Ὁ
|
φημισμένος γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητα
τοῦ βίου του καί γιά τήν βαθύνοια τῆς σκέψεώς του σύγχρονός μας
Γέροντας Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Σέρβος κληρικός καί καθηγητής τῆς
Θεολογικῆς Σχολῆς Βελιγραδίου, ἐκοιμήθη τό 1979 ἐξόριστος στή
γυναικεία Ἱ. Μονή Ἀρχαγγέλων Τσέλιε Σερβίας, τῆς ὁποίας ἦταν
Πνευματικός, διωκόμενος ἀπό τό ἀθεϊστικό καθεστώς τῆς χώρας του. Ὁ
λόγος του, ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξος, βαθειά
θεολογικός καί φιλοσοφικός, ἀποδείχθηκε πολλές φορές
προφητικός καί ἀποκαλυπτικός. Συνέλαβε τήν οὐσία τοῦ δράματος τοῦ
ἀποστατημένου ἀνθρώπου καί ὑπέδειξε μέ πειστικότητα τή λύση τοῦ
δράματος αὐτοῦ, πού συνίσταται στήν ἐπιστροφή του πρός τήν ἀλήθεια τῆς
θεανθρώπινης κοινωνίας τῆς Ὀρθόδοξης Καθολικῆς Ἐκκλησίας.
Κεντρική ἰδέα του εἶναι ὅτι κάθε οὑμανισμός (εὐρωπαϊκός ἀνθρωπισμός) εἶναι μιά
μάταιη προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου γιά τή λύση τοῦ δράματος του. Στά χρόνια μας ἐπρόκειτο
νά ἐπαληθευτοῦν μέ τραγικό τρόπο τά λόγια, οἱ ἀγωνιώδεις ἐκκλήσεις
καί οἱ προειδοποιήσεις του πρός τούς συμπατριῶτες του...
Ὁ κοφτερός λόγος του ἀναφορικά μέ τήν κίνηση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ
(κοινοῦ ὀνόματος τῶν ψευδοχριστιανισμῶν τῆς Εὐρώπης, ὅπως εὔστοχα
σημειώνει), πού ἐπιδιώκει τήν ἀνάρμοστη ἕνωση θρησκευτικῶν δογμάτων
καί θρησκειῶν, εἶναι πολύ χρήσιμος στό νά μᾶς ἐφοδιάσει μέ Ὀρθόδοξα
κριτήρια ἑρμηνείας τῶν οἰκουμενιστικῶν (διαχριστιανικῶν καί
διαθρησκειακῶν) προκλήσεων τῶν ἡμερῶν μας.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς
ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης.
Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν οὑμανισμῶν (ἀνθρωπισμῶν),
μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπισμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι
αἱ ψευδοεκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις
παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Τό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των
εἶναι ἡ παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τό διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ
διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωνον ἰδιώματα τινά τοῦ
Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ, αἱ δέ εὐρωπαϊκαί αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν
ὁλόκληρον τόν Θεάνθρωπον καί εἰς τήν θέσιν του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον
ἄνθρωπον. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ τοῦ Παπισμοῦ,
Προτεσταντισμοῦ, Οἰκουμενισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τό ὄνομα
«λεγεών».
Τό ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον τό πανδόγμα περί τῆς Ἐκκλησίας,
ἀπερρίφθη καί ἀντικατεστάθη διά τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος
περί τοῦ πρωτείου καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ πάπα, δηλαδή τοῦ ἀνθρώπου. Ἐξ
αὐτῆς δέ τῆς παναιρέσεως ἐγεννήθησαν καί γεννῶνται συνεχῶς ἄλλαι
αἱρέσεις: τό Filioque, ἡ ἀποβολή τῆς Ἐπικλήσεως, τά ἄζυμα, ἡ εἰσαγωγή
τῆς κτιστῆς χάριτος, τό καθαρτήριον πῦρ, τό θησαυροφυλάκιον τῶν
περισσῶν ἔργων, ἡ μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς σωτηρίας
καί ὡς ἐκ τούτου μηχανοποιημένη διδασκαλία περί τῆς ζωῆς, ὁ
παποκαισαρισμός, ἡ Ἱερά Ἐξέτασις, τά συγχωροχάρτια, ὁ φόνος τοῦ
ἁμαρτωλοῦ διά τήν ἁμαρτίαν, ὁ ἰησουητισμός, ἡ σχολαστική, ἡ
καζουúστική, ὁ μοναρχισμός, ὁ κοινωνικός ἀτομικισμός διαφόρων
εἰδῶν...
Ὁ Προτεσταντισμός; Εἶναι τό πλέον πιστόν τέκνον τοῦ
Παπισμοῦ, τό ὁποῖον διά τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει
διά μέσου τῶν αἰώνων ἀπό τήν μίαν αἵρεσιν εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν καί
πνίγεται συνεχῶς εἰς τά διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν
του. Πρός τούτοις, ἡ παπιστική ὑψηλοφροσύνη καί ἡ «ἀλάθητος» ἀφροσύνη
βασιλεύει ἀπολυταρχικῶς καί ἐρημώνει τάς ψυχάς τῶν πιστῶν του. Κατ̓ ἀρχήν ἕκαστος
Προτεστάντης εἶναι ἕνας ἀνεξάρτητος πάπας εἰς ὅλα τά ζητήματα τῆς
πίστεως. Τοῦτο δέ πάντοτε ὁδηγεῖ ἀπό τόν ἕνα πνευματικόν θάνατον
εἰς τόν ἄλλον˙ τέλος αὐτοῦ τοῦ «ἀποθνήσκειν» δέν ὑπάρχει, καθ̓ ὅτι ὁ ἀριθμός
τῶν πνευματικῶν θανάτων τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀναρίθμητος.
Ἀφοῦ οὕτως ἔχουν τά πράγματα, τότε διά τόν
παπιστικόν-προτεσταντικόν Οἰκουμενισμόν μέ τήν ψευδοεκκλησίαν
του καί τόν ψευδοχριστιανισμόν του δέν ὑπάρχει διέξοδος ἀπό τό ἀδιέξοδόν
του, ἄνευ ὁλοψύχου μετανοίας ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ καί τῆς
Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας Του. Ἡ μετάνοια εἶναι τό φάρμακον
δἰ ἑκάστην ἁμαρτίαν,
φάρμακον δοθέν εἰς τόν ἄνθρωπον ἀπό τόν μόνον Φιλάνθρωπον.
Ἄνευ τῆς μετανοίας
καί εἰσδοχῆς εἰς τήν ἀληθινήν Ἐκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἀφύσικον
καί ἀδιανόητον νά ὁμιλῇ τις περί τῆς ἑνώσεως «τῶν Ἐκκλησιῶν»,
περί τοῦ διαλόγου τῆς ἀγάπης, περί τῆς intercommunio (δηλ. διακοινωνίας).
Τό σπουδαιότερον ὅλων εἶναι νά γίνῃ τις «σύσσωμος» τοῦ Θεανθρωπίνου
σώματος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ καί διά τούτου κοινωνός τῆς ψυχῆς
τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί κληρονόμος ὅλων τῶν αἰωνίων
ἀγαθῶν τοῦ Θεανθρώπου.
(Ἀπό τό βιβλίο
τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ.
224-225).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου