλαβοπάζαρο
της Θεσσαλονίκης όλα τα γυναικόπαιδα της κώμης και όσα όλης της περιοχής είχαν
καταφύγει στην Μονή της Αγίας Αναστασίας όπου έπεσαν οι επαναστάτες.
Κρατούσε ακόμη, όμως, το Άγιον Όρος
και η Κασσάνδρα υπό τον Εμμανουήλ Παπά που με 1.500 άνδρες οχυρώθηκε στο στενό
της αρχαίας Ποτίδαιας.
Τους επιτίθεται ο Βεζύρης Μεχμέτ Εμίν
πασάς με 14.000 πεζούς, ισχυρό πυροβολικό και πολυάριθμο ιππικό αρχές Νοεμβρίου
1821.
Μετά από επική αντίσταση υποκύπτουν.
Στις 13 Νοεμβρίου 1821 ο νικητής αναφέρει στον Ιεροδίκη Θεσσαλονίκης:
«Αγγέλλεται Υμίν ότι, με την θέλησιν του παντοδυνάμου και πολυελέου Αλλάχ, την εύνοιαν του μεγάλου Σουλτάνου και της πανσελήνου τούτου Χαλιφίας του ουρανού, τα υπό την διοίκησιν εμού του ταπεινού δούλου στρατεύματα κατήγαγον νίκην υψηλήν του Κορανίου. Πλέον των 1.000 εγένοντο βορά των ξιφών των νικητών Μουσουλμάνων, 600 ή 700 περίπου γυναίκες και άνδρες εξανδραποδισθέντες εδέθησαν με αλύσεις.»
Παρά τις φρικώδεις σφαγές, τις
καταστροφές και τους εξανδραποδισμούς η Νάουσα επαναστατεί.
Στις 19 Φεβρουαρίου 1822, Κυριακή της
Ορθοδοξίας, ο Ζαφειράκης Θεοδοσίου Λογοθέτης, εν μέσω των αρματολών, υψώνει την
σημαία της Επαναστάσεως μέσα στην εκκλησία.
Ήθελε, πράγματι, καρδιά μια τέτοια
απόφαση.
Ο Μεχμέτ Εμίν Εμπού πασάς, καίτοι
υφίσταται δύο ενδιάμεσες ήττες, πολιορκεί την πόλη επί είκοσι μέρες με 12.000
άνδρες, ιππικό και βαρύ πυροβολικό.
Στις 18 Απριλίου 1822 οι Οθωμανοί
εισέρχονται από την πύλη του Αγίου Γεωργίου, αλλά η Νάουσα συνέχισε να ανθίσταται
επί τρεις ολόκληρες μέρες ακόμη.
Μάχες διεξάγονται από σπίτι σε σπίτι.
Η πόλη παραδινόταν κατά συνοικίες
στην φωτιά και στις σφαγές.
Στην Μητρόπολη και στις εκκλησίες του
Αγίου Γεωργίου και Αγίου Δημητρίου έχουν συγκεντρωθεί οι γέροντες με τα παιδιά,
ψάλλοντας «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ».
Οι εισβολείς τους σφάζουν όλους
ανελέητα. Τελευταίος έπεσε ο Πύργος του Ζαφειράκη την 21η Απριλίου.
Οι έγκλειστοι, μαζί με τις γυναίκες,
έκαναν έξοδο, αφού πρώτα έπνιξαν πολλά παιδιά για να μην προδοθούν από τα
κλάματά τους.
Μια ομάδα γυναικών, με τα μωρά στην
αγκαλιά τους, φεύγουν προς τους καταρράκτες της Αράπιτσας.
Πιάνουν τον χορό και μία προς μία
ρίχνονται στο βάραθρο.
Δύο χιλιάδες άνδρες εσφάγησαν επί
τόπου. Όσα γυναικόπαιδα σώθηκαν, πωλούνται δούλοι.
Στις 21 Απριλίου 1822 ο πορθητής
γράφει στον Ιεροδίκη της Βεροίας:
«Όσοι εκ των ειρημένων επαναστατών
δεν κατώρθωσαν να διαφύγουν, συνελήφθησαν και εφηρμόσθησαν κατ’ αυτών
αυστηρότατα και άνευ οίκτου αι διατάξεις του Ιερού Φετβά.
Ούτοι, υπερβαίνοντες τας δύο
χιλιάδας, εθανατώθησαν πάντες, είτε διελθόντες διά στόματος μαχαίρας είτε
σταλέντες εις την κόλασιν δι’ απαγχονισμού.
Τα τέκνα και αι σύζυγοι αυτών
εξηνδραποδίσθηκαν, αι περιουσίαι των εδημεύθησαν, αι δε εστίαι αυτών
διεσκορπίσθησαν και παρεδόθησαν εις το πυρ».
Τα πολεμικά ανακοινωθέντα του
«Ισλαμικού Κράτους» ωχριούν μπροστά σε όσα διέπραξαν κατά των «απίστων»
Μακεδόνων το 1821-1822 οι Οθωμανοί πασάδες εξαπολύοντας τον Ιερό Πόλεμο Τζιχάντ
και τη Σαρία.
Τα περιγράφουν οι ίδιοι.
Για το Γένος μέχρι τέλους στη Νότιο
Ελλάδα
Μετά το Ολοκαύτωμα της μάνας τους
Μακεδονίας, περισσότεροι από 3.000 τουλάχιστον Μακεδόνες κατήλθαν στην Νότιο
Ελλάδα.
Από τα μέσα του 1822 πολέμησαν μέχρι
τέλους στην Πελοπόννησο, στην Στερεά, στο Μεσολόγγι, στο Τρίκερι της Μαγνησίας,
στην Εύβοια, στα Ψαρά, στον Πέτα, ακόμη και στην Κρήτη. Καπετάνιοι τους ο
απαράμιλλος γέρο Καρατάσιος, ο Αγγελής Γάτσος, ο Διαμαντής Νικολάου και. άλλοι.
Ο Χρ. Βυζάντιος τους εξαίρει:
«Οι άνδρες αυτοί υπήρξαν εξαιρετικοί
πατριώται, αφιλοκερδείς, καρτερικοί εις τας κακουχίας και στερήσεις, ανδρείοι
εν πολέμω και ευπειθέστατοι. Ήλθον εις την νότιον Ελλάδα δια να υπηρετήσουν την
Πατρίδα, μη έχοντες ενταύθα οικείους ή γνωρίμους».
Το καλοκαίρι 1822, οι Μακεδόνες με
τον Καρατάσιο, τον Διαμαντή και τον Γάτσο παρατάχθηκαν με τους Μοραΐτες υπό τον
Θεοδωράκη Κολοκοτρώνη και συνέτριψαν τον Δράμαλη Μαχμούτ πασά στα Δερβενάκια
και στα Βασιλικά, όπου κρίθηκε η τύχη της Πελοποννήσου.
Ο Γενναίος Κολοκοτρώνης τους
μνημονεύει στα Απομνημονεύματά του (σ. 79) και ο Φωτάκος Χρυσανθόπουλος,
υπασπιστής του Γέρου του Μοριά, γράφει:
«Ο περίφημος καπετάνιος Γάτσος, ων
εις τα όπλα εκ γενετής και σύντροφος αχώριστος του Ολυμπίου, και οι στρατιώται
του Μακεδόνες επολέμησαν εις τα Βασιλικά και τα Δερβενάκια γενναίως και οι
Πελοποννήσιοι ευχαριστήθησαν πολύ, διότι είδαν άνδρας, έχοντας ζήλον και
εθνικισμόν μέγαν».
Κατά την καταστροφή του Ψαρών το 1823
το ηρωικό νησί υπερασπίζονταν 1.200 Μακεδόνες, οχυρωμένοι ψηλά στο κάστρο.
Όταν η θαλασσινή άμυνα έσπασε, οι
Μακεδόνες αντέταξαν άμυνα μέχρις εσχάτων και, τελικά, έβαλαν φωτιά στην
πυριτιδαποθήκη και τινάχθησαν μαζί με τους εχθρούς.
Ο ναύαρχος Σαχτούρης τους αναφέρει με
θαυμασμό:
«Αποφάσισαν ν’ αφήσουν τους Τούρκους
να έμβουν μέσα και τότε βάζοντες φωτιά εις ταις μίναις και εσκεπάσθησαν υπέρ
τας 4 χιλιάδας Τούρκοι, καθώς και οι ίδιοι με τας γυναίκας και τα παιδιά τους».
Στο Τρίκερι ο Γάτσος και ο Καρατάσιος
με 2.000 μόνον άνδρες το 1822 απέκρουσαν επί τέσσερις συνεχείς ημέρες τους
10.000 άνδρες του Σελήχ πασά. Το έπος τους περιέγραψε ο οπλαρχηγός Γ. Βελέντζας
στην εφημερίδα «Φιλόπατρις» της 29ης Μαρτίου 1857: Το 1825 ο εμφύλιος πόλεμος
μαίνεται στον Μοριά, όπου αποβιβάζεται ο Ιμπραήμ πασάς.
Ο Καρατάσιος, ολομόναχος με 200
μονάχα Μακεδόνες, κατεβαίνει στον Σχοινόλακκο της Μεσσηνίας και ατρόμητος
αντιπαρατάσσεται στον Ιμπραήμ.
Στις 18 Μαΐου 1825 εξορμούν κατά των
Μακεδόνων 3.000 λογχοφόροι του τακτικού με Γάλλους αξιωματικούς, 1.000 άτακτοι
και 700 Μαμελούκοι ιππείς. Ο Καρατάσιος τους αποκρούει πολεμώντας όρθιος, όπως
πάντοτε, με το σπαθί στο χέρι. Κοντά του σπεύδουν ο Αγγελής Γάτσος, ο
Χατζηχρήστος και οι Μοραΐτες Γιατράκος και Παπατσιώρης.
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος, ο κορυφαίος
των Ελλήνων ιστορικών, σημειώνει:
«Οι νικηφόροι Μακεδόνες έπεμψαν εις
Τρίπολιν, ως απαρχήν του νέου είδους του πολέμου, 109 λογχοφόρα όπλα. Μολονότι
ουδεμίαν επικουρίαν έλαβον αλλ’ όμως δια την ατρόμητον ανδρείαν και μάλιστα δια
την επιτηδειότητα του αρχηγού κατώρθωσαν να κατισχύσωσι.» Και ο Κανέλλος
Δεληγιάννης προσθέτει:[5] «Είναι ομολογημένον ότι εξ όλων των Ρουμελιωτών
οπλαρχηγών μόνον ο Καρατάσιος επολέμησεν ατρομήτως με τον Αιγύπτιον σατράπην
και έδειξεν στρατιωτικόν χαρακτήρα. Και ουδείς άλλος».
Ο Ιμπραήμ περνάει το «Αυλάκι» και
πολιορκεί το Μεσολόγγι. Ανάμεσα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους βρίσκονται
εκατοντάδες Μακεδόνες πολεμιστές. Ο αρματολός των Γρεβενών Γιαννούλας Ζιάκας
οδηγεί 300 ορεσίβιους πολεμιστές από τα βλαχοχώρια της Πίνδου έως το Βίτσι και
τη Νέβεσκα. Στην Έξοδο σώζονται λίγα παλικάρια από τη Σαμαρίνα. Τα υμνεί το
Δημοτικό Τραγούδι: «Παιδιά της Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε
λερωμένα». Το μπαρούτι και το αίμα λέρωσε τις λευκές φουστανέλες τους.
Το Βλαχόπουλο ψυχορραγεί και τα
παρακαλεί:
«Σαν πάτε πίσω στα βουνά, ψηλά στη
Σαμαρίνα, τουφέκια να μη ρίξετε, τραγούδια να μη πείτε, ωρέ παιδιά καημένα, κι
ας είστε λερωμένα. Κι αν σας ρωτήσει η μάνα μου, η δόλια η αδελφή μου, μη πείτε
πως σκοτώθηκα, μόν’ πείτε πως παντρεύτηκα στα έρημα τα ξένα, παιδιά της
Σαμαρίνας, ωρέ παιδιά καημένα, κι ας είστε λερωμένα.
Την Ηρωϊκή Έξοδο καταγράφει ζωντανή συνταρακτικά
και επί πλέον αυθεντικά ο αυτόπτης μάρτυρας Νικόλαος Κασομούλης, από το
Πισοδέρι.
«Εις την φωτιάν αυτήν, έως να
φθάσωμεν εις το τέρμα, ενθυμήθη την Παναγίαν και είπα: «Παναγία μου, φύλαξέ
μας».
Ενώ ημείς ωρμούσαμεν, από οπισθέν μας
τα βόλια έπιπτον ωσάν χάλαζα. Εστρέψαμεν τα πρόσωπά μας προς το Μισολόγγι και
εσιωπήσσαμεν όλοι. Ήτον μακράν εισέτι και το αμυδρόν φως της Σελήνης δεν
έφθανεν να φωτίση ώστε να τους ιδούμεν. Εκείνην την στιγμήν, ακούγομεν την
πυριτοθήκην του Καψάλη ανάπτουσαν και υψωμένην εις τον αέραν ώστε φωτίσασα την
πεδιάδα.».
Μετά την πτώση του Μεσολογγίου οι
Μακεδόνες αντεπιτίθενται στην Αταλάντη με τον Γάτσο και ξανά στο Τρίκερι με τον
Καρατάσιο όλο τον Νοέμβριο του 1827.
Στο μεταξύ 250 Μακεδόνες με τον Τόλιο
Λάζο, γόνο των περιωνύμων αρματολών του Ολύμπου, αποβιβάζονται με τον Καλλέργη
στην Κρήτη να στηρίξουν τον αγώνα της. Στην φονική μάχη του Πέτα έλαβαν μέρος
οι Μακεδόνες με τον Καρατάσιο και μόνοι αυτοί παρέμειναν αήττητοι. Παράλληλα,
την περίοδο 1824-1827 άλλοι Μακεδόνες αρματολοί αρματώνουν μικρά πειρατικά
καράβια και από την Σκιάθο και την Σκόπελο οργώνουν τον Θερμαϊκό, κουρσεύουν
γαλλικά καράβια, αποβιβάζονται στην Κασσάνδρα και χτυπούν την ίδια την
Θεσσαλονίκη.
Όταν ο Αγώνας λήγει, οι Μακεδόνες
αρχηγοί σε κοινή αναφορά τους προς το Εκτελεστικό υπογραμμίζουν ότι χρέος της
Ελλάδος είναι να απελευθερώσει την Μακεδονία.
Και έτσι θα γίνει αργότερα. Την
ιστορική εντολή εκτελούν παλληκάρια από τον Μοριά, την Κρήτη, τη Ρούμελη και τα
νησιά .
Στον Μακεδονικό Αγώνα το 1904-1908
σώζουν τη Μακεδονία και στους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-1913 την
απελευθερώνουν.
Αυτόν το Ιερό Δεσμό τήρησαν οι
αδελφοί Έλληνες χιλιάδες χρόνια. Χρέος μας είναι να τον τηρήσουμε και να τον
παραδώσουμε ανέγγιχτο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου