Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

Η ΠΝΟΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

Ἁγίου Ἰννοκεντίου Μόσχας (†1879)




Τό
 Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα εἶ­ναι ὁ Θε­ός, τό τρί­το πρό­σω­πο τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, πα­ντο­δύ­να­μο ὅ­πως ὁ Πα­τέ­ρας καί ὁ Υἱ­ός. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ζω­ο­γο­νεῖ, ἐμ­ψυ­χώ­νει καί ἐν­δυ­να­μώ­νει τά πλά­σμα­τα. Αὐ­τό δί­νει στά ζῶ­α τή ζω­ή, στούς ἀν­θρώ­πους τό νοῦ καί στούς χρι­στι­α­νούς τήν ἀ­νώ­τε­ρη ζω­ή, τήν πνευ­μα­τι­κή. Αὐ­τό φω­τί­ζει τόν ἄν­θρω­πο καί τόν βο­η­θά­ει νά μπεῖ στή βα­σι­λεί­α τῶν οὐ­ρα­νῶν.
Τό  Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα δί­νε­ται στόν κα­θέ­να μας ὄ­χι σύμ­φω­να μέ τήν ἀ­ξί­α τῶν κα­λῶν ἔρ­γων του, ἀλ­λά δω­ρε­άν, σύμ­φω­να μέ τό ἔ­λε­ος τοῦ Θε­οῦ, γι­ά τή σω­τη­ρί­α του.
Στή συ­νέ­χει­α θά δοῦ­με τί χα­ρί­ζει στόν ἄν­θρω­πο τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα.

1. Ὅ­ταν κα­τοι­κή­σει μέ­σα στόν ἄν­θρω­πο τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τοῦ δί­νει πίστη καί φωτισμό. Χω­ρίς Αὐ­τό, κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἔ­χει ἀ­λη­θι­νή καί ζω­ντα­νή πί­στη. Χω­ρίς τό φω­τι­σμό Του, καί ὁ πι­ό σο­φός καί μορ­φω­μέ­νος ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ὁ­λό­τε­λα τυ­φλός ὡς πρός τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ καί τήν κτί­ση Του. Ἀ­πε­να­ντί­ας, τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα μπο­ρεῖ νά φω­τί­σει ἐ­σω­τε­ρι­κά καί τόν πι­ό ἀ­μόρ­φω­το καί ἁ­πλο­ϊ­κό ἄν­θρω­πο, νά τοῦ ἀ­πο­κα­λύ­ψει ἄ­με­σα τά ἔρ­γα τοῦ Θε­οῦ καί νά τοῦ προ­σφέ­ρει τή γλυ­κει­ά γεύ­ση τῆς βα­σι­λεί­ας Του. Ὁ ἄν­θρω­πος πού ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, αἰ­σθά­νε­ται στήν ψυ­χή του ἕ­να ἀ­συ­νή­θι­στο φῶς, πού τοῦ ἦ­ταν ὁ­λό­τε­λα ἄ­γνω­στο μέ­χρι τό­τε.

2. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα γεν­νά­ει στήν καρ­δι­ά τοῦ ἀν­θρώ­που τήν ἀ­λη­θι­νή ἀγάπη. Ἡ ἀ­λη­θι­νή ἀ­γά­πη εἶ­ναι σάν μι­ά κα­θα­ρή φω­τι­ά, μι­ά πη­γή θερ­μό­τη­τας, πού ζε­σταί­νει τήν καρ­δι­ά. Εἶ­ναι μι­ά ρί­ζα, πού βλα­στά­νει μέ­σα στήν καρ­δι­ά ὅ­λα τά κα­λά ἔρ­γα. Γι­ά τόν ἄν­θρω­πο πού ἔ­χει ζω­ο­γο­νη­θεῖ ἀ­πό τήν ἀ­λη­θι­νή ἀ­γά­πη, τί­πο­τα δέν εἶ­ναι δύ­σκο­λο, φο­βε­ρό ἤ ἀ­δύ­να­το. Γι᾽ αὐ­τόν κα­νέ­νας νό­μος δέν εἶ­ναι βα­ρύς, κα­μι­ά ἐ­ντο­λή δέν εἶ­ναι ἀ­νε­φάρ­μο­στη. Ὅ­λα τοῦ εἶ­ναι εὔ­κο­λα.
 Ἡ πί­στη καί ἡ ἀ­γά­πη, πού χα­ρί­ζει στόν ἄν­θρω­πο τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, εἶ­ναι τό­σο με­γά­λα καί δυ­να­τά ὅ­πλα στά χέ­ρι­α του, πού, ἄν τά ἔ­χει, μπο­ρεῖ εὔ­κο­λα, ἄ­νε­τα, μέ χα­ρά καί γα­λή­νη νά βα­δί­σει τό δρό­μο πού βά­δι­σε ὁ Χρι­στός.

3.  Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα δί­νει ἀ­κό­μα στόν ἄν­θρω­πο δύναμη, γι­ά ν᾽ ἀ­ντι­στέ­κε­ται στούς πει­ρα­σμούς τοῦ κό­σμου. Ἔ­τσι, χρη­σι­μο­ποι­εῖ βέ­βαι­α τά ἐ­πί­γει­α ἀ­γα­θά, ἀλ­λά σάν πε­ρα­στι­κός τα­ξι­δι­ώ­της, χω­ρίς νά κολ­λά­ει σ᾽ αὐ­τά τήν καρ­δι­ά του. Ἀ­ντί­θε­τα, ὁ ἄν­θρω­πος πού δέν ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ὅ­σο μορ­φω­μέ­νος καί ἔ­ξυ­πνος κι ἄν εἶ­ναι, μέ­νει πά­ντα δοῦ­λος καί αἰ­χμά­λω­τος τοῦ κό­σμου.

4. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα δί­νει στόν ἄν­θρω­πο καί σοφία. Αὐ­τό τό βλέ­που­με κα­τε­ξο­χήν στούς ἁ­γί­ους Ἀ­πο­στό­λους, πού, πρίν λά­βουν τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τοι καί ἁ­πλο­ϊ­κοί ἄν­θρω­ποι, ὕ­στε­ρα ὅ­μως κα­νείς δέν μπο­ροῦ­σε ν᾽ ἀ­ντι­στα­θεῖ στή σο­φί­α καί τή δύ­να­μη τοῦ λό­γου τους. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα χα­ρί­ζει σο­φί­α ὄ­χι μό­νο στά λό­γι­α τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά καί στίς πρά­ξεις του. Ἔ­τσι, λ.χ., ἐ­κεῖ­νος πού ἔ­χει μέ­σα του τό Πνεῦ­μα, πά­ντα θά βρεῖ τό χρό­νο καί τόν τρό­πο νά φρο­ντί­σει γι­ά τή σω­τη­ρί­α του, ἀ­κό­μα καί μέ­σα στό θό­ρυ­βο τοῦ κό­σμου.

5. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα χα­ρί­ζει τήν ἀ­λη­θι­νή χαρά, τήν καρ­δι­α­κή εὐτυχία καί τήν ἀ­σά­λευ­τη εἰρήνη. Ὁ ἄν­θρω­πος πού δέν ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, πο­τέ δέν μπο­ρεῖ νά χα­ρεῖ ἀ­λη­θι­νά, νά εὐ­χα­ρι­στη­θεῖ κα­θα­ρά, νά νι­ώ­σει τήν εἰ­ρή­νη πού γλυ­καί­νει τήν ψυ­χή. Εἶ­ναι ἀ­λή­θει­α ὅ­τι κά­που-κά­που χαί­ρε­ται. Μά ἡ χα­ρά του εἶ­ναι στι­γμιαία καί ὄχι καθαρή. Κάπου-κάπου­ δι­α­σκε­δά­ζει. Μά οἱ δι­α­σκε­δά­σεις του εἶ­ναι πά­ντα κε­νές, ἀ­νού­σι­ες, καί με­τά ἀπ᾽ αὐ­τές τόν κυ­ρι­εύ­ει μι­ά ἀ­κό­μα με­γα­λύ­τε­ρη στε­νο­χώ­ρι­α. Κά­που-κά­που εἶ­ναι ἤ­ρε­μος. Μά ἡ ἠ­ρε­μί­α του δέν εἶ­ναι ἡ πνευ­μα­τι­κή εἰ­ρή­νη, εἶ­ναι νάρ­κη τῆς ψυ­χῆς. Καί ἀ­λί­μο­νο σ᾽ ἐ­κεῖ­νον πού δέν προ­σπα­θεῖ καί δέν θέ­λει νά ξυ­πνή­σει ἀπ᾽ αὐ­τή τή νάρ­κη!

6.  Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα δί­νει καί τήν ἀ­λη­θι­νή ταπείνωση. Ὁ ἄν­θρω­πος, ἀ­κό­μα καί ὁ πι­ό γνω­στι­κός, δέν μπο­ρεῖ νά γνω­ρί­σει τόν ἑ­αυ­τό του ὅ­σο πρέ­πει, ἄν δέν ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Γι­α­τί χω­ρίς τή θεί­α βο­ή­θει­α, δέν μπο­ρεῖ νά δεῖ τήν πραγ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση τῆς ψυ­χῆς του. Ἄν εἶ­ναι τί­μι­ος καί κά­νει κα­νέ­να κα­λό στούς συ­ναν­θρώ­πους του, νο­μί­ζει πώς εἶ­ναι δί­και­ος -ἤ καί, σέ σύ­γκρι­ση μέ τούς ἄλ­λους, τέ­λει­ος- καί πώς δέν τοῦ χρει­ά­ζε­ται τί­ποτ᾽ ἄλ­λο! Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, ὅ­ταν κα­τοι­κή­σει μέ­σα μας, μᾶς ἀ­πο­κα­λύ­πτει ὅ­λη τήν ἐ­σω­τε­ρι­κή μας φτώ­χει­α καί ἀ­δυ­να­μί­α. Καί ἀ­νά­με­σα στίς ἀ­ρε­τές μας, προ­βάλ­λει ὅ­λες τίς ἁ­μαρ­τί­ες μας, τήν ἀ­μέ­λει­ά μας, τήν ἀ­δι­α­φο­ρί­α μας γι­ά τή σω­τη­ρί­α τῶν ἄλ­λων, τήν ἰ­δι­ο­τέ­λει­ά μας ἀ­κό­μα καί ἐ­κεῖ πού φαι­νό­μα­στε με­γα­λό­ψυ­χοι, τήν πα­χυ­λή φι­λαυ­τί­α μας ἀ­κό­μα καί ἐ­κεῖ πού πο­τέ δέν τήν ὑ­πο­πτευ­ό­μα­σταν. Κο­ντο­λο­γίς, τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα μᾶς τά δεί­χνει ὅ­λα, ὅ­πως πρα­γμα­τι­κά εἶ­ναι. Καί τό­τε ἀρ­χί­ζου­με ν᾽ ἀ­πο­κτᾶ­με τήν ἀ­λη­θι­νή τα­πεί­νω­ση. Τό­τε ἀρ­χί­ζου­με νά χά­νου­με τήν ἐ­μπι­στο­σύ­νη μας στίς δι­κές μας δυ­νά­μεις καί ἀ­ρε­τές. Τό­τε ἀρ­χί­ζου­με νά θε­ω­ροῦ­με τόν ἑ­αυ­τό μας χει­ρό­τε­ρο ἀ­πό τούς ἄλ­λους ἀν­θρώ­πους. Καί τα­πει­νω­μέ­νοι μπρο­στά στόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό, ἀρ­χί­ζου­με νά με­τα­νο­οῦ­με εἰ­λι­κρι­νά καί νά ἐλ­πί­ζου­με μό­νο σ᾽ Ἐ­κεῖ­νον.

7. Τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα μᾶς δι­δά­σκει, τέ­λος, τήν ἀ­λη­θι­νή προσευχή. Κα­νέ­νας δέν μπο­ρεῖ νά κά­νει προ­σευ­χή πρα­γμα­τι­κά εὐ­ά­ρε­στη στό Θε­ό, πρίν λά­βει τό  Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα. Γι­α­τί ἄν ἀρ­χί­σει νά προ­σεύ­χε­ται, χω­ρίς νά ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, θά δεῖ τό νοῦ του νά μήν μπο­ρεῖ νά συ­γκε­ντρω­θεῖ. Ἐ­πι­πλέ­ον, δέν γνω­ρί­ζει, ὅ­πως πρέ­πει, οὔ­τε τόν ἑ­αυ­τό του οὔ­τε τίς ἀ­νά­γκες του οὔ­τε τί νά ζη­τή­σει οὔ­τε πῶς νά τό ζη­τή­σει ἀ­πό τό Θε­ό. Κα­λά-κα­λά δέν ξέ­ρει οὔ­τε τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός. Ὅ­ποι­ος, ὅ­μως, ἔ­χει μέ­σα του τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, γνω­ρί­ζει τό Θε­ό, βλέ­πει ὅ­τι Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ Πα­τέ­ρας του καί ξέ­ρει πῶς νά Τόν πλη­σι­ά­σει, πῶς νά Τόν πα­ρα­κα­λέ­σει καί τί νά Τοῦ ζη­τή­σει. Οἱ σκέ­ψεις του στήν προ­σευ­χή εἶ­ναι εὔ­τα­κτες, κα­θα­ρές, προ­ση­λω­μέ­νες μό­νο στόν Κύ­ρι­ο. Ἕ­νας τέ­τοι­ος ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ μέ τήν προ­σευ­χή του νά πε­τύ­χει τά πά­ντα, ἀ­κό­μα καί βου­νά νά με­τα­κι­νή­σει.
Νά, λοι­πόν, τί χα­ρί­ζει τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα σ᾽ ἐ­κεῖ­νον πού Τό ἔ­χει λά­βει. Βλέ­πε­τε ὅ­τι, χω­ρίς τή βο­ή­θει­α καί τή συ­νέρ­γει­α τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­τον ὄ­χι μό­νο νά μποῦ­με στήν οὐ­ρά­νι­α βα­σι­λεί­α, ἀλ­λά κι ἕ­να βῆ­μα νά κά­νου­με στό δρό­μο πού ὁ­δη­γεῖ ἐ­κεῖ. Γι᾽ αὐ­τό εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά πο­θοῦ­με καί νά ζη­τᾶ­με τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα˙ εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­το νά Τό ἀ­πο­κτή­σου­με καί νά Τό ἔ­χου­με πά­ντα μέ­σα μας, ὅ­πως Τό εἶ­χαν οἱ ἅ­γι­οι ἀ­πό­στο­λοι.

 ( Τό κεί­με­νο προέρχεται ἀ­πό τό τεῦχος «Φωνή τῶν Πατέρων», ἀρ.25, Ἡ πνοή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔκδ. Ἱ.Μονῆς Παρακλήτου )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου